Η κατανοητή πίεση για δραστική
και διατηρήσιμη αύξηση των φορολογικών εσόδων, φοβούμαι οδηγεί την κυβέρνηση σε
υστερικές αστοχίες στο φορολογικό της σχεδιασμό, ο οποίος δεν πείθει για την
εσωτερική του λογική, αλλά μοιάζει αλλοπρόσαλλος και εδραζόμενος σε λογιστική
και όχι πολιτική βάση. Ορισμένες κομβικές επιλογές μας πηγαίνουν πίσω στο
μεσαίωνα και θέτουν την κυβερνητική στρατηγική σε τροχιά σύγκρουσης με αναγνωρισμένες
αξίες και ατομικά δικαιώματα.
Δύο τέτοιες βασικές επιλογές
κρίνονται εδώ: αφενός η προτεινόμενη διαφοροποιημένη (ανισομερής) φορολόγηση
εισοδήματος με κριτήριο το επάγγελμα, ώστε να ισχύουν άλλα για μισθωτούς, άλλα
για ελεύθερους επαγγελματίες, άλλα για αγρότες και αφετέρου η φορολόγηση της
κατοχής του κεφαλαίου, και μάλιστα της ακίνητης περιουσίας, που εγείρει μείζον θέμα
αντισυνταγματικής δήμευσης. Ιδιαίτερη εντύπωση μου προξενεί η σιγή επί αμφοτέρων.
Ως προς το πρώτο, το άρθρο 4 του
Συντάγματος ορίζει ρητώς, στη βάση διεθνώς κατοχυρωμένων αρχών, πως οι Έλληνες
και Ελληνίδες είναι ίσοι ενώπιον του νομου και συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις
στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους. Είναι σαφές πως δεν είναι
ανεκτή οποιαδήποτε διάκριση στη φορολόγηση με βάση το επάγγελμα. Το εισόδημα
του καθενός πολίτη (φυσικού προσώπου) είτε από εργασία, είτε από επαύξηση
κεφαλαίου, είτε από μερίσματα, πρέπει να έχει την ίδια (αναλογική) φορολογική
μεταχείριση με το εισόδημα οποιουδήποτε άλλου πολίτη.
Δεν νομίζω ότι είναι εξάλλου ανεκτή
η διάκριση ως προς το είδος της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Η εκμετάλλευση κεφαλαίου
με την ανάληψη ρίσκου για τη δημιουργία κερδών υπό την μορφή προσόδων και
υπεραξιών δεν μπορεί να φορολογείται διαφορετικά ανάλογα με το αν το κεφάλαιο
είναι μετοχές εισηγμένες στο χρηματηστήριο, ή μικρομάγαζο της γωνίας, ή
αγροτεμάχια, σπόρος ή τρακτέρ. Ο φορολογικός νομοθέτης οφείλει να είναι τυφλός
ως προς το αν ο επιχειρηματίας αποκαλεί εαυτόν, κατασκευαστή, έμπορο, ή παροχέα
υπηρεσιών, λιανέμπορο, χονδρέμπορο, μεταφορέα, ξενοδόχο, ταξιδιωτικό πράκτορα,
μεσίτη, δικηγόρο, φαρμακοποιό, συμβολαιογράφο, αγρότη κλπ. Καθεμιά τέτοια
επιχειρηματική δραστηριότητα περιλαμβάνει κεφάλαιο, επένδυση, ρίσκο και
προσωπική εργασία του επιχειρηματία, από την οποία δραστηριότητα μπορεί κανείς να
αποκομίσει κέρδος, ή να υποστεί ζημιά.
Εφόσον η όποια επιχειρηματική
δραστηριότητα ασκείται από φυσικά πρόσωπα, τότε η φορολογική τους μεταχείριση
πρέπει να είναι χωρίς διάκριση. Δεν δικαιολογείται άλλη μεταχείριση των
ελεύθερων επαγγελματιών από τους αγρότες, ή από τους μισθωτούς. Το ότι όλοι,
πλην μισθωτών, φοροδιαφεύγουν, δεν αποτελεί άλλοθι για διακριτή μεταχείριση. Το
κράτος οφείλει να ελέγξει τη φοροδιαφυγή αυτοτελώς, αλλά δεν δικαιούται να
φορολογεί τους πολίτες με τρόπο διακριτό, επειδή αποτυγχάνει σε αυτή του την
υποχρέωση. Άλλωστε ένας μισθωτός, μπορεί να έχει επίσης και αγροτικό εισόδημα ή
εισόδημα από άλλες πηγές (π.χ. από ενοίκια, μερίσματα κλπ). Δεν είναι ανεκτό
αυτά τα εισοδήματα να μπαίνουν σε διαφορετικά κουβαδάκια και να φορολογούνται
διαφορετικά. Πρέπει απλώς να αθροίζονται και ο φόρος εισοδήματος να
υπολογίζεται στο σύνολο.
Ως προς το δεύτερο θέμα, το άρθρο
17 του Συντάγματος (ομοίως σύμφωνα με διεθνώς αναγωρισμένα) ορίζει ότι η
ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους και ότι κανείς δεν στερείται την
ιδιοκτησία του παρά μόνο αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση που να ανταποκρίνεται
στην αξία του απαλλοτριούμενου. Με το νέο φορολογικό νομοσχέδιο φαίνεται πως το
κράτος εννοεί την “προστασία” ως την προστασία του λύκου προς τα πρόβατα.
