Friday, 21 January 2011

Η Χώρα των Λωτοφάγων


Ήταν κάποτε μια μεγάλη πανέμορφη λίμνη. Τα νερά ακύμαντα και ακίνητα. Μέσα ήταν βαρκούλες και καραβάκια. Και σε κάθε βαρκούλα υπήρχαν ψαράδες και κωπηλάτες. Το ψάρεμα δεν ήταν εύκολο, ήταν όμως σίγουρο. Αυτή τη λίμνη ας την ονομάσουμε “Λίμνη της Αρετής”. Είναι ας πούμε η λίμνη της δημοσιονομικής πειθαρχίας, και οι βαρκούλες
και τα καραβάκια διαφόρων μεγεθών είναι οι διάφορες χώρες.

Κάποια μέρα μαθεύτηκε πως από μια άκρη της λίμνης ξεκινούσε ένας ποταμός, που όμως κανείς δεν ήξερε που κατέληγε. Μαθεύτηκε επίσης πως στις όχθες του ποταμού υπήρχαν σε αυθονία θρεπτικότατοι και νοστιμότατοι λωτοί. Σιγά – σιγά κάποιες βαρκούλες ξεθάρεψαν και άρχισαν να αρμενίζουν στις όχθες του ποταμού. Ο ποταμός ήταν ήρεμος και βαθύς. Η τροφή στις όχθες του αύθονη και εύκολη. Γιατί να κάνουν υπομονή να τσιμπήσουν τα ψάρια στη λίμνη; Γιατί να κωπηλατούν αδιάκοπα για τα ρίχνουν και να μαζεύουν τα δίχτυα τους; Αρκούσε να απλώσουν άκοπα τα χέρια τους στις όχθες του ποταμού για να μαζέψουν αύθονους λωτούς. Ας ονομάσουμε αυτό τον ποταμό “Ποτάμι της Πλάνης” που αντιστοιχεί βεβαίως στο δημοσιονομικό χρέος, και οι λωτοί ας φανταστούμε πως είναι τα εύκολα δανεικά.

Στην αρχή, κανείς δεν πρόσεξε πως ο ποταμός (όπως όλοι οι ποταμοί) είχε ένα ανεπαίσθητο ρεύμα που απομακρυνόταν από τη Λίμνη της Αρετής. Οι βαρκούλες που μπήκαν μέσα αφού πρώτα κατανάλωσαν τους λωτούς που ήταν πιο κοντά στη λίμνη έπρεπε να συνεχίσουν σιγά-σιγά να κατηφορίζουν τον ποταμό (που ας πούμε είχε κατεύθυνση προς νότο). Υπήρχαν κι άλλοι λωτοί παρακάτω, και ακόμη περισσότεροι πιο κάτω. Όλα έμοιαζαν τέλεια. Μάλιστα κι αυτό το ανεπαίσθητο ρεύμα (προς νότον) ωθούσε τις βαρκούλες προς την “σωστή” κατεύθυνση. Όχι μόνο οι όχθες του Ποταμού της Πλάνης ήταν γεμάτοι λωτούς, αλλά ο ίδιος ο ποταμός οδηγούσε τους λωτοφάγους πιο κάτω και πιο κάτω, εκεί που είχε κι άλλους λωτούς. Όχι μόνο δεν χρειαζόταν να ψαρεύουν πια, αλλά ούτε και να κωπηλατούν.

Έτσι σταδιακά ψαράδες και κωπηλάτες παρέτησαν τη δουλειά τους, παραμέρισαν τα δίχτυα, τις πετονιές και τα κουπιά τους και γίναν όλοι αμέριμνοι λωτοφάγοι. Ο καπετάνιος και οι αξιωματικοί ήταν περισσότερο δημοφιλείς παρά ποτέ. Κανείς δεν πρόσεξε που με τον καιρό οι χειροδύναμοι κωπηλάτες πλαδάρωσαν κι έκαναν κοιλιές.

