Wednesday, 25 July 2012

Μαζί τα ΦάγαΤε _ Γ. Μακράκη _ Βιβλιοπαρουσίαση _ 23.7.2012 _ Ηράκλειο


Η συγγραφή και η έκδοση ενός οποιουδήποτε βιβλίου είναι μέγα κατόρθωμα. Είναι προσήκον σε μια τέτοια περίσταση να λέει κανείς δυο κουβέντες για το δημιούργημα και για το δημιουργό. Αν οι δυο κουβέντες είναι ειλικρινείς και σωστές πιάνουν τόπο. Δυστυχώς το πρόβλημα είναι – το οποίο βρίσκεται και στην καρδιά του συγκεκριμένου βιβλίου – πως
δεν αρκεί να λέει κανείς σωστές κουβέντες, αλλά πρέπει να είναι και ο ίδιος σωστός. Ό,τι δεν λέγεται από αξιόπιστα χείλη δεν πιάνει τόπο. Για παράδειγμα, αν είσαι συγγραφέας και έχεις μόλις εκδόσει ένα βιβλίο, δε θα κάμεις δα το λάθος να καλέσεις τον κουμπάρο σου να σου το παινέσει, γιατί τον κουμπάρο δε θα τον ακούσει κανείς. Ό,τι πει ο κουμπάρος, οσοδήποτε σωστό ή αντικειμενικό θα θεωρηθεί μεροληπτικό και θα αντιμετωπιστεί καχύποπτα ως σύμπτωμα νεποτισμού.
Για κακή μου τύχη, τούτος ο συγγραφέας έκαμε αυτό ακριβώς το λάθος. Μου έκαμε την μεγάλη τιμή να με καλέσει εδώ να μιλήσω παραβλέποντας αυτό το σκόπελο, αυτή την ιδιαίτερη σχέση, την κουμπαριά, που μας συνδέει. Κι έτσι τώρα βρίσκω τον εαυτό μου σε μια ιδιαίτερα μειονεκτική και δυσχερή θέση. Μου φαίνεται πως δεν έχω την αναγκαία αξιοπιστία ως κουμπάρος του να πω οτιδήποτε θετικό για τον ίδιο ή για το βιβλίο του από φόβο μήπως ό,τι πω θεωρηθεί μεροληπτικό, και από φόβο μήπως η συναγόμενη μεροληψία οδηγήσει κάποιους να υποθέσουν ως αληθή τα αντίθετα των όσων θετικών θα ήθελα να αναφέρω. 
Κατ’ ανάγκη λοιπόν θα είμαι φειδωλός στις όποιες θετικές κρίσεις μου, με την παρηγοριά ότι οι συνομιλητές μου θα με καλύψουν και με το παραπάνω. Να με συμπαθάς κουμπάρε, όμως τί να κάμω; Ας πρόσεχες! Όμως για να είμαι και δίκαιος πιστεύω πως ο κουμπάρος μου με κάλεσε εδώ όχι για να πω παινάδια, που δε θα τα άκουγε κανείς από το δικό μου στόμα, αλλά για να διατυπώσω κάποιο αντίλογο στις απόψεις του, προκειμένου να εμπλουτιστεί κατά τούτο η σημερινή παρουσίαση, αφού φαίνεται πως ο ίδιος έχει καταλήξει στο συμπέρασμα από παρελθούσες συζητήσεις μας ότι μάλλον διαφωνούμε επάνω στο προκείμενο θέμα. Σαν αληθινός και σεμνός δημοκράτης αναζητεί τον αντίλογο στη δική του άποψη και σε τούτο λοιπόν θα προσπαθήσω να επικεντρωθώ. Άλλωστε τους επαίνους ο Γιώργης ούτε τους επιδιώκει ούτε τους έχει ανάγκη.