Η φορολόγηση της ιδιοκτησίας συνιστά
προκλητική παραβίαση μιας κόκκινης γραμμής. Θέτει την ιδιοκτησία στο έλεος της
κρατικής επιβουλής. Μας γυρίζει στο μεσαίωνα. Το κεφάλαιο είναι ο καρπός του
μόχθου του πολίτη, o οποίος
με τον ιδρώτα και τις προσπάθειες του τοποθέτησε μέρος του παραχθέντος
εισοδήματος του στην απόκτηση και σώρρευση του κεφαλαίου, (ακίνητα, καταθέσεις,
μετοχές) θυσιάζοντας από την κατανάλωση. Το εισόδημα το οποίο χρησιμοποιήθηκε
για το σκοπό αυτό, προφανώς ήδη φορολογήθηκε κατά την πραγματοποίηση του. Ό,τι
απέμεινε μπήκε στην άκρη. Η φορολόγηση της κατοχής ή μεταβίβασης κεφαλαίου συνιστά
σταδιακή απαλλοτρίωση αυτού. Είναι σα να πληρώνει ενοίκιο ο πολίτης για την
κατοχή του κεφαλαίου.
Κάποιος άνεργος, ή συνταξιούχος
που δεν έχει άλλο εισόδημα από το οποίο να μπορέσει να αποπληρώσει το φόρο, δεν
θα έχει άλλη επιλογή από το να ρευστοποιήσει το κεφάλαιο (π.χ. να πωλήσει το
ακίνητο) για να πληρώσει το φόρο. Είναι άλλο βεβαίως το θέμα της φορολογίας του
εισοδήματος που το κεφάλαιο αποδίδει, είτε υπό μορφή προσόδων (π.χ. τόκοι
καταθέσεων, ενοίκια κλπ) είτε υπό τη μορφή υπεραξίας (επαύξησης) του κεφαλαίου,
κατά το χρόνο ρευστοποίησης του. Επίσης συγχωρείται η επιβολή αυστηρώς
ανταποδοτικών τελών (π.χ. χαρτοφυλακίου για μετοχές, ή τοπικής αυτοδιοίκησης
για αστικά ακίνητα για υπηρεσίες καθαριότητας, φωτισμού, ασφάλειας κλπ) εφόσον
ο αυστηρά ανταποδοτικός χαρακτήρας διασφαλίζεται και επαληθεύεται.
Όμως ένας φόρος για παράδειγμα
επί της κατοχής ακινήτων χωρίς ανταποδοτικό χαρακτήρα (π.χ. επί αγροτεμαχίων) αποτελεί
δήμευση χωρίς αποζημίωση, αποτελεί κλοπή, όπου κλέπτης είναι το ίδιο το κράτος.
Φανταστείτε έναν φόρο όχι απλά επί των τόκων αλλά επί του κεφαλαίου των
καταθέσεων! Ακόμη και στην πιο ακραία κομμουνιστική χώρα αυτό θα εθεωρείτο αδιανόητο.
Κάτι τέτοιο είναι όντως απολύτως ασύμβατο με τις πιο θεμελιώδεις αρχές του
δικαιικού μας πολιτισμού. Όμως αυτό ακριβώς το αδιανόητο επιχειρεί σήμερα ετούτη
η πολυκομματική δημοκρατική κυβέρνηση, χωρίς κανείς να προβάλλει αντίρρηση. Παρακολουθούμε
με χαρακτηριστική απάθεια την διάβρωση των ιερότερων ελευθεριών μας.
Δυστυχώς από τη στιγμή που αυτό
το ίδιο αναξιόπιστο και αδηφάγο κράτος κορόϊδεψε και λήστεψε τους
μικρο-ομολογιούχους, που καλόπιστα του εμπιστεύτηκαν το κομπόδεμα τους και τους
μόχθους μιας ζωής, φαίνεται πως έχουμε πάθει ανοσία και τίποτε πια δεν μας σοκάρει
ή συνεγείρει, ακόμη και οι πιο εξωφρενικές φοροαρπαγές και οι πιο ανελεύθερες,
αυθαίρετες και παράνομες μεσαιωνικές πρακτικές, λες και ο Διαφωτισμός δεν
υπήρξε ποτέ, λες και η Γαλλική Επανάσταση δεν έλαβε χώρα!
Είναι τραγικό ότι σε μια κρίσιμη
καμπή για την Ελληνική οικονομία ο φορολογικός σχεδιασμός μας πηγαίνει
πεντακόσια χρόνια πίσω, δεν έχει μπούσουλα και ειρμό και δε στηρίζεται σε αρχές
και αξίες. Είναι δε εξόχως επικίνδυνη η διολίσθηση σε μια νοοτροπία όπου
απέναντι στην ιδιωτική αυθαιρεσία των φοροφυγάδων απαντάμε με την αρπαχτική
αυθαιρεσία του φορομπηχτικού κράτους, που αντί να προστατεύει ως οφείλει την
ιδιοκτησία των μοχθούντων νοικοκυραίων, την επιβουλεύεται, προς διατήρηση φαύλων
προνομίων μοχθηρών κηφήνων του άθικτου πελατειακού συστήματος. Επιτείνεται άρα
η ανάγκη για άμεση υιοθέτηση ενός άλλου φορολογικού συστήματος ΑΠΛΟΥ, ΗΠΙΟΥ,
ΣΤΕΘΕΡΟΥ/ΠΡΟΒΛΕΨΙΜΟΥ, ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟΥ και ΔΙΚΑΙΟΥ[1]. Το
ερώτημα είναι αν η ανάγκη αυτή αναδειχθεί σε ανάγκη για νέα κυβέρνηση.
[1] Παναγιώτης Περυσινάκης: Φορολογικός
Ριζοσπαστισμός – Για ένα νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο (ΕΛΙΑΜΕΠ 8.1.2012 http://blogs.eliamep.gr/panagiotis-perysinakis/panagiotis-perisinakis-forologikos-rizospastismos-gia-neo-kinoniko-simvoleo/)
No comments:
Post a Comment