Σιγά-σιγά το ανεπαίσθητο ρεύμα του ποταμού έγινε αρκετά αισθητό, και όλο και δυνάμωνε. Τώρα ήταν εμφανής η ροή κατά νότο, όλο και μακρύτερα από τη Λίμνη της Αρετής. Ένας ή δύο που το πρόσεξαν και τόλμησαν να διατυπώσουν μια έγνοια, γιουχαϊστηκαν από όλους τους άλλους. Κι αν τελειώσουν κάποια στιγμή οι λωτοί, πώς ξαναγυρίζουμε στη σιγουριά της Λίμνης της Αρετής; Οι άλλοι γέλασαν και συνέχισαν να καταβροχθίζουν τους λωτούς.

Μια από τις βαρκούλες που είχαν κατηφορίσει τον Ποταμό της Πλάνης ήταν με γαλάζια χρώματα και η γνώριμη Ελλαδίτσα μας. Αυτή μάλιστα βρέθηκε κάποια στιγμή πιο μπροστά από όλες τις άλλες και αμέριμνοι οι επιβαίνοντες νόμιζαν πως ήταν οι καλύτεροι της παρέας. Χρεώθηκε η Ελλαδίτσα όλο και πιο πολύ – όλο και πιο πολύ κατηφόριζε προς το άγνωστο η βαρκούλα κινούμενη από ένα διαρκώς ενδυναμούμενο ρεύμα.

Ένα πρωί ο βιγλάτορας που κοίταζε από ψηλά προς νότο, να δεί που τέλος πάντων πάει αυτή η βάρκα, είδε από μακριά ένα σύννεφο στον ορίζοντα εκεί που χανόταν ο ποταμός. Τί να σημαίνει άραγε; Ο καπετάνιος έκαμε συμβούλιο με τους αξιωματικούς, και όλοι συμφώνησαν πως το πιθανότερο ήταν να είναι ένας καταρράκτης. Όταν όμως ρώτησαν τί να κάνουν, οι αξιωματικοί όλοι είδαν τους λωτοφάγους και φοβήθηκαν. Με τί μούτρα να τους πούμε τώρα να πάμε πίσω; Θα μας πάρουν με τις κλωτσιές. Θα πάψουμε να είμαστε δημοφιλείς. Ο καπετάνιος στην αρχή ανησύχισε αλλά μετά κάποιοι τον έπεισαν πως έχουμε ακόμη καιρό. Ας φάμε ακόμη λίγο από τα εύκολα, κι αυτό θα μας δώσει δύναμη να ξαναπιάσουμε τα κουπιά. Για καλού κακού ας βάλουμε έναν κωπηλάτη να τραβάει κουπί κόντρα στο ρεύμα. Αυτό που χρειάζεται είναι μια ήπια προσαρμογή.

Βέβαια οι προσπάθειες του ενός κωπηλάτη μόνο κατ’ ελάχιστο επιβράδυναν την πορεία της Ελλαδίτσας προς τον γκρεμό. Και το ρεύμα όλο και δυνάμωνε και ο γκρεμός όλο και πλησίαζε.

Ο καπετάνιος που την τελευταία στιγμή αναλογίστηκε τις ευθύνες του, φώναξε τους λωτοφάγους και τους είπε πώς έχουν τα πράγματα. Να αφήσουμε το φαγοπότι και να πιάσουμε όλοι κουπί. Όλοι θύμωσαν, τόσο που τον πέταξαν από τη βάρκα και μετά έβαλαν στη θέση του καινούργιο καπετάνιο που τους καθησύχασε λέγοντας λωτοί υπάρχουν. Καταρράκτης δεν υπάρχει. Κι αν υπάρχει, έχουμε ακόμη αύθονο περιθώριο, να συνεχίσουμε το φαγοπότι πριν χρειαστεί να πιάσουμε τα κουπιά. Το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να βάλουμε κι ένα δεύτερο κωπηλάτη. Όμως ο δεύτερος κωπηλάτης δεν έκαμε διαφορά γιατί στο μεταξύ το ρεύμα του ποταμού όλο και δυνάμωνε.

