Monday, 29 October 2012

Ελευθεροτυπία Απέναντι στην Προστασία Προσωπικών Δεδομένων


Το Σύνταγμα της Ελλάδος κατοχυρώνει την ελευθεροτυπία στο άρθρο 14, το οποίο πολλοί εξ ημών πιστεύουμε ότι θέτει αχρείαστους περιορισμούς (συγκεκριμένα θα προτιμούσαμε να έλειπαν οι περιορισμοί της παραγράφου 3). Χωρίς ελευθεροτυπία δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατία. Αυτό όμως δε σημαίνει πως ο τύπος είναι πέρα από την κριτική, ή πέρα από την νομιμότητα. Εξακολουθεί να είναι αναγκαία η προστασία συγκεκριμένων εννόμων
αγαθών από προσβολές που μπορεί να τελεσθούν δια του τύπου, όπως για παράδειγμα του αγαθού της τιμής (π.χ. δυσφήμιση) ή του αγαθού της προστασίας προσωπικών δεδομένων. Εκ του ότι η ελευθεροτυπία κατοχυρώνεται συνταγματικά δεν έπεται ότι οι δημοσιογράφοι είναι υπεράνω του νόμου.

Ο δημοσιογράφος, που με ζήλο αναζητεί και αποκαλύπτει την αλήθεια, δεν μπορεί αψήφιστα να υποκαθιστά τα όργανα της πολιτείας, να παραβιάζει τα προσωπικά δεδόμενα των εμπλεκομένων, ή να προβαίνει ατιμώρητα σε διαπόμπευση ή δυσφήμιση των φυσικών προσώπων που βαρύνονται με απλές υποψίες, όταν μάλιστα αυτές δεν έχουν καν διασταυρωθεί ακόμη επαρκώς από τις αρμόδιες φορολογικές αρχές ώστε να θεωρούνται κατά νόμο αποχρώσες ενδείξεις ενοχής που δικαιολογούν την άσκηση ποινικής δίωξης. Η εικαζόμενη διάπραξη αδικημάτων από ένα φυσικό πρόσωπο, δεν μπορεί να προβάλλεται ως άλλοθι για τη στέρηση του εν λόγω προσώπου από το φυσικό του δικαστή, και βεβαίως η αμέλεια ή καθυστέρηση οργάνων του κράτους ως προς την δίωξη των όποιων αδικημάτων, δεν μπορεί να χρησιμεύει ως δικαιολογία για να γίνεται ο οποιοσδήποτε παρανάλωμα του πυρός στο βωμό νοητών “λαϊκών δικαστηρίων”, επ’ ονόματι της παλλαϊκής αξίωσης να “τιμωρηθούν πάραυτα όλοι οι ένοχοι”.

Η άνευ αδείας επεξεργασία προσωπικών δεδομένων ελέγχεται ποινικά από το νόμο 2472/1997. Ο δημοσιογράφος δεν εξαιρείται από τις γενικές επιταγές του νόμου, οι οποίες βεβαίως δεν είναι ασύμβατες με την αρχή της ελευθεροτυπίας. Ο νόμος εισάγει και κάποιες εξαιρέσεις, μεταξύ των οποίων και η σχετική του άρθρου 5 παρ. 2, εδ. ε’, σύμφωνα με την οποία κατ’εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων χωρίς τη συναίνεση του υποκειμένου αυτών εφόσον “η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ... υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών”. Δεν γνωρίζω να υπάρχει νομολογιακό προηγούμενο όπου η δια τύπου διαπόμπευση προσώπων που δεν έχουν καν ακόμη χαρακτηριστεί από την Δικαιοσύνη ως ύποπτα για την τέλεση αδικημάτων μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει σε αυτή την περίπτωση που να δικαιολογεί την χωρίς εξουσιοδότηση επεξεργασία των στοιχείων τους, αν και προφανώς απόκειται στα δικαστήρια να κάμουν τη σχετική στάθμιση, αν υποτεθεί ότι η σχετική άμυνα προταθεί ενώπιον τους επ’ αφορμή συγκεκριμένης υποθέσεως.

