Sunday 23 October 2011

Τα 6 σημεία του Πολιτικού Ορίζοντα και ο Πολιτικός Κύβος



(“Δεξιά – Αριστερά”, “Μπρός – Πίσω” ή “Πάνω – Κάτω”;)







Σε φυσιολογικές περιόδους η πολιτική συζήτηση διεξάγεται κατά κύριο λόγο με αναφορά αφενός σε ένα οριζόντιο άξονα επιλογών στην οικονομική πολιτική ανάμεσα στην αριστερά και τη δεξιά καθώς και σε ένα κατακόρυφο (όρθιο) άξονα στην κοινωνική πολιτική (σε θέματα ατομικών δικαιωμάτων) στο δίπολο φιλελευθερισμού - συντηρητισμού. Μερικοί κάνουν το σφάλμα να συγχέουν το φιλελευθερισμό και το συντηρητισμό (το “πάνω-κάτω” της πολιτικής) με τις έννοιες της “δεξιάς-αριστεράς”. Όμως είναι σκόπιμο να θυμούμαστε πως αυτοί είναι απολύτως διακριτοί άξονες.



Σχηματικά μπορεί να λεχθεί ότι αριστερές θεωρούνται οι επιλογές που ευνοούν την εργασία σε μια αναδιανεμητική λογική, ενώ δεξιές εκείνες που ευνοούν το κεφάλαιο. Η πολιτική επεμβαίνει στην οικονομία μέσα από τη δημοσιονομική πολιτική και το εργατικό δίκαιο και κινείται πάνω στον οριζόντιο αυτό άξονα ανάλογα με τις επιλογές στη φορολογία καθώς και στις αντίστοιχες επιλογές στο πώς και πού και υπέρ ποίων ξοδεύονται τα χρήματα του κράτους. Ένα κράτος μπορεί για παράδειγμα να αυξήσει τους φορολογικούς συντελεστές στους πιο πλούσιους και να δώσει φοροαπαλλαγές στους πιο φτωχούς, για να αμβλύνει τις κοινωνικές ανισότητες, ή να κάνει το αντίστροφο για να προσελκύσει επενδύσεις και να συμβάλλει στη μείωση της φορολογίας και την αύξηση της απασχόλησης. Μπορεί επίσης να ξοδέψει πιο πολλά από τα χρήματα του για να ενισχύσει το κράτος-πρόνοιας. Το φάσμα των διαθέσιμων επιλογών είναι πάντα τεράστιο, όμως λογικά πάντα κινείται στο δίπολο ανάμεσα σε αριστερές αναδιανεμητικές επιλογές και σε δεξιές επιλογές ενίσχυσης του κεφαλαίου και προσέλκυσης επενδύσεων.


Τα κίνητρα αμφότερων των βασικών αυτών επιλογών είναι έγκυρα και θεμιτά. Το να λέει κανείς αντίθετα και μάλιστα με φανατισμό πως είναι δεξιός ή αριστερός είναι άστοχο. Κανείς πρέπει να επιλέγει προς ποιά κατεύθυνση πρέπει να κινηθεί η χώρα ανάλογα με τις περιστάσεις, κι όχι με βάση δογματικές προκαταλήψεις και φανατισμούς ποδοσφαιρικού τύπου. Για παράδειγμα σε περίοδο υψηλής ανεργείας και δημοσιονομικής ανέχειας, αυτό που προέχει είναι η προσέλκυση επενδύσεων και η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας από τον ιδιωτικό τομέα οπότε είναι αναγκαίο να δοθούν κίνητρα στους κατόχους του κεφαλαίου για να έρθουν να επενδύσουν στη χώρα μας. Αντίθετα σε περίοδο παχαίων αγελάδων είναι ίσως πιο ορθό να επιχειρεί κανείς διορθώσεις προς ενίσχυση των ασθενέστερων, στο βαθμό που η οικονομία μπορεί να ανθέξει.


