Tuesday 22 February 2011

Στρεβλωτές της Αγοράς

Αν το καλοσκεφτεί κανείς, τα οικονομικά είναι ένα τεράστιο μυστήριο. Τί είναι αξία; Πώς διαμορφώνονται οι τιμές; Τί αποτελεί προστιθέμενη αξία; Ποιοί είναι οι κρυφοί τιτάνιοι παλιρροϊκοί μηχανισμοί που ωθούν την παγκόσμια οικονομία προς τα πάνω ή προς τα κάτω;
Τι συντελεί στην μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη; Πώς ανεβαίνουν και καταρρέουν κοσμοκρατορίες; Τι επιφυλλάσσει το μέλλον και υπάρχει περίπτωση να δούμε κάποτε το τέλος του καπιταλισμού; Αν ναι, με τί θα μοιάζει η όποια διάδοχη κατάσταση;
Δεν νομίζω ότι η οικονομική επιστήμη έχει εύκολες απαντήσεις. Όμως τα ερωτήματα είναι εντυπωσιακά. Οι πρόσφατες μεγάλες κρίσεις στην παγκόσμια οικονομία σε μακροσκοπικό επίπεδο, και οι επί μέρους κρίσεις σε ορισμένες χώρες, όπως η Ιρλανδία, η Ελλάδα, η Ισπανία, οι ΗΠΑ, η Βρετανία, προσφέρονται για πολύ ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις, που ίσως φωτίζουν την ουσία των άνω ερωτημάτων.
Υπάρχουν μερικές απλές αλήθειες που είναι χρήσιμο να θυμούμαστε.
Τίποτε στον κόσμο, προϊόν ή υπηρεσία, δεν έχει αυθύπαρκτη ή αντικειμενική οικονομική αξία. Η αξία δεν είναι αλήθεια, είναι σύμβαση. Όλα βασίζονται σε ένα ανταλλακτικό μηχανισμό που λέμε αγορά. Ο κάθε ένας από μας διαθέτει “αξίες” (δηλαδή προϊόντα ή υπηρεσίες) τις οποίες κομίζει στην αγορά προς ανταλλαγή με άλλες αξίες τις οποίες αντίρροπα κομίζουν άλλοι παίκτες στο πλαίσιο αγοράς/πώλησης. Αντίρροπες ή συμπίπτουσες ανάγκες επιζητούν την ικανοποίηση μέσα στην αγορά έναντι του όποιου πλεονάσματος άλλων “αξιών”. Το τί τιμή θα λάβει η κάθε τέτοια αξία εξαρτάται απολύτως από το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης.
Υπάρχουν όμως παράγοντες που στρεβλώνουν τη λειτουργία της αγοράς:
1. Ψυχολογία πλήθους: εναλλαγή ελπίδας / φόβου, αισιοδοξίας / απαισιοδοξίας, ασυδοσίας / πανικού.
2. Δανεικά και ιδίως η γενικευμένη τραπεζική πίστωση έναντι μελλοντικών προσδοκιών, οι οποίες ανατροφοδοτούνται από τα δανεικά, που με τη σειρά τους τροφοδοτούν την ψυχολογία του πλήθους.
3. Εκσυγχρονισμός των μέσων παραγωγής – φαινόμενη αέναη άυξηση παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας.
Οι άνω “στρεβλωτές” της αγοράς (σε αντίθεση με κάποιους άλλους που ίσως σκεφτεί κανείς, όπως η πλημελής εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού) έχουν ένα κοινό μεταξύ τους χαρακτηριστικό: την “κυκλικότητα - αυτοτροφοδότηση” – αυτό που άλλως εύστοχα αποκαλείται “φούσκα”.
