Tuesday 12 February 2013

Ευρω-προϋπολογισμός και ΚΑΠ: άλλη μια χαμένη ευκαιρία


Όλοι οι Ευρωπαίοι ηγέτες επέστρεψαν “νικητές” και “τροπαιοφόροι” από τη σύνοδο για τον προϋπολογισμό, κατά την οποία για άλλη μια φορά υπήρξαν μόνο νικητές. Ο Κάμερον γιατί πέτυχε τη μείωση του προϋπολογισμού για πρώτη φορά (άσχετα αν η Βρετανική εισφορά αυξάνεται). Η Μέρκελ γιατί απέτρεψε την παραπέρα επιβάρυνση του Γερμανού φορολογούμενου. Ο Ολάντ γιατί αύξησε τις απολαβές για τους Γάλλους αγρότες. Ο Σαμαράς γιατί έφερε μεγαλύτερο καλάθι από το ταμείο συνοχής. Όλοι με το βλέμμα στραμμένο στους εγχώριους ψηφοφόρους, δέσμιοι βραχυπρόθεσμων σκοπιμοτήτων.

Μέσα στο αλισβερίσι χάθηκε άλλη μια ευκαιρία για ριζική αναμόρφωση ή ακόμη κατάργηση της καταστροφικής Κοινής Αγροτικής Πολιτικής. Προκειμένου οι κύριοι πολέμιοι αυτής Άγγλοι να εξασφαλίσουν την μείωση του προϋπολογισμού επί του συνόλου υποχώρησαν στις Γαλλικές εμμονές για την διατήρηση της ΚΑΠ. Έκαστοι αποβλέποντες στο εσωτερικό τους ακροατήριο συνήργησαν σε τούτη την θλιβερή συμφωνία με την οποία η ΕΕ συνεχίζει να ξοδεύει το απίστευτο 38% του (κατά 3% μειωμένου) προϋπολογισμού της σε ένα καταστροφικό και παρωχημένο προστατευτισμό για μια σχετικά μικρή μερίδα του πληθυσμού, ουσιαστικά ζημιώνοντας τόσο τον ευρωπαίο καταναλωτή, όσο και τον αληθινά πένητα αγρότη των αναπτυσσόμενων χωρών ο οποίος καταδικάζεται να μείνει εκτός αγορών.

Η ΕΕ δαπανά 363 δις ευρώ για την κοινή αγροτική πολιτική, ενώ ξοδεύει μόλις 80 δις ευρώ για έρευνα και καινοτομία, μόλις 9,1 δις για ενέργεια, μόλις 15.2 δις για εκπαίδευση. Οι ελπίδες πως το 2013 θα αποτελούσε έτος καμπή για τον εκσυγχρονισμό του κοινοτικού προϋπολογισμού διαψεύστηκαν. Αντί με πολιτικό θάρρος και γνήσιο ριζοσπαστισμό να επενδύσουμε στο μέλλον της ηπείρου μας, υποτασσόμαστε και πάλι στην αδράνεια των κεκτημένων και συντηρούμε απλώς ένα παρελθόν χωρίς προοπτική, δίνοντας γη και ύδωρ σε ομάδες με ασύμετρη δύναμη πίεσης. Ο Ευρωπαίος πολίτης χάνει διπλά, τόσο ως φορολογούμενος, όσο και ως καταναλωτής. Από τη μια με φόρους επιδοτούμε την ΚΑΠ και από την άλλη εισπράττουμε αυξημένες τιμές αγροτικών προϊόντων ως καταναλωτές. Αλλά χαμένη βγαίνει και συνολικά η Ευρωπαϊκή οικονομία.

Αντί να οικοδομούμε μια νέα κοινωνία γνώσης, έρευνας, καινοτομίας, υψηλής προστιθέμενης αξίας, που να μπορεί να ανταγωνιστεί και να κατισχύσει στον 21ο αιώνα, μένουμε προσκολλημένοι σε ρυθμούς και προτεραιότητες του ψυχρού πολέμου αναπαράγοντας επιλογές της δεκαετίας του 1960. Αντί να ανοίξουμε την Ευρωπαϊκή αγορά στον παγκόσμιο ανταγωνισμό, επιλέγουμε να αποκοιμίζουμε τις παραγωγικές μας δυνάμεις, μέσω του προστατευτισμού. Αντί να εμπιστευτούμε στους νόμους της αγοράς τη μεγιστοποίηση της ωφελιμότητας των προκείμενων συναλλακτικών συμπεριφορών, στρεβλώνουμε την αγορά με τις επιδοτήσεις, φτιάχνοντας βουνά από επιδοτούμενα προς απόσυρση φρούτα και λαχανικά και λιμνοθάλασσες από γάλα ή κρασί (που καταλήγουν στις χωματερές της ΚΑΠ για τον τεχνητό έλεγχο των τιμών). Κοροϊδεύουμε τον κόσμο, προσποιούμενοι πως σταθερές τιμές είναι τάχα προτιμότερες από χαμηλές τιμές! Παραδόξως από τη μια ξοδεύουμε τεράστια ποσά για την αυστηρή δήθεν επιβολή του δικαίου του ανταγωνισμού, και από την άλλη με απίστευτη υποκρισία θεσπίζουμε και ταϊζουμε ένα τερατώδες πανευρωπαϊκό τραστ, αυτό της ΚΑΠ.