Την άλλη μέρα, η διάθεση στο καράβι άλλαξε. Ο αχός του καταρράκτη ακουγόταν πλέον από το κατάστρωμα. Όλοι άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι και γκρεμός υπάρχει και πως η κατάσταση δεν είναι τόσο ρόδινη. Υπάρχει ορατός κίνδυνος.

Ο καπετάνιος ανέβηκε στο ψηλότερο κατάρτι, που το λέγαν Νταβός, και είδε από μακριά τον καταρράκτη με τα μάτια του. Όταν κατέβηκε ήταν αλλαγμένος. Στριφογυρίστηκε και προσπάθησε να σκεφτεί μια λύση. Κοίταξε τη βάρκα του. Πώς είχε αλλάξει, από τότε που ήταν στην Λίμνη της Αρετής! Αγνώριστη. Οι λωτοφάγοι όλοι πλαδαροί και κοιλαράδες! Ακόμη και το κύτος της βάρκας έμοιαζε να έχει ξεχυλώσει, τόσο που παρουσίαζε ευρύτερη επιφάνεια επάνω στο νερό. Είχε μαγαλύτερη οπισθέλκουσα και ήταν πολύ πιο δύσκολη να την κουμαντάρει κανείς. Ο καπετάνιος τα χρειάστηκε. Άρχισε να λέει την αλήθεια στους λωτοφάγους. Οι λωτοφάγοι όμως είχαν αποκτήσει μια εξάρτηση στους λωτούς. Από τη μια καταλάβαιναν αυτά που τους έλεγε ο καπετάνιος, από την άλλοι δεν ήθελαν να ξεβολευτούν. Όλοι έλπιζαν ότι κάποιος άλλος θα πιάσει τα κουπιά, κι ότι αυτοί θα συνεχίσουν το φαγοπότι. Έτσι όλοι άφηναν στους άλλους την ευθύνη, κι όλοι συνέχιζαν να διαγκονίζονται ποιός θα καταβροχθίσει τους πιο πολλούς λωτούς.

Στο τέλος ο καπετάνιος έπιασε το μαστίγιο και υποχρέωσε μερικούς να ριχτούν στα κουπιά. Αυτοί βέβαια υποχρεώθηκαν σε υποχρεωτική δίαιτα. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο, η εικόνα άρχισε να αλλάζει. Η βάρκα, που μέχρι εκείνη τη στιγμή αρμένιζε αμέριμνα, τώρα έδειχνε να έχει ένα σκοπό. Βέβαια πολλοί συνέχιζαν τη λωτοφαγία και το τεμπελιό, όμως όλο και περισσότεροι σιγά-σιγά έπιαναν τα κουπιά, υποκύπτοντας στην πειθώ του μαστιγίου. Ο λοστρόμος των οικονομικών τους έδινε το ρυθμό. Και όλο έριχνε ματιές απ’ έξω. Κοίταζε να δει αν όλη αυτή η προσπάθεια των κωπηλατών (που τώρα άρχισαν να κάνουν μπράτσα) έφερνε αποτέλεσμα. Αν η πορεία προς τον γκρεμό είχε σταματήσει.

Δυστυχώς, παρότι η βάρκα όλο και αύξανε την ταχύτητα της σε σχέση με (και κόντρα προς) το ρεύμα, το ίδιο το ρεύμα συνέχιζε να αυξάνει την ταχύτητα του προς την αντίθετη κατεύθυνση τόσο που η βάρκα συνέχιζε να πηγαίνει προς τον καταρράκτη. Κωπηλατούσαν κοπιωδώς προς βορά, αλλά η βάρκα συνέχιζε να πηγαίνει προς νότο. Σταδιακά, όλο και περισσότεροι συνειδητοποίησαν το πρόβλημα. Με το μαστίγιο παρέτησαν τους λωτούς και πιάσαν τα κουπιά.