Αντίθετα ο κατακόρυφος άξονας (φιλελευθερισμός – συντηρητισμός) αφορά περισσότερο την ευρύτερη κοσμοθεωρία των ανθρώπων, κι όχι το τί θεωρούν πρόσφορο από άποψη οικονομικής πολιτικής. Γι αυτό και υπάρχουν φιλελεύθεροι δεξιοί, όπως και φιλελεύθεροι αριστεροί, ενώ επίσης υπάρχουν και αντίστοιχα συντηρητικοί δεξιοί και συντηρητικοί αριστεροί. Συντηρητισμός συνήθως εκδηλώνεται με προκατάληψη σε βάρος μειονοτήτων (των “άλλων”) με έντονο (και συχνά τυφλό) εθνικισμό, με προσκόληση σε θρησκευτικές ή θεοκρατικές αξίες, που οι φιλελεύθεροι θεωρούν είτε ξεπερασμένες ή ακόμη επικίνδυνες. Συχνά για να φέρει συνολικό ανανεωτικό αποτέλεσμα μια πολιτική πρέπει να κινείται αποφασιστικά και συνεκτικά και στους δυο άξονες και να πετυχαίνει συνεκτικές κοινωνικές συμμαχίες σε αμφότερους τους άξονες.


Ειδικότερα σε ότι αφορά τον πρώτο (τον οριζόντιο) άξονα, οι κατά καιρούς διορθώσεις είτε προς τα δεξιά είτε προς τα αριστερά πρέπει να γίνονται με μέτρο, διότι υπάρχει ο κίνδυνος, αν πάει κανείς στα άκρα μεν αριστερά να αποθαρρύνει το κεφάλαιο και τις επενδύσεις (επιβάλλοντας δυσβάσταχτα λειτουργικά κόστη και γραφειοκρατικές αγκυλώσεις) να διώξει επιχειρήσεις και να οδηγήσει σε αποβιομηχάνηση και παρακμή με συνέπεια την αύξηση της ανεργείας και την τελική εξαθλίωση των εργαζομένων τους οποίους αυτή η αριστερή πολιτική αρχικά επεδίωξε να ενισχύσει (έχοντας δηλαδή τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα). Αντίστροφα μια ακραία δεξιά πολιτική που μετέρχεται μια αποδόμηση των εργασιακών δικαιωμάτων και μείωση των παροχών του κράτους πρόνοιας (προκειμένου να στηριχθεί μια πολιτική μείωσης της φορολογίας στις επιχειρήσεις και αύξησης της ανταγωνιστικότητας) μπορεί να οδηγήσει επίσης στα αντίθετα αποτελέσματα. Αντί να ενισχύσει το κεφάλαιο και να προσελκύσει επενδύσεις (ώστε να μειωθεί η ανεργεία) τελικά κινδυνεύει να οδηγήσει σε διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής, σε συγκρούσεις και αναταραχή που σχεδόν πάντα αποτρέπουν τους επενδυτές.