Ως Έλληνες σε τούτη τη διαπραγμάτευση πήραμε πράγματι κάτι τι παραπάνω από το ταμείο συνοχής. Όμως πρέπει να πανηγυρίζουμε, αφού αντί να λάβουμε μια υπόσχεση για αναμόρφωση της κοινωνίας και της οικονομίας μας με στροφή στην έρευνα και την τεχνολογία, βλέπουμε πως μένουμε στα ίδια, εμμένοντας στις αγροτικές επιδοτήσεις;

Το χειρότερο είναι πως έτσι, με τον προστατευτισμό και τις επιδοτήσεις, που δημιουργούν μια απατηλή (αλλά πανάκριβη) επίφαση ασφάλειας, οδηγούμε τον ίδιο τον πρωτογενή τομέα στη στασιμότητα και παρακμή. Ο αγροτικός τομέας στη χώρα μας εξαιτίας της ΚΑΠ πάσχει από έλλειψη νεωτερικότητας ή καινοτομίας, από υποεπένδυση (με όρους αγοράς), από κατακερματισμό και ασυνέχεια του κλήρου και γενικά έλλειψη ικανής κεφαλαιοποίησης ή επαγγελματισμού. Αντί να παλεύουν με όρους αγοράς, οι αγρότες μας ασχολούνται με τις στρεμματικές διεκδικήσεις. Το βόλεμα των ανέξοδων εισπράξεων οδηγεί απλώς σε στασιμότητα. Έτσι κρατούμε ένα δυσανάλογα ψηλό ποσοστό του πληθυσμού στην ύπαιθρο, σε μικρούς μή παραγωγικούς κλήρους και καθυστερούμε τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας αλλά και της υπαίθρου. Αντιθέτως η κατάργηση της ΚΑΠ, θα οδηγούσε σε εγκατάληψη μή παραγωγικών, μή ανταγωνιστικών καλλιεργιών, και θα επέτεινε την πίεση για υιοθέτηση νέων μοντέλων, οικονομίας κλίμακας, με δημιουργία κεφαλαιουχικών εταιριών με σύγχρονο μάνατζμεντ, με σύγχρονο ερευνητικό έργο και δυναμικό εξαγωγικό μάρκετινγκ στα πρώτυπα των πιο προηγμένων ανταγωνιστικών χωρών.

Τουναντίον, πέραν από τις ατελέσφορες επιδοτήσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση, εμείς με τις επιλογές του εγχώριου πολιτικού συστήματος, που αναπαράγει μύθους και ψευδαισθήσεις, επιβραβεύουμε στην πράξη παρακμιακές νοοτροπίες τις οποίες εισπράτουμε στις εθνικές οδούς κάθε Φλεβάρη και που στον πυρήνα τους έχουν την αντίληψη πως το κοινωνικό σύνολο και ο φορολογούμενος οφείλουν τάχα να συντηρούν το βιοτικό επίπεδο ορισμένων πληθυσμιακών ομάδων, ιδία όσων (όπως οι αγρότες) ασκούν μεγαλύτερη πίεση, εξ ονόματος μιας υποτιθέμενης ιερότητας ή ιδιαιτερότητας της φύσης του επαγγέλματος των, και όπου η πρόοδος νοείται όχι ως αγώνας για την επάξια κατάκτηση αγορών με τα ανταγωνιστικά μας προϊόντα, με εσωτερική ανασυγκρότηση και καινοτομία, αλλά ως μια αέναη ευτελιστική διεκδίκηση από το κράτος ατέρμονων πλην εφήμερων παροχών με μεθόδους πίεσης σχεδόν πάντα αυταρχικές και αντικοινωνικές. Το δε πολιτικό μας σύστημα αναπαράγει αυτές τις νοοτροπίες, όχι μόνο αδιαλείπτως ενδίδοντας στις ακατάπαυστες πιέσεις από τους στρατούς κατοχής των εθνικών οδών, αλλά και συστηματικά θωπεύοντας, καλοπιάνοντας, ξορκίζοντας και εξιδανικεύοντας την αγροτιά και ενίοτε παραγράφοντας με μεταμεσονύκτιες τροπολογίες ακόμη και σοβαρές αξιόποινες πράξεις και συμπεριφορές, στα πλαίσια μιας εξευτελιστικής για το κράτος δικαίου πολιτικής συναλλαγής.