Η “φούσκα” είναι μια πλάνη. Μιά ψεύτικη αξία. Ένας αντικατοπτρισμός στην έρημο. Όμως, αφού είπαμε πως δεν υπάρχει τίποτε με αληθινή αξία, πώς είναι δυνατό να διαχωρίζουμε μια άλλη ψεύτικη αξία περιγράφοντας την ως πλάνη; Δεν είναι όλες οι αξίες ψεύτικες; Δεν είναι ακριβώς έτσι. Ό,τι δεν είναι αντικειμενικά αληθές, δεν είναι κατ’ ανάγκη ψεύτικο. Είναι απλώς “υποκειμενικό”. Είναι έτσι (κάνει τόσο) γιατί "έτσι συμφωνούμε. Η τιμή είναι ο ανταλλακτικός λόγος του Άλφα έναντι του Βήτα. Είναι μια τιμή κάπως αυθαίρετη, αλλά μία στην οποία τυχαίνει να συμφωνούν οι δύο παίχτες, ο αγοραστής με τον πωλητή. Ο πωλητής θέλει τη μέγιστη, ο αγοραστής, την ελάχιστη τιμή, όμως πάντα κάπου στη μέση συμφωνούν (“ισορροπούν”). Το πού θα συμφωνήσουν δεν είναι προαποφασισμένο, εξαρτάται από την υποκειμενική τους εκτίμηση.
Η φούσκα από την άλλη, έχει ένα άλλο ποιοτικό χαρακτηριστικό. Ωθεί σε επίπεδα τιμών πολύ υψηλότερα από ό,τι θα δικαιολογούντο αν δεν είχε μεσολαβήσει η παρέμβαση του στρεβλωτή, ή της αυτοτροφοδοτικής κυκλικότητας. Σε τέτοιο βαθμό που όταν αποκαλυφθεί η πλάνη, το σύστημα οδηγείται σε βίαιη “διόρθωση”, δηλαδή σε γενική κατάρρευση τιμών.
Από τους άνω “στρεβλωτές” ευκολότερα μπορεί να κατανοηθεί η μεσοβραχυπρόθεσμη επίδραση των δύο πρώτων, ενώ ο τρίτος δεν έχει τύχει νομίζω (χωρίς να είμαι οικονομολόγος) ιδιαίτερης (ή έστω αντίστοιχης) ανάλυσης. Μάλιστα πολλοί θα διαφωνούσαν καν ότι πρόκειται για “στρεβλωτή”. Άλλωστε στην τεχνολογική πρόοδο, θα αντέτασσε εύλογα κάποιος, έγκειται σε πολύ μεγάλο βαθμό το θαύμα της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης των τελευταίων 500 χρόνων, και εκεί επίσης εναποτίθενται και οι ελπίδες της ανθρωπότητας για τα επόμενα τουλάχιστο 500 χρόνια. Πώς λοιπόν να κάνει λόγο κανείς για στρέβλωση της λειτουργίας της αγοράς;
Υπάρχει και μια άλλη παράμετρος που απλώς αναφέρω χωρίς να εκτιμήσω παραπέρα: οι “στρεβλώσεις” για τις οποίες γίνεται λόγος, και οι παρεπόμενες οικονομικές κρίσεις που δημιουργούν, δεν είναι αποκλειστικά φαινόμενα μόνον αρνητικά. Αυτή η ευρύτερη παρατηρούμενη κυκλικότητα (boom & bust) έχει κατά γενική ομολογία και θετικές επιπτώσεις. Οι κρίσεις είναι περίοδοι μεγάλης επιτάχυνσης δομικών αναγκαίων αλλαγών, που συνεισφέρουν με θετικό ισοζύγιο στην πρόοδο σε βάθος μακρού χρόνου. Διευκολύνουν ένα ξεσκαρτάρισμα και μια ανασύνθεση και αναδιάταξη των παιχτών. Οι ωδίνες των κρίσεων τίκτουν πρόοδο, συνήθως με πολύ πόνο και πολλά δάκρυα.