Άρα, η εμπειρία διδάσκει πως οι ακραίες πολιτικές, δεξιές ή αριστερές, μολονότι εμφορούνται από θεμιτά κίνητρα (από τη δική της οπτική η κάθε μια) δυστυχώς σπάνια φέρνουν θετικά προς την επιδιωκόμενη κατεύθυνση αποτελέσματα, αλλά έχουν περισσότερες αρνητικές παρενέργειες. Αυτό δεν σημαίνει πως η συζήτηση στον οριζόντιο αυτό άξονα επιλογών, στη βάση του σχηματικού δίπολου “αριστερά – δεξιά” δεν είναι έγκυρη. Πρέπει όμως να γίνεται με συναίσθηση του μέτρου και της ανάγκης να χαράσσεται κάθε φορά η βέλτιστη πορεία με βάση τις ανάγκες τις στιγμής. Ο σωστός πολιτικός του 21ου αιώνα των ταχύτατων ανατροπών, της ρευστότητας και των διαρκών αλλαγών είναι ο πολιτικός που έχει την αναγκαία ευελιξία, ώστε να μπορεί να εισηγείται κάθε φορά τις βέλτιστες επιλογές, είτε δεξιές είτε αριστερές, στις δεδομένες κάθε φορά συνθήκες, έχοντας πάντα ως μόνο γνώμονα το υπέρτερο γενικό συμφέρον και λειτουργώντας ως καταλύτης ανάμεσα στις συγκρουόμενες κοινωνικές ομάδες, κι όχι ως εκπρόσωπος της μίας μόνο από αυτές. Ο πολιτικός του μέλλοντος θα είναι άρα κατ’ ανάγκη στρατηγικά τοποθετημένος κάπου στο κέντρο και θα είναι πάντα έτοιμος για τις μεγάλες ρήξεις, όποτε αυτές χρειάζονται, αλλά και τη διαρκή συνεννόηση η οποία πάντα χρειάζεται.


Το πρόβλημα ανακύπτει όταν δημοκρατίες (όπως η ελληνική εμπειρία καταδεικνύει) εκτρέπονται από αυτό τον έγκυρο οριζόντιο άξονα επιλογών και αρχίζουν να κινούνται σε έναν νόθο κάθετο άξονα (στη διάταξη “μπρος-πίσω” ο οποίος επίσης βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο της οικονομική πολιτικής και είναι ως τρίτος άξονας εξ ίσου διακριτός από τον κατακόρυφο άξονα (“πάνω-κάτω”). Πολιτικοί μειωμένης ευθύνης, αντί με αξιοπιστία να στηρίξουν την πρόταση για αναδιανομή από δεξιά προς αριστερά, ή το αντίστροφο, και προκειμένου να τα έχουν με όλους καλά αρχίζουν μια άλλη ύπουλη αναδιανομή από το μέλλον προς το παρόν, υποσχόμενοι τα πάντα στους πάντες. Όλοι οι πρωτοετείς φοιτητές οικονομικών γνωρίζουν πως ο ορισμός του οικονομικού προβλήματος έγκειται στο ότι οι ανάγκες (επιθυμίες) πάντα κατά πολύ υπερβαίνουν τα διαθέσιμα μέσα προς ικανοποίηση τους, οπότε αναγκάζεται κανείς να θέτει προτεραιότητες. Η όλη πολιτική διαδικασία είναι στην ουσία μια κοινωνική διεργασία στοχοθεσίας και προτεραιοτήτων. Όμως οι ανεύθυνοι δημαγωγοί, επειδή θέλουν να λειτουργούν σε πλαίσια πολυσυλλεκτικά, και προκειμένου να τα έχουν καλά με όλους και στα δεξιά και στα αριστερά, τελικά βλάπτουν όλους και κοροϊδεύουν όλους. Για να ικανοποιήσουν περισσότερα αιτήματα χωρίς να διαθέτουν παρόντες ισοδύναμους πόρους, καταφεύγουν στην εύκολη λύση του δανεισμού, δηλαδή μετακυλύουν τα φουσκωμένα βάρη του σήμερα στο αύριο και στις επόμενες γεννιές. Ο λόγος είναι απλός. Οι ανεύθυνοι δημαγωγοί επιδιώκουν απλώς την ψήφο των σημερινών ψηφοφόρων και αδιαφορούν για την αυριανή καταστροφή και κατακραυγή. Αντί να πολιτεύονται έγκυρα στον οριζόντιο άξονα του “δεξιά – αριστερά”, πολιτεύονται νόθα στον κάθετο άξονα του “μπρος – πίσω”, προσποιούμενοι μόνο τους αριστερούς ή τους σοσιαλιστές. Θυσιάζουν το μέλλον του τόπου για να υπηρετήσουν τις παρούσες φιλοδοξίες τους.


