Tuesday, 16 April 2013

Την πατρίδα την είχα μάθει αλλιώτικα...


Αναδημοσίευση από την Πατρίδα & Απάντηση



Την πατρίδα την είχα μάθει αλλιώτικα...

Του Χρήστου Καραγιάννη*

Στο καφενείο του φίλου μου του Παναγιώτη -που νομίζει πως παίζει καλή “δηλωτή”, τρομάρα του!- μπήκε προχθές κάποιος και ρώτησε ο άνθρωπος “πού είναι η πατρίδα”, εννοώντας προφανώς την εφημερίδα που κρατάς στο χέρι σου φίλε αναγνώστη, και που έχει τα γραφεία της στην ίδια πλατεία δίπλα απ’ το καφενείο του ακριβώς. 

Αυθόρμητα μου ήρθε να του πω: “Ενα βήμα μπροστά απ’ το χείλος του γκρεμού!”.

Είμαι γόνος προσφύγων αναντάμ μπαμπαντάμ και την πατρίδα την είχα μάθει αλλιώτικα. 


Αρχικά απ’ τους παππούδες μου σαν ένα αγαπημένο τόπο στα παράλια της Μικρασίας σπαρμένο μ’ αμπέλια και μάρμαρα παλιά και λαμπρά, γεμάτο ανθρώπους γλυκούς που πότιζαν τη γη με τίμιο ιδρώτα και που πότε - πότε τραγουδούσαν παραπονιάρικους αμανέδες και χόρευαν απτάλικο και που μετά ήρθαν οι άγριοι τσέτες και άλλους έσφαξαν και άλλους τους ξόρισαν για να ριζώσουν σ’ άλλα χώματα. 

Αργότερα στο σχολειό μ’ έμαθε ο δάσκαλός μου πως πατρίδα είναι και τούτα τα χώματα με το Μαραθώνα του Μιλτιάδη, με το Θούριο και τις ιδέες του Ρήγα, με τους αγώνες ρακένδυτων ανθρώπων και αποτίναξαν 400 χρόνια σκλαβιάς, με το “ΟΧΙ” του ‘40, με τη μεγαλειώδη Αντίσταση στους φασίστες Γερμανούς και τόσα άλλα σπουδαία, τόσα άλλα που με γέμιζαν περηφάνεια και όρεξη να την αγαπήσω κι άλλο αυτή την πατρίδα και να την κάνω και γω στα μέτρα των δυνατοτήτων μου, πιο τρανή! 

Πιο μετά μόνος μου -δεν μου το ‘μαθε κανείς αυτό!- κατάλαβα πως πατρίδα είναι και η Μακρόνησος και ο Αι- Στράτης και κείνοι που σάπιζαν στις φυλακές και σπάρθηκαν τα κόκκαλά τους στα ξερονήσια και στο Γράμο, επειδή τα όνειρά τους γι’ αυτή την πατρίδα δεν ταίριαξαν με αυτά εκείνων που μονοπωλούσαν τον πατριωτισμό με την υπόδειξη και την προστασία ντόπιων και ξένων νταβατζήδων. 

Αρχισα για πρώτη φορά να σκέφτομαι πως η πατρίδα δεν είναι η γλυκιά μάνα, αλλά η κακή μητριά! Μια μητριά που ξεχωρίζει, που φαρμακώνει, που “τρώει” τα μισά της παιδιά και νοιάζεται προκλητικά μόνο για τ’ άλλα. 

Σήμερα - στα 60 τόσα χρόνια μου - είμαι σε απόλυτη σύγχυση! 

Ποια είναι η πατρίδα μου λοιπόν; 

Αυτή που βίαζε -παραλίγο και ως πρωθυπουργός!- ο Τσοχατζόπουλος; 

Αυτή που λήστευε ο άθλιος εκείνος δήμαρχος της συμπρωτεύουσας; 

Αυτοί που ως κυβερνώντες εδώ και 60 χρόνια κατάφεραν να εξαφανίσουν από το πρόσωπο του λαού της το χαμόγελο; 

Αυτοί που σήμερα σηκώνουν στις γαϊδουρινές πλάτες τους το “ανάθεμα” του Ελληνα χωρίς να ιδρώνουν σταλιά; 

Αυτή που λιβανίζει ανερυθρίαστα τους βιαστές της και με γλοιώδη χατζηαβατισμό υποκλίνεται στους ξένους επιβήτορες; 

Ποια είναι η πατρίδα μου; 

Αισθάνομαι “απολις” και ανέστιος αγαπημένε παππού Μακρυγιάννη... 

Ανέστιος και ανθέλληνας!