Αλλά επανερχόμενος στους τρεις άνω “στρεβλωτές”, νομίζω ότι είναι πολύ πιο εύκολο (σχεδόν αυτονόητο) να καταλάβουμε την επίδραση του πρώτου. Η συμπεριφορά παιχτών επηρεάζεται από προσδοκίες. Η δε ύπαρξη των προσδοκιών ανατροφοδοτεί τις προσδοκίες. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα τις δικής μας χρηματηστηριακής κρίσης στο τέλος της δεκαετίας του ’90: ο λόγος που σχεδόν όλοι οι Έλληνες προσελκήθηκαν να επενδύσουν στο χρηματηστήριο ήταν η ύπαρξη μεγάλων προσδοκιών κέρδους. Η αναγνώριση της γενικευμένης έλξης που αυτές οι προσδοκίες προξενούσαν σε όλους σχεδόν τους παίχτες, ανατροφοδοτούσε τις προσδοκίες. “Όλοι παίζουν”, συλλογιζόταν ο καθένας παίχτης. Άρα υπάρχει διαρκής, και διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση. Άρα η ζήτηση ωθεί σε διαρκώς υψηλότερα επίπεδα τιμών. Άρα η προσδοκία υψηλότερων επιπέδων, ωθεί όλους να “επενδύουν”. Το αέναο του φαινομενικά “ενάρετου” αυτού κύκλου έπειθε και τους πιο δύσπιστους ακόμη και δάνεια να παίρνουν για να παίξουν στο χρηματιστήριο. Άρα η τρέχουσα (φυσιολογική τρόπον τινά) ζήτηση στρβλώθηκε εξαιτίας της ψευδαίσθησης ασφάλειας και βεβαιότητας που η ψυχολογία του πλήθους δημιουργούσε. Η αγορά έμοιαζε με ένα μεγάλο σμήνος ρέγγες. Όλες στρέφονται ξαφνικά προς την ίδια κατεύθυνση.
Η αντιστροφή της ψυχολογίας (με οποιαδήποτε αφορμή) οδηγεί σε ξαφνικό ξεφούσκωμα (άλλως κραx). Η επιστροφή του εκκρεμούς προς την αντίθετη κατεύθυνση είναι εξίσου βίαιη – οι ρέγγες όλες μαζί κάνουν την αναπάντεχη στροφή με σχεδόν απόλυτο συντονισμό. Εκεί που όλοι αγόραζαν, τώρα όλοι πουλούν. Εκεί που μύριζαν κέρδος, τώρα μυρίζονται αίμα.
Τα δανεικά και οι γενικευμένες πιστώσεις έχουν παρόμοιες συνέπειες. Οδηγούν σε αύξηση της ρευστότητας, που με τη σειρά της οδηγεί σε αύξηση της ζήτησης, που ωθεί τις τιμές προς τα πάνω. Οι κατά καιρούς (ιδία οι πλέον πρόσφατες) κρίσεις στις κτηματαγορές (βλέπε subprime στις ΗΠΑ, Βρετανία – καθώς και πιο πρόσφατα στην Ισπανία και Ιρλανδία) είναι χαρακτηριστικότατα παραδείγματα:
Οι τράπεζες έρχονται και δίνουν στεγαστικά δάνεια. Εκεί που πριν χρόνια κάποιος αποταμίευε 10 – 15 χρόνια για να αγοράσει μια κατοικία, ξαφνικά μπορεί να αγοράσει (με δανεικά) άμεσα, με την προϋπόθεση ότι πρέπει όμως να ξεπληρώσει το στεγαστικό δάνειο. Η γενικευμένη χορήγηση τέτοιας πίστεως σε δυνητικά όλα σχεδόν τα νοικοκυριά, οδήγησε όπως ήταν φυσικό σε ραγδαία άνοδο της ζήτησης, που είχε ως συνέπεια την άνοδο των τιμών. Αυτό ήταν καλό και για τον αγοραστή και για την τράπεζα. Η τράπεζα αποκτούσε περισσότερη εξασφάλιση, ενώ ο αγοραστής έβλεπε να αυξάνεται ραγδαία η υπεραξία του ακινήτου του. Όσο πιο μεγάλη η αρχική τιμή, τόσο πιο μεγάλο το κέρδος από την αύξηση της υπεραξίας. Όσο πιο πολλά σπίτια αγόραζε κανείς, τόσο πιο πολύ το κέρδος. Αφού λοιπόν, όλοι κέρδιζαν, και υπήρχε η επί δεκαετίες εδραιωμένη πεποίθηση της αέναης αύξησης της αξίας των ακινήτων, όλοι έσπευδαν να αγοράζουν, και όλοι βέβαια με δανεικά. Μέσα σε 20-30 χρόνια οι αξίες αυξήθηκαν μέχρι και 300% (ή και παραπάνω).