Αλλά αφού δεν μπορώ να πω έναν καλό λόγο για τον ίδιο το Γιώργη, θα ήθελα να μου συγχωρούσατε αν τολμούσα να πω έστω μια λέξη μόνο για την καταγωγή και την οικογένεια του που πιστεύω πως μπορεί έμμεσα να φωτίσει και το ίδιο το έργο και την προσωπικότητα του. Ο Γιώργης, με περγαμηνές στις οποίες ελπίζω άλλοι θα αναφερθούν, προέρχεται από μια σεμνή αλλά συνάμα περήφανη κτηνοτροφική οικογένεια από το Καμινάκι στο οροπέδιο Λασιθίου. Οι γονείς του ανήκουν σε μια φθίνουσα αριθμητικά τάξη απλών αλλά αγέροχων και γνήσιων Κρητών, με καθαρό κούτελο, με ανεπιτήδευτη ευθύτητα, απαράμιλα φιλόξενοι, όσο και φιλότιμοι. Προφυλαγμένοι από τα πλούτη και τις ανέσεις της εποχής μας που χαλούν τους ανθρώπους, οι γονείς του Γιώργη, που δεν ξέρουν τί θα πει ξεκούραση και σκόλη, δεν έχουν απλώς διαφυλάξει την ανθρωπιά τους εκεί στα ορεινά, αλλά και με έχουν κάμει προσωπικά να τους θεωρώ (αυτούς και όσους λίγους έχουν μείνει στο νησί μας σαν αυτούς) ως τους αληθινούς μας αριστοκράτες, τους αυθεντικούς πρίγκηπες της Κρήτης που διαφεντεύουν τις περήφανες κορφές μας και μας κάνουν κι εμάς όλους τους πεδινούς να νιώθουμε Άνθρωποι όταν ερχόμαστε σε συναναστροφή μαζί τους. Αν τώρα ο κουμπάρος μου κουβαλάει τα ίδια γονίδια κι αν έχει πάρει ελάχιστη από αυτή τη λεβεντιά, κι αν έχει φτιάξει με την Όλγα εφάμιλη οικογένεια με τις ίδιες αρχές και αξίες σε τούτη την εποχή του μηδενισμού και του υλισμού, κι αν επιπλέον είναι και δεινός μαντιναδολόγος και μάστορας της Ελληνικής γλώσσας, το αφήνω σε άλλους να κρίνουν, όμως η δική μου μεροληπτική άποψη είναι πως και τούτο το βιβλίο είναι απότοκος του χαρακτήρα αλλά και της περήφανης καταγωγής του και βεβαίως της ανυπόκριτης αγάπης του για τούτο τον τόπο. 
Τώρα έχοντας έτσι βιαστικά προσπεράσει το δημιουργό, ας στρέψω για λίγο την προσοχή μου στη βασική ιδέα του περί ου ο λόγος δημιουργήματος: <<Μαζί τα φάγαΤε>> λοιπόν! Αλλού, ή υπό άλλες περιστάσεις θα ήταν εύλογο να υποθέσει κανείς ότι ο τίτλος παραπέμπει σε ένα θέμα γαστρονομίας, όμως εδώ, υπό τις παρούσες περιστάσεις, ξέρουμε όλοι πως το θέμα αφορά τον αντίλογο στις γνωστές δηλώσεις του πρώην αντιπροέδρου της κυβερνήσεως (ότι μαζί τάχα τα φάγαμε), και τελικώς αφορά την ατυχή διαπλοκή της “γαστρονομίας” με την πολιτική. Διότι όλοι διαπιστώνουμε πως κάποιοι έφαγαν με δέκα μασέλες, και τώρα το ερώτημα που απασχολεί είναι ποιοί ακριβώς και πόσο ο καθένας;  
Το θέμα είναι απολύτως καίριο. Πολιτικά αλλά και φιλοσοφικά. Διότι τελικά στην ουσία αγγίζει το θεμελιώδες ερώτημα: ΤΙΣ ΠΤΑΙΕΙ; Όχι για το φαγοπότι βεβαίως, αλλά ευρύτερα για την κατάντια της πατρίδας, ΠΟΙΟΣ ΕΥΘΥΝΕΤΑΙ για την παρούσα πτώση, την ήττα και παρακμή. Ποιός ευθύνεται για τις παρακμιακές συμπεριφορές που μας έσπρωξαν στον γκρεμό; Ποιός ευθύνεται για τις πελατειακές σχέσεις; Ο “πελάτης” πολίτης που αγοράζει (και μάλιστα απαιτεί) εύνοια, ή ο “πωλητής” πολιτικός που που πουλά προστασία (ως αναγκαία προϋπόθεση της εκλογής του); Ποιός ευθύνεται για τις φαύλες νοοτροπίες που μας έφεραν σε τούτη την κατάντια; για την ανομία και παραβατικότητα, για τη φοροδιαφυγή και φοροκλοπή, για την ευνοιοκρατία και αναξιοκρατία, για τον πατερναλισμό και τη διαφθορά; Ο ενεργητικά διαφθείρων ή ο παθητικά διαφθειρόμενος; Ποιός γεννά το αυγό της φαυλότητας και ποιά φαύλη κότα εκκολάπτεται από αυτό για να δώσει αδιάκοπη συνέχεια σε τούτο τον αληθώς φαύλο κύκλο; Ευρύτερα το ερώτημα είναι ποιός ευθύνεται τελικά για την πορεία μιας πολιτείας. Φταίει ο πολιτικός πιο πολύ; Φταίει ο πολίτης πιο πολύ; Ή φταιν και οι δυο εξ ίσου ή κατ’ αναλογία της θέσεως εκάστου;
Η γνωστή άποψη του πρώην αντιπροέδρου είναι πως ευθύνονται πολιτικοί και λαός από κοινού σε ένα σφιχταγγάλιασμα αλληλοδιαφθοράς. Η άποψη του συγγραφέα αντιθέτως είναι πως φταιν πρωτίστως οι πολιτικοί ως μπροστάρηδες, και με ιερό μένος, γνήσια αγανάκτηση, ρέον και προσιτό λόγο σε προσωπικό και σαρκαστικό ύφος θέτει τους πολιτικούς ενώπιον των ευθυνών τους και τους ψέλνει τον εξάψαλμο, έστω κι αν και ο ίδιος ομολογεί σε κάποιο βαθμό αυτή την διαλεκτική αλληλεπίδραση και την αναλογική συνευθύνη και του λαού.
Αναφέρει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας: <<κι αν με την ψήφο μας τον οδηγήσαμε να μας οδηγήσει εδώ που μας οδήγησε, έχουμε κι εμείς ευθύνη, αλλά και πάλι μαζί δεν τα φάγαμε! Γιατί αυτός ήταν ο ισχυρός που απλά μας εξαπάτησε>>. Ενώ αλλού στο ίδιο πνεύμα μας λέει πως <<κάθε ρουσφέτι θέλει τουλάχιστο δύο, έναν που θέλει και έναν που πράττει, εγώ με το φτωχό μου το μυαλό δεν μπορώ να θυμώσω σ’εκείνον που ζητά, τουλάχιστο όχι το ίδιο όσο σε εκείνον που πράττει, και με τις πράξεις του τάζει και στον επόμενο και στο επόμενο ... >>
<<Η ευθύνη>>, μας λέει σε άλλο σημείο <<έχει διαστρωμάτωση, έχει αναλογία. Άλλη η ευθύνη του ναύτη, άλλη του αξιωματικού πλώρης, άλλη του καπετάνιου. Και αυτή την ευθύνη, που εγώ έχω το θάρρος να αναγνωρίζω πόση μου αναλογεί, αυτή την ευθύνη, την αναλογική, χρεώνω σε όλους της γης Πάγκαλους, που τώρα καμώνονται πως άλλοι αποφάσισαν, πως ο λαός ευθύνεται, πως το λαό βαραίνει η ευθύνη της επιλογής, των επιλογών που μας έφεραν σ’αυτό το επώδυνο σήμερα, σ’αυτό το αμφίβολο αύριο >>.
Σε αυτή την αλληγορία υποθέτω ο καπετάνιος είναι εκείνος που παίρνει τις αποφάσεις και δίνει τις διαταγές, κι ο ναύτης είναι ο εργάτης που τραβάει το κουπί και εκτελεί τις διαταγές του καπετάνιου. Όμως σε μια δημοκρατία, αναρρωτιέμαι εγώ, ποιός είναι ο καπετάνιος και ποιός ο ναύτης; Διότι το ποιός τελικά κάνει κουμάντο σε μια δημοκρατία, δηλαδή το ποιός είναι ο καπετάνιος που φέρει την πρωτευθύνη, νομίζω είναι καθοριστικής σημασίας. Ο συγγραφέας παρομοιάζει τον πολιτικό με τον καπετάνιο και τον πολίτη με το ναύτη, και έτσι φτάνει στο συμπέρασμα πως ο πολιτικός φέρει το μέγιστο και ο πολίτης αναλογικά το ελάχιστο μερίδιο της ευθύνης.
