Η ποιότητα του δημόσιου λόγου προσδιορίζει την ποιότητα
της δημοκρατίας και αντίστροφα. Η υποβάθμιση του ενός οδηγεί σε υποβάθμιση του
άλλου. Όσοι αυτάρεσκα συνεισφέρουμε στο δημόσιο βήμα (στα καφενεία, στο
διαδίκτυο, στις εφημερίδες) την νομιζόμενη σοφία των απόψεων μας ως άλκιμοι
παντογνώστες, δεν
επιτρέπεται να παραβλέπουμε την συνακόλουθη ευθύνη που μας βαρύνει. Κρίνουμε τα έργα ή τις παραλείψεις των πολιτικών. Όμως νομίζω πρέπει ομοίως να υποβάλλουμε σε αντίστοιχη κριτική και τα λόγια ημών των σχολιαστών. Διότι ο δημόσιος λόγος αποτελεί καθαυτός πολιτική πράξη. Συνιστά συμμετοχή στα κοινά.
επιτρέπεται να παραβλέπουμε την συνακόλουθη ευθύνη που μας βαρύνει. Κρίνουμε τα έργα ή τις παραλείψεις των πολιτικών. Όμως νομίζω πρέπει ομοίως να υποβάλλουμε σε αντίστοιχη κριτική και τα λόγια ημών των σχολιαστών. Διότι ο δημόσιος λόγος αποτελεί καθαυτός πολιτική πράξη. Συνιστά συμμετοχή στα κοινά.
Ο δημόσιος λόγος της περιόδου της κρίσεως που διανύομε
αντανακλά την ασκήμια της κρίσης. Εκφράζει έντονα συναισθήματα, θυμού, οργής,
αγανάκτησης, απογοήτευσης, κυνισμού, αισθήματα που και ο γράφων πολλάκις έχει αισθανθεί,
και πολλάκις έχει εκφράσει (ενίοτε καθ’ υπερβολήν) – ώστε δεν εξαιρώ τον εαυτό
μου ποσώς από την παρούσα κριτική. Πολλοί γράφουν για να “ξεδώσουν”. Άλλοι για
να φανούν. Άλλοι για να ξεσηκώσουν σαματά. Άλλοι από μια υπαρξιακή ανάγκη να
υποδείξουν έναν άλλο δρόμο, ή έναν άλλο τρόπο. Αναλόγως των προθέσεων
υιοθετείται ανάλογο ύφος. Όμως το πώς εκφραζόμαστε δημόσια μπορεί να έχει
μεγαλύτερη σημασία από το τί λέμε.
Μια παρατηρούμενη τάση προς την υπερβολή, την
αμετροέπεια, τη χυδαιότητα, τον κυνισμό, τον εκβαρβαρισμό είναι όχι μόνο
επακόλουθο, αλλά και καταλύτης της κρίσης. Ακραίες ιδέες κρύπτονται και
εκκολάπτονται πίσω από ακραίες εκφράσεις. Το πιο βάναυσο όλων είναι ίσως και το
πιο διαδεδομένο στυλ επικοινωνίας, ο εξυπνάκικος απαξιωτικός σαρκασμός, που πιθανόν
υποκρύπτει κάποιο συλλογικό σύμπλεγμα παραγνωρισμένης δήθεν ανωτερότητας. Όχι
απλώς ελεεινολογούμε τους πάντες και τα πάντα, αλλά τους κοροϊδεύουμε, τους ευτελίζουμε,
ίσως από έλλειψη σιγουριάς για την αυταξία των απόψεων μας, τις οποίες
προσπαθούμε να αναδείξουμε δια της υπονόμευσης ή ηθικής εξόντωσης του φορέα
οποιασδήποτε άλλης άποψης, μάλλον παρά δια της επίκλησης λογικών επιχειρημάτων.
Ενίοτε εναλλάσσουμε τον ακραίο απαξιωτικό λόγο, με λόγο
ακραία συναισθηματικό, δακρύβρεχτο, ή υπεραπλουστεύουμε τα θέματα, ή φαντασιωνόμαστε
εαυτούς στη θέση του μεσσία, που ως Αλεξανδρινοί λύτες του γόρδιου δεσμού θα λύναμε
με το σπαθί μας όλα τα περίπλοκα προβλήματα, αν γινόμασταν έστω μια μέρα αρχηγοί.