Ο καπετάνιος ξαναέκαμε συμβούλιο με τους αξιωματικούς. Τι να κάνουμε; Ζήτησε από το λοστρόμο των οικονομικών να του εξηγήσει λεπτομερείς υπολογισμούς. Ο λοστρόμος του εξήγησε ότι ο ρυθμός μετατροπής λωτοφάγων σε κωπηλάτες είναι πρωτοφανής και πρέπει να είναι περήφανοι γι’ αυτό. Η συνολική κωπηλατική δύναμη της βάρκας διαρκώς αυξάνεται. Όμως οι μέχρι στιγμής προσπάθειες δεν είναι αρκετές για να αντιστρέψουν τη ροπή της βάρκας προς τον γκρεμό. Παρολαυτά όλοι εξέφρασαν την ελπίδα πως όταν και ο τελευταίος λωτοφάγος τελικά ριχτεί στα κουπιά, θα μπορέσουν να ανακόψουν την πορεία στον γκρεμό.
Τότε κάποιος τους θύμισε πως και το ρεύμα δυναμώνει παράλληλα. Όσο πιο κοντά πλησιάζουμε τον καταρράκτη, τόσο πιο γρήγορα τρέχει το νερό. Κοιτάχθηκαν με τρόμο μεταξύ τους. Τότε ο λοστρόμος των οικονομικών που μέχρι τότε είχε ολοκληρώσει τους υπολογισμούς του, εξήγησε το εξής τρομακτικό: Υπάρχει μια νοητή γραμμή επάνω στον ποταμό, αρκετά κοντά στον γκρεμό, όπου το ρεύμα γίνεται τόσο δυνατό, ώστε όσο δυνατά κι αν κωπηλατούν όλοι μαζί, δεν θα μπορούν να αντισταθμίσουν τη δύναμη του ρεύματος. Ας την ονομάσουμε αυτή τη νοητή γραμμή (δανειζόμενοι την ορολογία από τις Μαύρες Τρύπες) ως τον “Ορίζοντα των Γεγονότων”. Επιτέλους κατάλαβαν ότι ο χρόνος αντίδρασης, κι όχι μόνο ο βαθμός της αντίδρασης ήταν κρίσιμος για τη σωτηρία τους. Δεν αρκούσε απλά η τελική μεγιστοποίηση της προσπάθειας. Έπρεπε αυτή η μεγιστοποίηση να γίνει έγκαιρα. Έπρεπε να αυξηθεί κατακόρρυφα ο ρυθμός μετατροπής λωτοφάγων σε κωπηλάτες. Κάποιοι έμπειροι αξιωματικοί όμως αντέτειναν πως αν ξαφνικά βγούν έξω με τα μαστίγια, οι λωτοφάγοι (που ούτως ή άλλως ήταν τυφλωμένοι από την εξάρτηση τους) θα επαναστατήσουν. Έπρεπε να συνεχίσουν να “χρησιμοποιούν το μαστίγιο με μέτρο”. Ο λοστρόμος των οικονομικών προσθάθησε να εξηγήσει τους κινδύνους από κάτι τέτοιο. Δεν είχαν πια περιθώρια για την παραμικρή καθυστέρηση.

Τότε κάποιος πετάχτηκε και είπε, και τί θα γίνει αν πέσουμε από τον γκρεμό; Γιατί να κοπιάζουμε, όταν μάλιστα όλοι οι κόποι μοιάζουν μάταιοι και ανεπαρκείς για να αντισταθμίσουν το πανίσχυρο πια ρεύμα του ποταμού; Άλλωστε, συνέχισε, το ποτάμι συνεχίζει και μετά τον καταρράκτη, οι πιο πολλοί από μας θα επιβιώσουν την πτώση, με λίγη τύχη η βάρκα θα βγει και πάλι στην επιφάνεια και έτσι απλά θα συνεχίσουμε και μετά τον γκρεμό τα ίδια. Όμως κάποιος του εξήγησε πως μετά τον γκρεμό δεν έχει ούτε άλλους λωτούς ούτε ψάρια, ούτε και επιστροφή στη Λίμνη της Αρετής. Μετά τον γκρεμό υπάρχει αβέβαιη προοπτική και βέβαιη πείνα.