Εγώ από την άλλη δυσκολεύομαι να συνταχθώ με τούτη την άποψη έτσι αβασάνιστα, διότι με φοβίζουν οι απώτερες συνέπειες της.
Για να αφιχθούμε σε ασφαλές και αξιόπιστο συμπέρασμα, έχουμε ανάγκη από ένα αξιακό κοινό τόπο. Δηλαδή να βρούμε κάτι θεμελιακό στο οποίο συμφωνούμε και από κει να ξεκινήσουμε. Έχω προς τούτο σκόπιμα εντοπίσει δύο κείμενα που ξέρω καλά πως όχι μόνο ασπάζεται ο συγγραφέας, αλλά που νομίζω τον εκφράζουν απολύτως, αφού και ο ίδιος τα επικαλείται, στα οποία άρα ελπίζω να βρω τον ζητούμενο κοινό τόπο:
Αναφέρομαι αφενός στο Σύνταγμα της Ελλάδος και αφετέρου σε ορισμένους λόγους του Καζαντζάκη. Ανάμεσα σε πολλά που έχει πει ο Καζαντζάκης είναι και μια φράση που ο συγγραφέας έχει κάμει σημαία του και με την οποία κοσμεί το Blog του, με θρησκευτική ευλάβεια. Όσον δε αφορά το Σύνταγμα της Ελλάδας, ο συγγραφέας με αντίστοιχη θρησκευτική ευλάβεια σε αυτό παραπέμπει και ειδικά στο άρθρο 22 περί εργασίας, προκειμένου να υπογραμμίσει πως το δικαίωμα της εργασίας είναι κάτι παραπάνω από δικαίωμα – είναι αξία.
Λέει λοιπόν από την μια ο Καζαντζάκης (και σε κάθε ευκαιρία επαναλαμβάνει ο συγγραφέας): <<Να αγαπάς την ευθύνη. Να λες, εγώ μόνος μου θα σώσω τον κόσμο. Αν δε σωθεί θα φταίω εγώ>>. Η φράση αυτή συμπυκνώνει την έννοια της απόλυτης, ακέραιης, αδιαίρετης, ατομικής ευθύνης, που μοιάζει μάλλον ασύμπτωτη με την άποψη του συγγραφέα που ανέφερα παραπάνω, πως η  ευθύνη έχει τάχα <<διαστρωμάτωση, και αναλογία και πως είναι άλλη η ευθύνη του ναύτη, άλλη του αξιωματικού πλώρης, άλλη του καπετάνιου>>. Κατά τον Καζαντζάκη και ο τελευταίος ναύτης πρέπει να πιστεύει πως αν χαθεί το πλοίο θα φταίει αυτός. Ο ναύτης του Καζαντζάκη δε θα δείξει ποτέ το δάχτυλο στον καπετάνιο, δε θα αναζητήσει άλλοθι στις ευθύνες άλλων.
Και λέει από την άλλη το Σύνταγμα της Ελλάδας στο θεμελιωδέστερο όλων άρθρο 1: <<Το πολίτευμα της Ελλάδας είναι προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα>>. Άρα το Σύνταγμα της Ελλάδος ορίζει ξεκάθαρα πως αφεντικό στη δημοκρατία μας είναι ο λαός, δηλαδή ο κάθε πολίτης. Ο πολίτης είναι ο καπετάνιος της αλληγορίας μας που δεν δέχεται αλλά που δίνει διαταγές. Ο πολίτης χαράζει τη ρότα του καραβιού. Και ο πολίτης ορίζει ναύτες και τιμονιέρη, τους πολιτικούς για να κρατούν το τιμόνι σταθερά στο όνομα και για λογαριασμό του και για να τραβούν κουπί στην υπηρεσία του.
Η εκδοχή πως ο πολιτικός είναι πάνω από τον πολίτη είναι απολύτως ασύμβατη με το πολίτευμα μας και μη ανεκτή στα πλαίσια του Συντάγματος μας. Άρα αν οι πολιτικοί είναι φαύλοι και διεφθαρμένοι, στο τέλος είναι τέκνα και δημιούργημα από τα σπλάχνα του λαού.