Παραμερίζουμε έτσι τη λογική. Συσκοτίζουμε την ικανότητα νηφάλιας,
εμπεριστατωμένης, εμβριθούς ανάλυσης. Εξωστρακίζουμε το μέτρο από το δημόσιο
λόγο. Αποκλείουμε εναλλακτικές εκδοχές μασκαρεύοντας τις υποκειμενικές μας απόψεις
ως αντικειμενικά θέσφατα με θεόπνευστη βεβαιότητα παραβλέποντας την αξία του
σκεπτικισμού, πάντα διολισθαίνοντας στο δογματισμό.
Ο μισαλλόδοξος και ακραίος δημόσιος λόγος αυτού του
τύπου, που μας πολιορκεί σε κάθε μας βήμα δεν είναι πια απλά ένα αθώο ή
αυθεντικό ξέσπασμα λαϊκής οργής, ή μια εναργής αποτύπωση της κρίσης, που
μπορούμε να βλέπουμε με “κατανόηση” ή “επιείκια”, αλλά είναι ένα άκρως
επικίνδυνο σύμπτωμα με τη δική του ιδιαίτερη δυναμική που βαθαίνει την κρίση.
Τί μένει πίσω από τα παιδιάστικα κλαψουρίσματα, τις άναρθρες κραυγές, τις αναξιοπρεπείς
οιμωγές, τις ύβρεις, τους προπηλακισμούς και τις χυδαιότητες, τους
εξυπνακισμούς και τους ποταπούς σαρκασμούς; Μένει η ισοπέδωση των πάντων και θεσμική
αποδόμηση της κοινωνίας. Μένει η εκ των προτέρω - αξιωματική (apriori) άρνηση
της εντιμότητας ή καλής προαίρεσης των πολιτικών αντιπάλων, άρα κατ’ ουσίαν η
άρνηση του δικαιώματος στη διαφορετική άποψη. Έτσι δια των επιπόλαιων και
αυτάρεσκων αυτών πύρινων λόγων (που έχουν πια γίνει του συρμού) υπονομεύουμε
υπαιτίως την ουσιώδη προϋπόθεση της δημοκρατίας, την ανεκτικότητα και άρα
υπονομεύουμε την ίδια την δημοκρατία.
Ο φθηνός εξυπνακίστικος χλευαστικός σαρκασμός συνιστά
μηδενισμό του “άλλου”. Είναι μέσο “ετεροποίησης”, “αλλοποίησης”
(“otherisation”), που μετατρέπει τον “άλλο”, δηλαδή εκείνον που σκέφτεται
διαφορετικά, από ομογενή ή ομοτράπεζο συνομιλητή σε ετερογενή εχθρό, σε
υπάνθρωπο, του οποίου ζητούμε την ηθική και φυσική εξόντωση, ρητά, ή
υπαινικτικά. Αν εμείς το κάνουμε υπαινικτικά (ως σχήμα λόγου) άλλοι θα το
κάνουν ρητά, και κάποιοι άλλοι παρακάτω θα το κάνουν πράξη, τραβώντας τη
σκανδάλη ενός όπλου που οι δικοί μας ανεύθυνοι φανατικοί λόγοι όπλισαν. Αυτό ακριβώς
είναι το modus operandi του φασισμού. Γι’ αυτό η αφελής υιοθέτηση τέτοιου ακραίου
και απαξιωτικού ύφους αποτελεί καταδικαστέα επιπόλαιη πολιτική πράξη – είναι
(ηθελημένα ή αθέλητα) πρώτο βήμα εκφασισμού. Όσοι υποπίπτουν σ’ αυτό το
αμάρτημα (και δεν είναι λίγοι) δεν δικαιούνται να λένε “δεν ήξερα”, “δεν το
εννοούσα”, “δεν είμαι φασίστας” αλλά οφείλουν να έχουν πλήρη επίγνωση των απώτερων
συνεπειών. Ο φασισμός στηρίζεται στην κατασκευή αποδιοπομπαίων τράγων, “μιασμάτων”
τα οποία αυτόκλητα προσέρχεται να “καθαρίσει” και μετέρχεται τις χυδαιότερες εκφράσεις
για να πετύχει τον εξοστρακισμό της λογικής, του εποικοδομητικού διαλόγου, του
μέτρου, της ηπιότητας, ώστε έτσι να μπορεί να πετύχει την τυφλή υποταγή των
άβουλων κουταβιών που προσηλυτίζει, αλλά και την τρομοκράτηση της ευρύτερης
κοινωνίας, που εθίζεται στη βία ή την αντι-βία, μέχρι που χάνουμε την συλλογική
ικανότητα διάκρισης, παθαίνοντας πολιτική αχρωματοψία, όπου το μαύρο δε
νομίζεται πια μαύρο, αλλά απλά μια άλλη αποδεκτή απόχρωση του γκρι.