Κι ενώ τα συζητούσαν όλα αυτά, κι ενώ διαρκώς αύξαιναν τις κωπηλατικές τους προσπάθειες, η βαρκούλα κυλούσε αναπότρεπτα ακόμη προς τον γκρεμό. Με δέος όλοι διαπίστωναν ότι πλησίαζαν διαρκώς τον Ορίζοντα των Γεγονότων.

Απ’ έξω από τις όχθες του ποταμού ένα άλλο αλισβερίσι ήταν σε εξέλιξη. Διάφοροι Λαιστρυγόνες (οι “Αγορές”) παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον. Φαίνεται πως και παλαιότερα το είχαν ξαναδεί αυτό το έργο. Μισόκλιναν τα μάτια και ζύγιαζαν τις απέλπιδες προσπάθειες των κωπηλατών κόντρα στο ορμητικό ρεύμα. Έβαζαν μεταξύ τους στοιχήματα. Θα κερδίσουν οι κωπηλάτες, ή ο ποταμός; Άλλοι πίστευαν πως η βάρκα τελικά θα φουντάρει, άλλοι πώς θα τα καταφέρει. Από παλιότερη εμπειρία ήξεραν πως δυο τρεις ξεμοναχιασμένες βαρκούλες στο παρελθόν που είχαν φτάσει τόσο κοντά στο χείλος του γκρεμού, τελικά τσακίστηκαν. Και έτσι περίμεναν στη βάση του καταρράκτη για να κάνουν πλιάτσικο. Μάλιστα τους λωτούς, αυτοί τους είχαν φυτέψει σε όλο το μήκος του ποταμού, για να πλανέψουν τις ανυποψίαστες βαρκούλες και να τις οδηγήσουν στον γκρεμό. Είχαν πολλά να κερδίσουν από τη λαφυραγωγία. Ακόμη κι αν δεν γκρεμίζονταν, οι βάρκες που κινδύνευαν πετούσαν όλο τους το φορτίο, προκειμένου να αλαφρύνουν και να σωθούν. Τα κέρδη για τους επιτήδειους Λαιστρυγόνες ήταν μεγάλα σε κάθε περίπτωση.

Εντωμεταξύ η βαρκούλα η Ελλάς ήταν πια πραγματικά αγνώριστη. Σχεδόν όλοι πια κωπηλατούσαν μανιωδώς. Όμως είχε πέσει πείνα (“Ύφεση”). Ούτε ψάρια υπήρχαν ούτε λωτοί. Ούτε χρόνος για ψάρεμα, ούτε χρόνος για συλλογή καρπών από τις όχθες. Τα πλαδαρά χέρια ξαναέγιναν σε ελάχιστο χρόνο μυώδη, όμως κινδύνευαν με εξάντληση από την αφαγία. Πάνω που ο χρόνος ήταν σύμμαχος, τώρα είχε γίνει αντίπαλος. Η παρατεταμένη υπερπροσπάθεια, με την παρατεταμένη δίαιτα κινδύνευε να τους οδηγήσει σε εξάντληση, οπότε ο κατακριμνισμός θα ήταν βέβαιος. Ήταν λοιπόν ανάγκη επιτακτική και επείγουσα, όχι απλώς να αντισταθμίσουν το ρεύμα του ποταμού πριν φτάσουν στον Ορίζοντα των Γεγονότων, αλλά και να επιστρέψουν βόρια όσο γίνεται πιο μακριά από τον γκρεμό, ώστε να ξεφύγουν από το δυνατό ρεύμα (δηλαδή να μειώσουν όχι μόνο το έλλειμμα, αλλά τελικά το χρέος ώστε να αρχίσει να μειώνεται το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, που απομηζεί όλους τους εθνικούς πόρους και όλες τις εθνικές προσπάθειες).