Αυτή είναι η τραγωδία της Ελλάδας των τελευταίων τριάντα χρόνων. Οι (αυτοαποκαλούμενοι) σοσιαλιστές που κυβέρνησαν τη δεκαετία του ’80 δεν πήραν από δεξιά για να δώσουν αριστερά. Δεν ήταν γνήσιοι αριστεροί – δεν έκαμαν γνήσια αναδιανομή. Απλά πήραν δάνεια, δηλαδή πήραν από το μέλλον (δηλαδή από όλους εμάς σήμερα). Δεν κινήθηκαν υπεύθυνα στον οριζόντιο άξονα επιλογών, αλλά διολίσθησαν στον κάθετο άξονα. Και δυστυχώς το ανεύθυνο παράδειγμα τους ακολούθησαν και οι άλλοι κατεπίφαση δεξιοί (με πολύ μικρές εξαιρέσεις) μέχρι σήμερα. Η ελληνική κοινωνία στο σύνολο της ξαφνικά ανακάλυψε τη μαγική λύση να ικανοποιεί όλες τις ανάγκες χωρίς να χρειάζεται να κάνει δύσκολες επιλογές και χωρίς να θέτει προτεραιότητες. Δουλειά της πολιτικής τάξης δεν ήταν πια να λειτουργεί ως καταλύτης και να διευκολύνει τις επιλογές ανάμεσα στις αντικρουόμενες κοινωνικές ομάδες, αλλά να καταληστεύει απλώς το μέλλον του τόπου για να ταϊζει το εκάστοτε αδηφάγο σήμερα. Έτσι η πολιτική τάξη αυτοακυρώθηκε. Αυτοπεριορίστηκε απλώς στο ρόλο του μεσάζοντα ανάμεσα στους δανειστές και το λαό.



Δυστυχώς, το (τότε μακρινό) μέλλον, σήμερα μας πρόφτασε. Ο υπερδανεισμός των τελευταίων ετών τώρα εκδικείται όχι μόνο τους ανεύθυνους πολιτικούς, αλλά και τον λαό συνολικά που χειροκροτούσε στις πλατείες τους διαδοχικούς δημαγωγούς των τελευταίων χρόνων.


Και τώρα τί;




Με δεδομένο τον εκτροχιασμό στον ολέθριο κάθετο άξονα του “μπρος - πίσω”, η όποια παραδοσιακή συζήτηση με όρους οριζόντων επιλογών (“δεξιά – αριστερά”) είναι σήμερα παντελώς άκαιρη και άκυρη. Με απλά λόγια δεν υπάρχουν πόροι για να δώσει κανείς από δεξιά προς αριστερά. Αντιθέτως όλοι οι πόροι αναλώνονται για να πληρώνουμε το αμαρτηλό παρελθόν. Πληρώνουμε τα δάνεια και τους τόκους. Τα κερατιάτικα που μας φόρτωσαν. Μη γελιόμαστε. Κι αυτή αναδιανομή είναι, είναι όμως η ολέθρια αναδιανομή του κάθετου άξονα (“μπρος – πίσω”) που μας κληροδότησε η απερχόμενη απαξιωμένη πολιτική τάξη. Εκείνοι τότε πήγαν φαινομενικά εμπρός, για να πάμε τώρα εμείς ολοταχώς πίσω. Άρα οι συνθήκες σήμερα δεν είναι συνθήκες ομαλού πολιτικού βίου. Θα περάσουν πολλά χρόνια για να μπορέσουμε να επαναφέρουμε κατά τρόπο έγκυρο την πολιτική συζήτηση και πάλι στον άξονα “δεξιά – αριστερά”. Πρώτα θα πρέπει να θεραπεύσουμε την παρούσα ανισορροπία. Να ξελασπώσουμε. Να χτίσουμε από την αρχή. Και τότε θα μπορέσουμε, αυτή τη φορά με έγκυρο τρόπο, να επαναδιατυπώσουμε το διαχρονικό δίλημμα “αριστερά ή δεξιά”.