Η ευθύνη είναι αναγκαίο παρακολούθημα της εξουσίας. Δεν νοείται ανεύθυνη εξουσία. Το ακαταλόγιστο και ανεύθυνο έχουν μόνο τα ανήλικα και οι διανοητικά ανάπηροι. Άρα, εν κατακλείδι, εφόσον η υπέρτατη εξουσία ανήκει στον και εκπηγάζει από το λαό, τότε και η υπέρτατη ευθύνη κατ’ανάγκη ανήκει στο λαό, ολόκληρη, αδιαίρετη, εξατομικευμένη.
Όμως μη δοθεί η εντύπωση πως διαφωνώ ολότελα με το συγγραφέα, διότι εφόσον ξεκινούμε από κοινή αξιακή αφετηρία, είναι μοιραίο να συναντηθούμε και σε κοινό πρακτικό συμπέρασμα. Οι πολιτικοί είναι διαχειριστές της εξουσίας που τους αναθέτει ο λαός. Είναι υπόχρεοι σε τακτική λογοδοσία προς το λαό.
Ο ηγέτης δεν μπορεί ως άλλος Αδάμ να κρύβεται πίσω από την Εύα, ακόμη κι αν ή προπαντός αν ήταν η Εύα που τον ώθησε στο λάθος, διότι ο Αδάμ δεν είναι υποχείριο, αλλά παραμένει ελεύθερος και άρα υπεύθυνος άνθρωπος, ακόμη και όταν υπαιτίως υποτάσσεται στις φαύλες επιρροές.
Σε τούτο άρα έχει δίκιο ο συγγραφέας στην κριτική του, διότι δηλώσεις πολιτικών που πρωταγωνίστησαν για χρόνια στο δημόσιο βίο, οι οποίες δίνουν την έστω και εσφαλμένη εντύπωση πως με αυτές επιχειρείται διάχυση ευθύνης, πως με αυτές απλώς κάποιοι στρέφουν το δάχτυλο αλλού, ή αναζητούν άλλοθι στο πλήθος, αποτελούν πρόκληση για ένα δοκιμαζόμενο λαό, που έχει προπαντός ανάγκη παραδειγματισμού και υψηλόφρονης, ηθικής και στιβαρής ηγεσίας. Σε τούτη την θεώρηση που προτείνει ο συγγραφέας δεν μπορεί να υπάρξει αντίλογος. Αξιώνει από τους πολιτικούς κατ’ αναλογία την ίδια ευθύνη που αποδίδει στον εαυτό του. Την ίδια απόλυτη ευθύνη με την οποία μετέχει και ο ίδιος στα κοινά.
Στο τέλος το θέμα δεν είναι αν ο πρώην αντιπρόεδρος είπε κάτι σωστό ή λάθος, αλλά αν είχε την προαπαιτούμενη αξιοπιστία, ώστε αυτό που είπε να πιάσει τόπο. Αν δηλαδή ήταν σωστός ο ίδιος στα μάτια του λαού. Φοβούμαι πως η όποια αλήθεια χάθηκε και υπονομεύτηκε κατά την εκφορά της από έλλειψη αξιοπιστίας. Είναι καμιά φορά γι’ αυτό καλύτερο να αφήνει κανείς άλλους να λεν τις μεγάλες αλήθειες από σεβασμό προς αυτές, όταν υπάρχει κίνδυνος η ιδιότητα του λέγοντος ή η σχέση του προς τα πράγματα να υπονομεύσουν την εκφερόμενη άποψη.
Συμπερασματικά, το παρόν πολιτικό δοκίμιο παρέχει μια εξαιρετική ευκαιρία στον αναγνώστη για στοχασμό (ανεξάρτητα τελικής συμφωνίας ή διαφωνίας) επάνω σε τούτο το θεμελιώδες περί ευθύνης ζήτημα στην καρδιά της δημοκρατίας μας. Διότι τελικώς δημοκρατία δεν νοείται χωρίς ελευθερία, και ούτε ελευθερία νοείται χωρίς ευθύνη.
Μας λέει σχετικά σε μια άλλη αποστροφή ο ίδιος ο συγγραφέας: <<Κι αν διαφωνείς με τα γραφόμενα και αν συμφωνείς και αν υπερθεματίζεις, κατά βάθος γνωρίζεις ότι σημασία έχει να σε νοιάζει.>>.