Όμως ο πρώτος στόχος, της σταθεροποίησης της βαρκούλας δεν είχε ακόμη κερδηθεί. Ο καπετάνιος με θλίψη του κατάλαβε ότι είχαν σχεδόν φτάσει τον Ορίζοντα των Γεγονότων, κι ότι οι δικές τους υπερπροσπάθειες ίσως τελικά δεν θα ήταν αρκετές για να βάλουν φρένο στην κατηφόρα. Ο λοστρόμος των οικονομικών μάταια έδινε όλο και πιο γρήγορο ρυθμό στους κωπηλάτες. Οι μισοί είχαν ήδη ξεμεσιαστεί. Τα χέρια τους και οι πλάτες τους είχαν ματώσει. Κι ο λοστρόμος όλο τους φώναζε να κάνουν πιο γρήγορα, πιο δυνατά.

Οι κωπηλάτες συλλογίστηκαν τις προειδοποιήσεις που είχαν λάβει πολύ πριν το ρεύμα γίνει τόσο ορμητικό. Ήταν θυμωμένοι με τους αξιωματικούς τους που δεν πήραν το μαστίγιο πιο νωρίς. Όμως ένιωθαν τύψεις και οι ίδιοι και τα έβαζαν και με τον εαυτό τους γιατί αφέθηκαν να εξαρτηθούν τόσο πολύ από τη λωτοφαγία, χωρίς να σκέφτονται τις συνέπειες. Κι όλο τραβούσαν τώρα κουπί, χωρίς να ξέρουν αν θα σωθούν, αν ποτέ θα ξαναδούν την Λίμνη της Αρετής.

Ο καπετάνιος σε μια τελευταία απέλπιδα προσπάθεια πήρε ένα μεγάλο χωνί και στράφηκε από τη γέφυρα της βαρκούλας να στείλει σήμα κινδύνου στα άλλα καραβάκια που ήταν ακόμη πιο ψηλά στον ποταμό, εκεί που το ρεύμα δεν ήταν τόσο δυνατό. Ευτυχώς 26 άλλα μικρομέγαλα τέτοια καραβάκια ήταν παλιοί καλοί φίλοι (“Ευρωπαϊκή Ένωση”), και σχεδόν τα μισά από αυτά έριχναν τα ίδια δίχτυα όταν ψάρευαν (“κοινό νόμισμα” – “Ευρωζώνη”). Θέλαν να βοηθήσουν, αλλά φοβούνταν πως αν έριχναν σκοινί, αντί να σώσουν την Ελλαδίτσα, θα πήγαιναν φούντο και οι ίδιοι. Μετά από πολλά παρακάλια, κι όταν πια βεβαιώθηκαν πως η ίδια η Ελλαδίτσα κωπηλατούσε με όλες τις τις δυνάμεις έχοντας επιβραδύνει αισθητά το ρυθμό της διολίσθησης προς τον γκρεμό, αποφάσισαν να ρίξουν σκοινιά να βοηθήσουν. Όλοι μαζί ρίχτηκαν τότε στα κουπιά. Όλοι κατάλαβαν πως η είσοδος στον Ποταμό της Πλάνης δεν ήταν και τόσο καλή ιδέα. Προσπαθώντας να σώσουν την Ελλαδίτσα, ήθελαν να σωθούν και οι ίδιοι από μια παρόμοια μοίρα. Είχαν όλοι μάθει το μάθημα τους. Ο Ποταμός της Πλάνης είναι ύπουλος. Σε αποκοιμίζει και μετά σε ρίχνει στον γκρεμό. Μακριά λοιπόν.