Γι’ αυτό επιμένω ότι δεν μπορεί να γίνει ανασυγκρότηση του πολιτικού προσωπικού και ανασύνταξη των πολιτειακών μας δομών, αν πρώτα δεν πετύχουμε την σταθεροποίηση της οικονομίας. Η προσεχής δεκαετία κατ’ ανάγκη θα έχει ως κύριο στόχο την αποκατάσταση της μακροοικονομικής ανισορροπίας. Να επαναφέρουμε μια ισορροπία ανάμεσα στο ένοχο παρελθόν και το βεβαρυμένο παρόν, ώστε επιτέλους το μέλλον να είναι βιώσιμο και ισόρροπο, με δραστική μείωση του χρέους, και με μηδενισμό κάθε μελλοντικού νέου δανεισμού. Η παρελθούσα τάση πρέπει να αντιστραφεί. Αντί να δανειζόμαστε για να τρώμε σήμερα (δηλαδή αντί να φορτώνουμε τα βάρη του σήμερα στα παιδιά μας του αύριο, όπως έκαμαν οι προηγούμενοι) θα πρέπει εμείς να αποταμιεύουμε, να ξεπληρώσουμε τα χρέη των γονέων και ταυτόχρονα να κληροδοτήσουμε ένα κομπόδεμα στα παιδιά μας (υπό τη μορφή επενδύσεων για το μέλλον). Σε τούτη τη γεννιά, τη δική μας γεννιά έπεσε ο λογαριασμός, σε μας έλαχε ο κλήρος της αναγκαστικής υπευθυνότητας. Σε μας έλαχε η ευθύνη των μεγάλων θυσιών. Όμως επειδή ακριβώς αυτή η μακρά περιοριστική πολιτική θα έχει αναπότρεπτη επίπτωση στην κατανάλωση (και άρα στο μέρος της ανάπτυξης που συνδέεται με την εγχώρια ζήτηση) γι’ αυτό θα πρέπει τα επόμενα 10-20 χρόνια να ενθαρρύνουμε τις επενδύσεις, να προσελκύσουμε το κεφάλαιο για να ανοίξουν νέες θέσεις εργασίας και να ξαναπάρει μπρος η οικονομία και μάλιστα η ιδιωτική οικονομία, αφού το δημόσιο θα βρίσκεται σε μόνιμη φάση συστολής. Δεν υπάρχει άλλη επιλογή.



Πρέπει με άλλα λόγια να ξαναρχίσει η οικονομία μας να παράγει πλούτο και υπεραξίες, να αυξηθεί η απασχόληση και να μειωθεί η ανεργεία, ώστε αργότερα να μπορέσουμε να εφαρμόσουμε κατά τρόπο έγκυρο τις επιθυμητές αριστερές επιλογές και να ενισχύσουμε το κράτος πρόνοιας. Όμως τώρα είναι η στιγμή για να πέσουμε με τα μούτρα στη δουλειά και τη δημιουργία. Να έχουμε πρώτο μας μέλημα την ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα της οικονομίας και των επιχειρήσεων. Να μειώσουμε την κατανάλωση, να αυξήσουμε την παραγωγή. Να μειώσουμε τις εισαγωγές, να αυξήσουμε τις εξαγωγές. Πρέπει να έχουμε μέτρο και αυτοσυγκράτηση. Να κάνουμε υπομονή, να διαβούμε αυτή τη μακρά νύχτα. Να ξανασταθούμε στα πόδια μας. Κι όταν το πετύχουμε αυτό να φροντίσουμε ώστε ποτέ πια να μην ξανασυμβεί μια παρόμοια τραγωδία.