Οι τράπεζες διέγνωσαν μια ευκαιρία. Κατάλαβαν πως όσο περισσότερα δάνειζαν, τόσο πιο πολλά θα κέρδιζαν. Τα δάνεια έμοιαζαν ασφαλή. Η ασφάλεια όμως βρισκόταν στην μελλοντική υπεραξία που αναμενόταν με βεβαιότητα. Πολλές τράπεζες άρχισαν να δανείζονται από τη λεγόμενη διατραπεζική αγορά, προκειμένου να δανείσουν. Αχόρταγοι τραπεζίτες κυνηγούσαν αχόρταγους “επενδυτές”. Στη διατραπεζική αγορά άρχισαν να κυκλοφορούν απίθανα “προϊόντα” κύριο χαρακτηριστικό των οποίων ήταν η ενεχυρίαση μελλοντικών προσδοκιών, με ταυτόχρονη εγγύηση πιθανών απωλειών (hedging). Ο καπιταλισμός από σύστημα ανταλλαγής αξιών, έγινε φάμπρικα παραγωγής αέρα με ενέχυρο αέρα, έναντι ασφάλισης από αέρα. Πουλούσαν προσδοκία κέρδους την οποία εκάλυπταν με την ίδια την προσδοκία του κέρδους, ως τεχνητή (επίπλαστη) αξία – στη βάση πάντα της ορθόδοξης λογικής ότι όλα έχουν μια υποκειμενική αξια, όση συμφωνούν ο αγοραστής με τον πωλητή, ακόμη και ο αέρας.
Στα χαρτιά, όλοι έμοιαζε να πλουτίζουν, και μαζί και οι κυβερνήσεις που εισέπρατταν φόρους από τις αεριτζήδικες συναλλαγές. Η συνέπεια της γενικευμένης πίστωσης ήταν να αυξηθούν τόσο οι αξίες των ακινήτων και τόσο ταχύτερα σε σχέση με την αξία της εργασίας, ώστε ενώ πριν ας πούμε 30 χρόνια ένα μέσο σπίτι κόστιζε κατά μέσο όρο 10-15 χρόνια εργασίας (αποταμίευσης) για ένα μέσο εργαζόμενο σήμερα δεν φτάνουν ούτε 35 χρόνια. Η διαφορά είναι σε αυτό που λέμε the present value of money (η παρούσα αξία του χρήματος), ή η συνάρτηση του χρόνου προς το χρήμα.
Η γενικευμένη παροχή πίστης μας έκανε όλους φτωχώτερους, όχι πλουσιώτερους. Πλουσιώτερες έγιναν βεβαίως οι τράπεζες. Με τα τεράστια ποσά που εισέπραξαν και εισπράττουν σε τόκους, οι τράπεζες που φαινομενικά οδήγησαν στην εκπλήρωση του ονείρου όλων μας (να αγοράσουμε ένα σπίτι), στην πραγματικότητα επιβάρυναν αυτό το όνειρο απίστευτα. Σε περιοχές όπου δεν υπάρχει αντίστοιχα οργανωμένο τραπεζικό σύστημα (π.χ. βόρεια Κύπρος) μπορεί κανείς να αγοράσει ένα σπίτι με 5 χρόνια δουλειάς. Η σχέση αξίας γής προς αξία εργασίας ευνοεί την αξία της εργασίας. Ο μέσος άνθρωπος συνήθως έχει να ανταλλάξει την αξία της εργασίας του για να αποκτήσει έναντι αυτής άλλα αγαθά. Όμως σε περιοχές με ανεπτυγμένο τραπεζικό σύστημα, η γενικευμένη πίστη οδηγεί σε τέτοια τεραττώδη αύξηση τιμών, ώστε ο λόγος της αξίας της εργασίας προς την αξία των ακινήτων είναι συντριπτικά σε βάρος της αξίας της εργασίας. Η ανάπτυξη του τραπεζικού συστήματος έχει οδηγήσει σε ραγδαία επιδύνωση αυτού του λόγου.