Ο λοστρόμος των οικονομικών άρπαξε τα σκοινιά που του πέταξαν οι φίλιες βαρκούλες με πρώτη και καλύτερη τη Γερμανία και αφού τα έδεσε καλά τα έδειξε θριαμβευτικά στο πλήρωμα. Σωθήκαμε, φώναξε. Όμως η αλήθεια είναι πως απλά κέριδαν λίγο χρόνο. Η διολίσθηση προς τον γκρεμό επιβραδύνθηκε αλλά δεν ανακόπηκε τελείως. Ο Ορίζοντας των Γεγονότων όλο και πλησίαζε.

Οι Γερμανίδα καπετάνιος άρχισε να στέλνει μηνύματα στον καπετάνιο της Ελλαδίτσας. Πρέπει του έλεγε να πετάξεις καθετί περιττό από τη βαρκούλα σου. Όποιος δεν είναι διατεθημένος να τραβήξει κουπί, ρίχτον στο ποτάμι. Ότι έχεις και δεν έχεις μέσα στη βάρκα ρίχτο έξω. Πάρε το ξεχυλωμένο κύτος και σφίξε το. Στένεψε τη, μίκρανε τη τη βαρκούλα σου για να παρουσιάζει λιγότερη αντίσταση στο ορμητικό ρεύμα, αλλιώς θα μας τραβήξετε όλους στο φούντο. Ο καπετάνιος της Ελλαδίτσας δίσταζε. Σκληρά του φαίνοντας αυτά τα μέτρα. Τότε η Γερμανίδα καπετάνισα του ξεκαθάρισε πως αν δεν έκανε ό,τι ήταν αναγκαίο, τότε αυτοί θα έκοβαν τα σκοινιά της σωτηρίας και θα σταματούσαν τις προσπάθειες διάσωσης μας για να μην πάνε κι εκείνοι στον γκρεμό μαζί μας.

Έτσι ο καπετάνιος της Ελλαδίτσας πήρε όλες τις αναγκαίες αποφάσεις. Πέταξε και ένα δυο αμετανόητους λωτοφάγους στο ποτάμι, μέχρι που όλοι είχαν πια ριχτεί στα κουπιά.

Για πρώτη φορά φάνηκαν οι πρώτες ελπίδες σωτηρίας, αλλά τίποτε δεν ήταν ακόμη βέβαιο. Οι Λαιστρυγόνες συνέχιζαν να στοιχηματίζουν στον κατακρεμνισμό της Ελλαδίτσας. Οι κωπηλάτες της συνέχισαν να ελπίζουν πως θα έβαζαν τελικά φρένο στη διολίσθηση προς τον Ορίζοντα των Γεγονότων που είχε πια φτάσει σε απόσταση αναπνοής από τη βαρκούλα.

Δυστυχώς η διήγηση της ιστοριούλας αυτής σταματάει κάπου εκεί. Το αποτέλεσμα παραμένει αβέβαιο. Η τελική σωτηρία, ή η τελική χρεωκοπία παραμένουν ως μελλοντικές εναλλακτικές πιθανότητες.