Να θωρακίσουμε τη δημοκρατία μας απέναντι στο λαϊκισμό των εύκολων λύσεων. Αντί της “θεοποίησης του Τώρα” που μας κόμισε ο υπερκαταναλωτισμός των προηγούμενων δεκαετιών και που έσπρωξε τη Δύση συνολικότερα στον υπερδανεισμό, να ξαναανακαλύψουμε τη σοφία για τη διαχρονική μέριμνα για το μέλλον. Να στραφούμε στο μέλλον. Να είμαστε έτοιμοι να κάνουμε τις θυσίες σήμερα που ένα καλύτερο μέλλον απαιτεί. Διότι αυτό θα είναι το μέλλον των παιδιών μας, κι αν μη τι άλλο εμείς οι Έλληνες είμαστε λαός διαχρονικά έτοιμοι και πρόθυμοι για κάθε θυσία υπέρ των παιδιών μας. Αρκεί αυτό να το επιβάλλουμε όχι μόνο στην ιδιωτική σφαίρα, όπου είναι κανόνας αλλά και στη δημόσια, όπου είναι η εξαίρεση. Αρκεί να πούμε τέρμα στο λαϊκισμό και οριστικό αντίο στους λαϊκιστές, τους οποίους πρέπει με πρώτη ευκαιρία να στείλουμε σπίτια τους. Αρκεί να επαναφέρουμε πρόσκαιρα ξεχασμένες πατρογονικές αρετές, για μέτρο, ευθύνη, αξιοπιστία, ειλικρίνια. Αρκεί δεξιοί και αριστεροί, εθνικά σκεπτόμενοι όλοι και αλληλέγγυοι προς αλλήλους να αναλογιστούμε ότι η εθνική μας βάρκα, μέσα στην οποία όλοι βρισκόμαστε δεν κινδυνεύει να ανατραπεί από τα δεξιά προς τα αριστερά, αλλά από την πλώρη προς την πρύμνη. Ας δώσουμε τώρα λοιπόν όλοι μαζί τα χέρια να πετύχουμε την ισορροπία στον κάθετο άξονα, και μετά όταν θα έχουμε αποτρέψει το ναυάγιο, θα μπορούμε με άνεση και πάλι να επανέλθουμε στο προσεκτικό ζύγιασμα από δεξιά προς αριστερά κι αντίπαλιν. Αρκεί να μην μπούμε ποτέ ξανά στον πειρασμό της φαινομενικά εύκολης λύσης των δανεικών. Διότι η άσκηση πολιτικής με δανεικά δεν είναι ούτε δεξιά, ούτε αριστερή πολιτική. Είναι απλά ανεύθυνη, εγκληματική και αντεθνική. Ας δείξουμε λοιπόν πως η δική μας γεννιά μπορεί καλύτερα. Ούτε τις θυσίες φοβούμαστε, ούτε το μέλλον μας τρομάζει.


Αλλά για το δίλημμα του τρίτου (κατακόρυφου) άξονα (“πάνω-κάτω”) ανάμεσα στον συντηρητισμό και το φιλελευθερισμό χρειάζεται χωριστή ανάλυση, διότι οι ορθές επιλογές σε αυτό τον άξονα έχουν ευθεία επίπτωση στην αποτελεσματικότητα της πολιτικής που θα υιοθετήσουμε στους άλλους δυο άξονες.


Σ’ αυτό το τρισδιάστατο (τριαξονικό) δίλημμα νομίζω πρέπει να απαντήσουμε με σαφήνεια: σίγουρα “μπροστά”, σίγουρα “ψηλά” για τα επόμενα πενήντα χρόνια, και σίγουρα “δεξιά” για τα επόμενα δέκα, με προοπτική για μια προσεκτική αλλά αναγκαία “αριστερή” διόρθωση μετά την αποκατάσταση της μακροοικονομικής ισορροπίας. Η στόχευση πρέπει να είναι σαφής, εθνική, σταθερή. Να πετύχουμε την Ανάταξη της πατρίδας. Να ξαναφέρουμε τη χώρα στην πρωτοπορεία της Ευρώπης. Η Ελλάδα σίγουρα μπορεί.


No comments:

Post a Comment