Η κτηματαγορά δεν είναι το μόνο παράδειγμα. Η προσφορά τραπεζικής πίστεως οδηγεί σε αύξηση της παρούσης κατανάλωσης σε βάρος της μελλοντικής. Μεταφέρει χρονικά την κατανάλωση (πρόσκαιρα πάντα) από το μέλλον στο παρόν – αυτό βεβαίως αποτελεί “φούσκα”. Η συνέπεια είναι πάντα η αύξηση της ζήτησης, και η αύξηση των τιμών. Ό,τι παίρνουμε με δανεικά, δεν μας κοστίζει μόνο περισσότερο επειδή θα πληρώσουμε τόκους, αλλά κοστίζει περισσότερο σήμερα ακριβώς διότι η τραπεζική ρευστότητα στρέβλωσε την αγορά και διέστειλε τη γενική ζήτηση. Το πρόβλημα είναι πως κάποια στιγμή πρέπει κανείς να ξεπληρώσει τα δανεικά (ιδιωτικά ή δημόσια). Όταν φτάσει εκείνη η ώρα, η αναπότρεπτη συνέπεια είναι το ξεφούσκωμα. Η αλλαγή ψυχολογίας, η ανάγκη μείωσης της κατανάλωσης προκειμένου να εξοικονομηθούν πόροι για αποπληρωμή των χρεωστουμένων, οδηγεί σε καθίζηση των αξιών. Όπου όλοι αγόραζαν, τώρα όλοι πουλούν.
Στο ξεκίνημα του (στην Αναγέννηση) το τραπεζικό σύστημα και η πίστη ήταν μια εντυπωσιακή εφεύρεση του καπιταλισμού, και έπαιξε κομβικό ρόλο στην παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη. Βασιζόταν σε γερές βάσεις όμως. Από τη μια προσέλκυση κεφαλαίων μέσω καταθέσεων, και από την άλλη επένδυση κεφαλαίων σε επενδυτικά προγράμματα. Τα τελευταία 30-40 χρόνια όμως έγινε στροφή προς την καταναλωτική πίστη (περιλαμβανομένης της στέγης). Η συνέπεια ήταν η στρέβλωση της αγοράς. Με παρόμοιο (αλλά κάπως πιο περίπλοκο) τρόπο προξενήθηκε και η υπερχρέωση των κυβερνήσεων – όμως ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός χρειάζεται (αλλά και ήδη λαμβάνει) ξεχωριστή ανάλυση αλλού.
Εκείνο λοιπόν που μένει αδιευκρίνιστο είναι η επίπτωση στην αγορά (σε μακρότατο βάθος χρόνου) του εκσυγχρονισμού των μέσων παραγωγής. Υπάρχει σχετικά ένα φαινομενικό παράδοξο, που μπορεί να γίνει κατανοητό με ένα παράδειγμα:
Έστω ένα εργοστάσιο παραγωγής αυτοκινήτων. Έστω πριν 60 χρόνια η γραμμή παραγωγής είχε μηνιαία δυναμικότητα 100 οχημάτων με 200 εργαζομένους. Το κάθε όχημα εκείνη την εποχή ήταν συγκριτικά πολύ πιο ακριβό από ό,τι σήμερα (εν σχέση προς την μέση αγοραστική δυνατότητα του μέσου αγοραστή). Με διάφορους αυτοματισμούς, το εργοστάσιο σήμερα παράγει 1000 οχήματα το μήνα, με μόλις 50 εργαζόμενους. Σε απόλυτες τιμές η αξία έκαστου οχήματος είναι περίπου το 1/10 εκείνης προ 60 ετών (αν και τεχνολογικά είναι σήμερα πολύ καλύτερα). Η αύξηση της παραγωγικότητας ανά εργαζόμενο (σε αριθμό οχημάτων) είναι δραματική (4.000%). Αλλά και η αύξηση σε σταθερές τιμές της συνολικής αξιας των παραγόμενων οχημάτων είναι εντυπωσιακή (400%). Αυτό αποτελεί αναμφίβολη και εξώφθαλμη πρόοδο: και η προστιθέμενη αξία ανά μονάδα εργασίας έχει πολλαπλασιαστεί, αλλά και η τιμή του παραγόμενου προϊόντος έχει υποπολλαπλασιαστεί (προς όφελος του καταναλωτή) ενώ και η ποιότητα έχει βελτιωθεί. Πώς λοιπόν μπορεί να μιλάμε για στρέβλωση της αγοράς;