Αλλά ο καπετάνιος και οι αξιωματικοί της Ελλαδίτσας κατάλαβαν από αυτή την ιστορία τα εξής:
1. Χωρίς τη βοήθεια των φίλων θα είχαν σίγουρα πάει ήδη στον γκρεμό
2. Με τη βοήθεια των φίλων ίσως να σωζώντουσαν, όμως μόνο αν και οι ίδιοι προσπαθούσαν σκληρά.
3. Αν τελικά με υπεράνθρωπες προσπάθειες έβαζαν φρένο στην κατρακύλλα (μηδένιζαν το έλλειμμα), το μόνο που θα κατόρθωναν θα ήταν μια κατάσταση ακινησίας όπου το χρέος μεν δεν θα αυξάνεται αλλά θα χρειάζονται τεράστια πρωτογενή πλεονάσματα (6% του ΑΕΠ) μόνο και μόνο για να διατηρούν το χρέος στα ίδια επίπεδα (δηλαδή να μένουν στο ίδιο σημείο του ποταμού).
4. Ότι η μόνη μακροπρόθεσμη λύση θα ήταν να φύγουν μακριά από τον Ορίζοντα των Γεγονότων (που το ρεύμα είναι ορμητικό – τα τοκοχρεολύσια αφόρητα). Όσο πιο κοντά στη Λίμνη της Αρετής (μηδενισμός χρέους) τόσο πιο καλά. Όσο πιο λίγο χρέος, τόσο πιο λίγοι τόκοι, τόσο πιο λίγη εξουθενωτική προσπάθεια στα κουπιά. Τι απίστευτη σπατάλη πόρων και δύναμης, αλήθεια να προσπαθεί κανείς απλώς να αντιπαλεύει το ρεύμα (να πληρώνει τους τόκους) τραβώντας τόσο κουπί χωρίς στην πραγματικότητα να πηγαίνει πουθενά!
5. Ο δρόμος προς τη Λίμνη της Αρετής θα πάρει χρόνια, κόπους και θυσίες. Ο πραγματικός αγώνας δεν τελειώνει με το Μνημόνιο, με την αποτροπή του κατακριμνισμού, με το μηδενισμό του ελλείμματος. Ο αληθινός αγώνας τότε μόνο αρχίζει. Είναι ο αγώνας για το μηδενισμό του χρέους, για την ανάβαση του ύπουλου Ποταμού της Πλάνης για την τελική επιστροφή στη Λίμνη της Αρετής. Πόσο εύκολη ήταν η κατρακύλα, ακολουθώντας το ρεύμα, και πόσο κουπί θέλει η επιστροφή!
6. Αν θέμε να τα καταφέρουμε και να επιστρέψουμε στη Λίμνη της Αρετής, θα πρέπει για δεκαετίες να ξεχάσουμε τους λωτούς, να μείνουμε προσηλωμένοι στο στόχο, κι όταν το ρεύμα λίγο πιο βόρεια πάψει να είναι τόσο ορμητικό, θα πρέπει να θυμούμαστε το μάθημα που μάθαμε. Να μην ξεχαστούμε ξανά. Μην αφεθούμε, όταν νομίζουμε πως διαφύγαμε τον κίνδυνο. Μην πάρουμε ανάσες προτού φτάσουμε στη Λίμνη της Αρετής!

Ο εθνικός στόχος πρέπει να είναι η επιστροφή στη Λίμνη της Αρετής (μηδενισμός χρέους), όχι απλά η επιστροφή σε βοριότερο σημείο του ποταμού από το ρεύμα είναι ηπιότερο για να ξαναρχίσουμε τη λωτοφαγία (μερική μείωση χρέους για να αποκαταστήσουμε τη δανειοληπτική μας ικανότητα και να το ξαναρίξουμε στα δανεικά). Γιατί αν κάνουμε το δεύτερο θα πρέπει πάντα να ξοδεύουμε άδικα τις εθνικές μας δυνάμεις τραβώντας κουπί κόντρα στο ρεύμα (πληρώνοντας τόκους) και αργά ή γρήγορα η λωτοφαγία (τα εύκολα δανεικά) θα μας αποκοιμίσουν και πάλι με αποτέλεσμα να ξαναβρεθούμε στο χείλος της καταστροφής.

Όμως όλες αυτές οι ωραίες σκέψεις ήταν κάπως πρόωρες αφού προϋπέθεταν τη σωτηρία της βαρκούλας. Κι αυτή δεν ήταν ακόμη εξασφαλισμένη. Για τον μακρό αγώνα για την επιστροφή στη Λίμνη της Αρετής, ούτε κουβέντα δε γινόταν ακόμη. Μην τυχόν απελπιστεί το πλήρωμα τελείως στη σκέψη της προσπάθειας που θα απαιτηθεί και παραιτήσει τα κουπιά πάνω στην πιο κρίσιμη καμπή...

No comments:

Post a Comment