Σε τούτο συμφωνούμε απόλυτα. Διότι στο τέλος πρέπει να μας νοιάζει όλους. Γιατί η Ελλάδα, θα πρόσθετα εγώ, δεν απειλείται σήμερα τόσο από τον παρακμιακό Έλληνα Πολιτικό της Διαφθοράς, όσο από τον αξιοπρεπώς αποστασιοποιημένο  Έλληνα Πολίτη της Αδιαφορίας, που αφήνει το πεδίο ελεύθερο στον πρώτο. Διότι η αδιαφορία και ο κυνισμός αναπαράγουν τον ωχαδερφισμό και τελικώς οδηγούν στη σήψη και την παρακμή. Ο συγγραφέας με τούτο το βιβλίο θέτει το δικό του λιθαράκι στον αγώνα ενάντια στην Αδιαφορία και αναλαμβάνει πράγματι ως ενεργός πολίτης τις δικές του ευθύνες. Αν όλοι κάνουμε σημαία μας την έννοια της απόλυτης και αδιαίρετης ατομικής ευθύνης τότε ίσως το αδύνατο γίνει δυνατό. Αν όμως αβασάνιστα προσχωρήσουμε στην άποψη πως φταίνε πάντα οι άλλοι, και δείχνουμε ως πολίτες το δάχτυλο στους πολιτικούς, ή ως πολιτικοί δείχνουμε το δάχτυλο στους πολίτες και το λαό, ή αν όλοι μαζί κατηγορούμε τους ξένους, τότε τίποτε ποτέ δεν θα αλλάξουμε. Διότι η μεγάλη επανάσταση που έχει σήμερα ανάγκη ο τόπος είναι επανάσταση ηθική, πνευματική, εσωτερική, είναι προσωπική υπόθεση του καθενός. Γιατί οι συμπεριφορές που μας έφεραν στην πτώση και την παρακμή, τις οποίες με γλαφυρό τρόπο περιγράφει αναλυτικά ο συγγραφέας, είναι τελικά συμπεριφορές που ασπαστήκαμε και υιοθετήσαμε ο καθένας προσωπικά και όλοι μαζί συλλογικά. Ας μη δείχνουμε λοιπόν το δάχτυλο αλλού, παρά να κοιτούμε καλά στον καθρέφτη της ψυχής μας. Αντρίκια να αναγνωρίσουμε την πρώτη ευθύνη στον εαυτό μας. Αντρίκια να κάνουμε τη δική μας αυτοκριτική. Σιωπηλά, κατανυκτικά, λυτρωτικά. Αντρίκια και υπεύθυνα να μετάσχουμε ως ενεργοί πολίτες στα δημόσια πράγματα, δείχνοντας στην πράξη πως νοιαζόμαστε, ακολουθώντας το παράδειγμα του συγγραφέα, σπάζοντας την αδιάφορη σιωπή. Κάνοντας το πρώτο θαρετό βήμα.
Ευχαριστώ, λοιπόν, τον συγγραφέα για την τιμητική πρόσκληση, για την θερμή αλλά μάλλον υπερβολική αφιέρωση, αλλά προπαντός γιατί με τούτο το βιβλίο αποδεικνύει πως εξακολουθεί (όπως λέει αλλού ο Καζαντζάκης) κρατώντας με τα δόντια την ψυχή του να ζητάει το αδύνατο. Αυτή η αγωνιώδης προσωπική αναζήτηση του συγγραφέα στο τέλος με γέμισε ελπίδα πως με παρόμοιες αρετές ίσως μπορέσουμε και σε συλλογικό επίπεδο να βρούμε ως λαός την αναγκαία ψυχοδύναμη ώστε να αποδείξουμε στην οικουμένη πως για μας το ιδεατό δεν είναι αδύνατο, ότι παραμένουμε πάντα προσηλωμένοι στην Ομηρική επιταγή αίεν αριστεύειν. Και αν κάποια τελικά σχέση είχε τούτο το βιβλίο με την γαστρονομία, είναι πως σαν νόστιμο ορεκτικό, μας ανοίγει την όρεξη, και μας αφήνει με την προσδοκία πως θα ακολουθήσουν κι άλλες λιχουδιές, γι’ αυτό κουμπάρε, μη σταματάς, συνέχισε να γράφεις, συνέχισε να νοιάζεσαι.

No comments:

Post a Comment