Αξίζει να προχωρήσουμε λίγο το συλλογισμό: Έστω η εταιρία τα επόμενα χρόνια σχεδιάζει να αντικαταστήσει όλους τους εργαζόμενους (πλην ενός) με ρομπότ. Άλλωστε οι συνθήκες εργασίας στη γραμμή παραγωγής, όπως παρατηρούσε και το συνδικάτο, δεν είναι ανθρώπινες. Αντί για 50 εργαζομένους, θα υπάρχει μόνο ένας επιστάτης που θα πατά τα κουμπιά. Η δυναμικότητα θα αυξηθεί από 1.000 σε 10.000 οχήματα το μήνα. Το κόστος εκάστου οχήματος θα μειωθεί στο μισό. Να λοιπόν κι άλλη πρόοδος. Οι εργαζόμενοι απαλλάσσονται από μια απάνθρωπη εργασία, η προστιθέμενη αξία ανά μονάδα εργασίας (και η παραγωγικότητα) αυξάνονται πάλι εκθετικά, το κόστος του προϊόντος μειώνεται προς όφελος του καταναλωτή, άρα όλα καλά. Πού είναι το παράδοξο;
Το παράδοξο έγκειται στην τύχη των λοιπών εργαζομένων. Το εργοστάσιο έδινε αρχικά ψωμί σε 200 οικογένειες, που με τον καιρό μειώθηκαν σε 50, και τώρα σε 1. Το ερώτημα είναι, τί συμβαίνει με τους 199 που έχασαν τη δουλειά τους; Η κλασσική (και νομίζω καταρχήν ορθή) απάντηση είναι ότι η επιτευχθείσα αύξηση παραγωγικότητας έχει πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στην οικονομία και βοηθεί τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας σε άλλους πιο σύγχρονους και δυναμικούς τομείς. Η μείωση του κόστους παραγωγής των οχημάτων επιτρέπουν στους καταναλωτές να αγοράζουν άλλα προϊόντα και υπηρεσίες με το συγκριτικά μεγαλύτερο εναπομένον διαθέσιμο εισόδημα τους. Έτσι η οικονομία "γυρίζει" και νέες δουλειές δημιουργούνται. Οι 199 δεν έμειναν άνεργοι, απλά απορροφήθηκαν αλλού.
Η ανταπάντηση των σκεπτικιστών είναι επίσης εύλογη: μα πώς γίνεται αν ο εκσυγχρονισμός των μέσων παραγωγής αφορά όχι μόνο το συγκεκριμένο υποθετικό εργοστάσιο του παραδείγματος μας, αλλά αφορά όλα τα εργοστάσια του κόσμου; Που θα απορροφηθούν οι 199 άνεργοι της ιστορίας μας;
Ενώ το πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στην οικονομία καταφάσκεται, και η μείωση των τιμών των προϊόντων είναι πάντα κάτι θετικό για τους καταναλωτές, υπάρχει σε αυτή τη συλλογιστική ένα πρόβλημα, και ένα προαπαιτούμενο: Το προαπαιτούμενο είναι ότι ο μέσος καταναλωτής πρέπει να διαθέτει διαθέσιμο εισόδημα (άρα να έχει δουλειά). Το πρόβλημα είναι ότι ο γενικευμένος εκσυγχρονισμός σε βάθος χρόνου οδηγεί όλο και περισσότερο κόσμο στην ανεργία, με αποτέλεσμα να υποστεί καθίζηση η ζήτηση και άρα η κατανάλωση, έτσι ώστε κάτι που καταρχήν φαινόταν εξώφθαλμα θετικό, να λειτουργήσει στο τέλος ως μπούμεραγκ.