Κι όμως ενάντια σε τούτο το κλίμα, υπάρχουν κάποιοι σοβαροί επιχειρηματίες στον πρωτογενή τομέα της οικονομίας και στη χώρα μας, άνθρωποι με γνώση, αυτοπεποίθηση και εξωστρέφεια, που χρησιμοποιούν τα τρακτέρ για την καλλιέργεια των αγρών κι όχι για την άλωση των οδών, οι οποίοι θα μπορούσαν να σηκώσουν στις πλάτες τους την ανασύνταξη του συγκεκριμένου τομέα αν τολμούσαμε να σκεφτούμε και προπαντός να πολιτευτούμε διαφορετικά, παραμερίζοντας τον παρασιτικό πατερναλισμό, καταργώντας τις επιδοτήσεις, εισάγοντας τον επαγγελματισμό, δίδοντας έμφαση στην έρευνα, διευκολύνοντας τη συγκέντρωση κεφαλαίων για επενδύσεις, αποτρέποντας την μελλοντική κληρονομική κατάτμηση της γης, αποϋλοποιώντας την ιδιοκτησία, μετοχοποιώντας την σε εταιρικά σχήματα.

Όπως σε όλους τους τομείς της οικονομίας, αδιακρίτως, έτσι και στον αγροτικό τομέα πρέπει να δεχτούμε πως την ευημερία μας δε μας τη χρωστά κανείς και δεν μπορούμε να την αξιώσουμε χαριστικά, ή δια της βίας από τρίτους, αλλά οφείλουμε μόνοι μας, αυτοδύναμα να την κερδίζουμε παράγοντας και πουλώντας προϊόντα ανταγωνιστικά που άλλοι θέλουν να αγοράσουν. Το πώς θα το κάνουμε, πώς θα ανταγωνιστούμε σε κόστος, ή σε ποιότητα πώς θα προσθέσουμε αξία σε ό,τι αγγίζουμε, χωρίς να προσθέτουμε κόστος υπέρτερο της αξίας, αυτό είναι θέμα αποκλειστικά δικό μας. Αρκεί να ελευθερώσουμε το επιχειρηματικό ελληνικό δαιμόνιο από τις αρτηριοσκληρωτικές πρακτικές του πρόσφατου παρελθόντος και αρκεί να αποτινάξουμε τη νωθρότητα που γεννά ο προστατευτισμός, ο πατερναλισμός, οι παροχές και οι επιδοτήσεις.

Στο τέλος πρέπει να καταλάβουμε πως ο αγρότης είναι ένας επιχειρηματίας, που όπως κάθε επιχειρηματίας επενδύει σε κεφάλαιο και αναλαμβάνει ρίσκο. Αφού μας είναι αδιανόητο να επιδοτούμε το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς, ή να κοινωνικοποιούμε το περί της λειτουργίας αυτού επιχειρηματικό ρίσκο, ομοίως, ίσα και δίκαια πρέπει αντιμετωπίζουμε και την επιχειρηματικότητα στον πρωτογενή τομέα. Καμιά επιχειρηματική ή εν γένει οικονομική δραστηριότητα δεν μπορεί να ασκείται παρασιτικά σε βάρος του κοινωνικού συνόλου. Ό,τι δεν είναι βιώσιμο και επικερδές πρέπει να δίνει τη θέση του σε κάτι άλλο. Προϋπόθεση για μια υγιή εθνική οικονομία είναι ο κατ’ ιδίαν οικονομικός θάνατος κάθε ανεπιτυχούς ιδιωτικού εγχειρήματος, άλλως η αποτυχία του μέρους γίνεται αποτυχία του όλου.

Ο τελευταίος προϋπολογισμός της ΕΕ είναι εν προκειμένω άλλη μια χαμένη ευκαιρία για την Ευρώπη, που θα πληρώσουν δυστυχώς οι επόμενες γενιές όταν θα βλέπουν τις θέσεις εργασίας στους τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας να μεταναστεύουν αμετάκλητα προς ανατολάς, λόγω υποεπένδυσης και έλλειψης ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης στους τομείς αυτούς συνεπεία εσφαλμένων προτεραιοτήτων και ασύμετρης έμφασης στις επιδοτήσεις προς τον πρωτογενή τομέα. Αυτό όμως που καταδεικνύει η τελευταία τούτη διαπραγμάτευση είναι πως για να αλλάξουμε την Ευρώπη, πρέπει πρώτα να αλλάξουμε νοοτροπία στο εσωτερικό των επιμέρους χωρών, να θέσουμε νέες προτεραιότητες, ώστε να διαφυλάξουμε στον αιώνα τούτο την ισχύ και ανταγωνιστικότητα της Ένωσης, εντός της οποίας μπορούμε όλοι να ελπίζουμε για προκοπή και ασφάλεια.

No comments:

Post a Comment