Σε μια πρόσφατη περίπτωση στη Βρετανία, μυστικοί ρεπόρτερ του BBC αποκάλυψαν μπροστά στον κρυφό φακό την κακοποίηση ατόμων με νοητικές αναπηρίες από προσωπικό που ήταν επιφορτισμένο με την φροντίδα τους. Σε αυτή την περίπτωση όπου ο φακός αποκάλυψε ευθέως ένα αδίκημα να τελείται αυτόφορα δεν τέθηκε ποτέ θέμα παραβίασης των προσωπικών δεδομένων των δραστών. Η στάθμιση ήταν “προφανής”, και το έννομο συμφέρον των θυμάτων “καταφανώς υπέρτερο”. Στην περίπτωση της λίστας Λαγκάρντ εντούτοις, όπου η αναφορά ονομάτων γεννά μεν υποψίες, αλλά που αν δεν διασταυρωθούν με αντίστοιχες φορολογικές δηλώσεις δεν αρκούν καν ως ενδείξεις ενοχής, η στάθμιση περί του προφανώς ή μη “υπέρτερου” έννομου συμφέροντος είναι λίαν πιθανό να οδηγήσει τους δικαστές σε αντίστροφο συμπέρασμα, αφού ίσως βάσιμα θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι δια της πρόωρης και αβάσιμης διαπόμπευσης θίγονται πράγματι “οι θεμελιώδεις ελευθερίες” των εμπλεκομένων.

Τα δικαστήρια θα κρίνουν εξάλλου αν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της επιβαρυντικής περίστασης του άρθρου 22 παρ. 6 του ν. 1472/1997 (αν υποτεθεί ότι η σχετική επεξεργασία και η δια τύπου διαπόμπευση αποσκοπεί στην αύξηση της κυκλοφορίας εντύπου, και άρα στον δια της αύξησης αυτής “προσπορισμό παράνομου περιουσιακού οφέλους”).

Η ουσία όμως είναι άλλη. Ως κοινωνία πρέπει να προασπίσουμε την αξιοπιστία των θεσμών αποκαθιστώντας την νομιμότητα. Θα ήταν αφόρητα ανακόλουθο αν από τη μια καταδικάζουμε με βδελυγμία φαινόμενα αυτοδικίας ή αντιποίησης αρχής, ενέργειες εκφοβισμού ή εντυπωσιασμού όταν φασίστες τραμπούκοι υποκαθιστούν παρανόμως στις λαϊκές την αστυνομία που αμελεί τάχα να ελέγξει το παραεμπόριο, ενώ από την άλλη συγχωρούμε την παραβίαση του νόμου περί προστασίας προσωπικών δεδομένων επ’ αφορμή της υποτιθέμενης ολιγωρίας των αρμόδιων υπουργών ή των φορολογικών αρχών, απλώς και μόνο επειδή ο δράστης στη δεύτερη περίπτωση είναι ένας συμπαθής δημοσιογράφος, και μάλιστα αριστερής απόκλισης, που με την πράξη του απαντά τάχα στην λαϊκή αξίωση για αποκάλυψη των “φοροφυγάδων”. Ο νόμος εφαρμόζεται από τα ουδέτερα και καθύλην αρμόδια όργανα της πολιτείας. Όχι από αυτοδικούντες έστω καλοπροαίρετους νταήδες. Διότι ως γνωστόν, ο δρόμος προς την κόλαση είναι στρωμένος με αγαθές προαιρέσεις.

Δεν μπορούμε να αφήσουμε τη χώρα και το πολίτευμα να διολισθήσει στην ανομία και τον αυταρχισμό της “δικαιολογημένης αγανάκτησης”, ούτε να αμολήσουμε τους “αυθόρμητους εκδικητές” να παίρνουν το νόμο στα χέρια τους, υπέρ του τρωθέντος τάχα κοινού περί δικαίου αισθήματος. Διότι αυτός ο ολισθηρός δρόμος οδηγεί στην αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού και στην αναρχία, από την οποία υποφέρουν πάντα οι ασθενέστεροι, εκείνοι που δεν έχουν μέσα αυτοδύναμης άμυνας, αλλά που εξαρτούν την ασφάλεια και αξιοπρέπεια τους από το κύρος και την ισχύ του κράτους δικαίου και του νόμου.

Συμπεριφορές ζούγκλας και αυθαιρεσίας που απλώς αποσκοπούν στη συλλογή ψήφων, ή στην αύξηση κυκλοφορίας εντύπων δεν μπορεί να γίνονται ανεκτές. Οι πολλαπλές και διαπιστωμένες αδυναμίες της επίσημης πολιτείας να ανταποκριθεί επαρκώς στα καθήκοντα της και τις προσδοκίες των πολιτών είναι μείζον πρόβλημα από μόνο του. Δεν χρειάζεται να επιτείνουμε το πρόβλημα με παραπέρα υπονόμευση της νομιμότητας, ηρωοποιώντας μάλιστα τους παραβάτες “ακτιβιστές”, με το σκεπτικό πως “είχαν καλό σκοπό”. Διότι σε μια ευνομούμενη πολιτεία η αυθαιρεσία δεν κρίνεται τόσο από το σκοπό που ισχυρίζεται πως υπηρετεί παρά από τα μέσα που εμφανώς μετέρχεται. Από κει και πέρα, ας κρίνει η ανεξάρτητη Δικαιοσύνη τις επιμέρους πτυχές της κάθε υπόθεσης που φέρεται ενώπιον της.

No comments:

Post a Comment