Στο βάθος του χρόνου (σε 200 ή 500 χρόνια ας πούμε), θα είναι εύλογο να υποθέσει κανείς ότι όλες οι παραγωγικές δράσεις σε όλο τον κόσμο θα έχουν αυτοματοποιηθεί (ακόμη και ο ένας που τώρα πατάει τα κουμπιά, θα έχει πάει στο σπίτι του και τη δουλειά του θα την κάνει κάποια τεχνητή νοημοσύνη). Ποιά θα είναι η επίπτωση μιας τέτοιας εσχατολογικής εξέλιξης στην αγορά και τους μηχανισμούς της; Με άλλα λόγια, πώς τότε, σε ένα τέτοιο εσχατολογικό σενάριο θα διαμορφώνονται οι τιμές και πώς θα διανέμεται ο πλούτος;
Η πλήρης αυτοματοποίηση της παραγωγής, θα νόμιζε κανείς ότι θα οδηγούσε σε δημιουργία απόλυτης ευμάριας. Όμως είπαμε πως αγορά είναι ένας ανταλλακτικός μηχανισμός όπου ανταλλάσσονται ανάγκες με πλεονάσματα (εν γένει αξίες). Η πλέον βασική μονάδα αξίας που ανταλλάσσει ο μέσος παίχτης σήμερα είναι η εργασία του. Όταν περίπου όλες οι ανάγκες θα έχουν ικανοποιηθεί, και όταν ο μέσος άνθρωπος δεν θα έχει το ανταλλακτικό μέσο της εργασίας του, τί θα κομίζουν οι διάφοροι παίχτες στην αγορά;
Ίσως η αγορά αυτή ετούτου του ουτοπικού μέλλοντος να μοιάζει πολύ με την αγορά της αρχαίας Αθήνας, όπου οι πολίτες αντάλλασσαν το προϊόν εργασίας όχι δικής τους, αλλά αλλότριας (των δούλων τους) και το θέμα μετατίθεται πάντα στον έλεγχο των μέσως παραγωγής. Όμως εκείνη ήταν αφενός γενικά μια κοινωνία όπου τα αγαθά κατά πολύ υπολείπονταν των αναγκών, ώστε αυτό στήριζε τις τιμές. Όμως μια ουτοπική μελλοντική κοινωνία σαν αυτή που περιγράφουμε εδώ, δε έπεται πως θα απαρτίζεται από ιδιοκτήτες των (αυτοματοποιημένων) μέσων παραγωγής (ως ήταν οι Αθηναίοι δουλοκτήτες). Υπάρχει ο κίνδυνος να απαρτίζεται απλώς από άνεργους χωρίς κανένα εισόδημα.
Το κλειδί ετούτου του γρίφου είναι το εξής: η αέναη αύξηση της παραγωγικότητας, θα οδηγήσει μοιραία σε μείωση της απασχόλησης. Προκειμένου αυτή να μη συνοδευτεί με κατάρρευση της ζήτησης, θα πρέπει τόσο η προοδευτική μείωση της απασχόλησης, όσο και η προοδευτική αύξηση της παραγωγικότητας να διαχέεται στον ευρύτερο πληθυσμό, θα πρέπει δηλαδή, κατά κάποιο τρόπο να “κοινωνικοποιείται” σταδιακά η υπεραξία της τεχνολογικής προόδου. Διαφορετικά η γενικευμένη (δηλαδή παγκόσμια) πρόοδος σε βάθος χρόνου θα επιφέρει απρόβλεπτες ανισορροπίες. Υπό αυτή την άποψη ίσως είχε δίκιο τελικά ο Μάρξ, υπό μια εντελώς απροσδόκητη και αμιγώς καπιταλιστική οπτική.
Βέβαια προς το παρόν πολύ απέχουμε από μια ευθύγραμμη πορεία προς αυτή την προοπτική. Είμαστε άλλωστε στο μέσο μιας περιόδου “προσαρμογής” (ή “διόρθωσης”) του παγκόσμιου οικονομικού οικοδομήματος. Έτσι μοιραία οι τρέχουσες αναλύσεις έχουν ορίζονται εξαμήνου το πολύ, και ορθά. Αλλά διανοητικά, αξίζει πού και πού να ψηλαφούμε το μεγάλο καμβά του κόσμου.

No comments:

Post a Comment