Είναι κάποιοι που νομίζουν πως με λεκτικούς ακροβατισμούς
και υπερθετικές γυμναστικές, επιδεικνύουν τάχα “δύναμη” προς τέρψιν του όποιου
ακροατηρίου, και έχουν την αφέλεια να πιστεύουν πως η υπέρβαση της κρίσης
χρειάζεται την επίδειξη τέτοιας “δύναμης”. Εκλαμβάνουν τις κόσμιες εκφράσεις ως
ελιτισμό, και την ευγένεια ως αδυναμία, ως αναντίστοιχη προς την ένταση και το
βάθος της κρίσης. Τίποτε δεν είναι μακρύτερα από την αλήθεια. Οι ακραίες
εκφράσεις, ο εξυπνακισμός, ο σαρκασμός και η χλεύη, αποτελούν νερό στο μύλο του
φασισμού, είναι έκφραση της θλιβερότερης άγνοιας, εσωτερικής ανασφάλειας και
αδυναμίας. Τουναντίον η ευγένεια αποτελεί έκφραση μέτρου, αυτοσυγκράτησης και
αυτοπεποίθησης, που προϋποθέτουν τη μέγιστη δύναμη, ήτοι τη δύναμη της ακάματης
προσήλωσης στο πολίτευμα, τους θεσμούς και στα δημοκρατικά και φιλελεύθερα
ιδεώδη, τη δύναμη της αυτοσυνειδησίας περί την ευθύνη που βαρύνει τον καθένα
μας που ανοίγει το στόμα του δημόσια.
Όμως μή θεωρηθεί η κριτική τούτη για την ποιότητα του
δημόσιου λόγου, ως απόπειρα περιορισμού της ελευθερίας του λόγου. Πάνω από όλα
πρέπει να διαφυλάξουμε την ελευθερία έκφρασης που βεβαίως δεν επιδέχεται
ποιοτικούς ή υφολογικούς περιορισμούς. Ο καθένας ας συνεχίσει να λέει ό,τι
θέλει, όπως θέλει. Όμως, ας μην είμαστε αφελείς, ας αναλογιζόμαστε τις
συνέπειες και ας διαφυλάξουμε τα πολιτικά μας δικαιώματα ασκώντας τα με μέτρο
και ευθύνη, αποφεύγοντας τις αχρείαστες υπερβολές. Διότι τελικώς δημοκρατία δεν
νοείται χωρίς ελευθερία, αλλά ούτε και ελευθερία νοείται χωρίς ευθύνη, κι ούτε
ευθύνη χωρίς μέτρο και συστολή. Να λέμε τα σύκα – σύκα και τη σκάφη – σκάφη, μα
και τους ανθρώπους – ανθρώπους, ό,τι κι αν τους προσάπτουμε, όσο κι αν
διαφωνούμε μαζί τους.
Ο λαός μας άλλωστε εν μέσω κρίσης δε χρειάζεται
ακρότητες, αλλά σταθερότητα. Δε χρειάζεται συναισθηματισμούς και νεφελώδεις
εξάρσεις, αλλά στέρεη λογική. Δε χρειάζεται κροκοδείλια δάκρυα συμπόνοιας, αλλά
πρακτικές λύσεις. Αν πράγματι νοιαζόμαστε, τότε πρέπει να συμβάλλουμε στην
υπέρβαση της κρίσης αποκρούοντας αυτή την αέναη, άχαρη και αδιέξοδη αναπαραγωγή
μιας άρρωστης κακοφωνίας ηττοπαθών οιμωγών, ή σαρκαστικών αμφισβητήσεων,
προάγοντας τουναντίον την ήπια αυτοπεποίθηση, με εργαλείο την αναλυτική σκέψη
και την εποικοδομητική κριτική, με κοσμιότητα, και σοβαρότητα για την επιστροφή
στην ομαλότητα θέτοντας φραγμό στην διαβρωτική αμετροέπεια. Μεγάλοι άνθρωποι
και μεγάλοι λαοί δεν τρύχονται με γκρίνιες και μικρότητες, ούτε παρεκτρέπονται
στα άκρα σαν κακομαθημένα νήπια με το πρώτο στραβοπάτημα. Σφίγγουν τα δόντια
στα δύσκολα. Κρατούν το χαμόγελο στα χείλη. Μένουν σταθεροί και αμετακίνητοι
στις αξίες τους. Δεν ξεχνούν τους καλούς τρόπους, που αποτελούν ανάχωμα στο
βαρβαρισμό. Κοιτούν μπροστά και ψηλά. Ας
πράξομε δια των λόγων μας, και ας λέξομε δια των έργων μας ανάλογα.
No comments:
Post a Comment