* Ο Χρήστος Καραγιάννης είναι φιλόλογος 






Δεν είσαι, Καραγιάννη, άπολις, ούτε ανέστιος, ούτε ανθέλληνας
Απάντηση στον καθηγητή (μου), Χρήστο Καραγιάννη, φιλόλογο

http://www.patris.gr/articles/239306/#.UW01eJOG0V0

Του Παναγιώτη Περυσινάκη*

Πρόσκληση για ακόμη μια διαφωνία μου φάνηκε το πικρό, αλλά συγκινητικό σας άρθρο αγαπητέ μου δάσκαλε, στην Πατρίδα της 14ης Μαρτίου. Ακόμη μια διαφωνία, σαν τότε που καθόμαστε απέναντι εμείς στο θρανίο πάντα αποθαυμάζοντας τον τεχνικό από έδρας λόγο, ακόμη κι όποτε το επιχείρημα ή η οπτική ακολουθούσε αντίρροπες ατραπούς από τα δικά μας ένστικτα. 

Η διαφωνία πάντα έθρεφε το διάλογο και πάντα φεύγαμε πλουσιώτεροι και πληρέστεροι, αν και ποτέ χορτάτοι, από κείνο το μάθημα, ακόμη κι όταν βρισκόμασταν ενώπιοι στην άβολη αλλά έγκυρη διαπίστωση πως “καλά μεν γράφεις, γιε μου, με επιχειρήματα, αλλά άσχημα, άχρω- μα”. Δεν γίναμε λογοτέχνες, αλλά μάθαμε πόση αξία έχει ο διάλογος, η διαφωνία, το πειστικό (έστω ψυχρό) επιχείρημα. 

Η διαφωνία μπορεί να μην έγινε συνήθεια, γίνεται όμως τώρα ανάγκη. Γιατί πώς να μή διαφωνήσω με την άποψη (ρητορικό έστω σχήμα) πως αισθάνεστε “άπολις”, “ανέστιος”, “ανθέλληνας”, απέναντι προφανώς σε μια πόλη απολίτιστη, σε μια εστία ψυχρή και αφιλόξενη, σε μια Ελλάδα ανθελλήνων, τυχάρπαστων τυχοδιωκτών;

“Ποια είναι η πατρίδα μου”, ερωτάτε; 

Τι φοβερό ερώτημα! Τι επίκαιρο ερώτημα και πόσο προσωπικό για τον καθένα που θέλει να αναλογιστεί και να ψαχτεί. Ιδού μια πλευρά της δικής μου (εντός μου, ενώ εγώ εκτός της) Ελλάδας:

Ελλάδα είναι οι μαθητές σας, όσοι έμαθαν ελληνικά, Ελλάδα είναι οι δασκάλοι τους, όσοι έσωσαν τη γλώσσα μεταλαμπαδεύοντας τη, Ελλάδα είναι οι ποιητές της, οι συγγραφείς, όσοι τραγούδησαν τον ελληνικό τρόπο, ή τον ελληνικό καημό. Αλλά Ελλάδα είναι και οι αρχαίοι παππούδες, οι τραγικοί, οι φιλόσοφοι, οι θεμελιωτές της επιστήμης, όσοι κυλούν στο αίμα του νου και της καρδιάς μας, Ελλάδα είναι οι ήρωες των μύθων με τους οποίους τόσες γενιές νηπίων ανεδράμησαν, Ελλάδα είναι η λύρα και το μπουζούκι, ο Ζορμπάς και τα Παιδιά του Πειραιά, τ’ Αγριμάκια κι η Ξαστεριά. Ελλάδα είναι η μάνα και ο πατέρας, τ’ αδέρφια και τα παιδιά μας κι η άλλη οικογένεια. Η ελιά και το αμπέλι, τα βουνά και η θάλασσα. Το Άξιον Εστί.

Ελλάδα είναι ο ορθός λόγος που ελευθερώνει, εξανθρωπίζει και εξευγενίζει, αλλά και το άλογο συναίσθημα που δίνει νόημα βαθύτερο στο βαθύ γαλάζιο του ουρανού. Ελλάδα είναι ο νεφεληγερέτα Δίας, ο Απόλλων ήλιος, η γλαυκώπις Αθηνά, οι Μούσες, ο Όμηρος, ο Θουκυδίδης. Ελλάδα είναι ο Σωκράτης της νομιμόφρονης αυταπάρνησης, κι η Αντιγόνη η εαυτής αφέντρα, της αξιοπρεπούς ανέλπιδης αντίστασης. 

Ελλάδα είναι που πρώτη έδειξε στον κόσμο πώς πρέπει στο άτομο αξία αυτοτελής, πως η αξιοπρέπεια του ενός μπορεί να ανθίσταται στους πολλούς, όρθια χωρίς να κύπτει την κεφαλή σε αφέντες ή τυράννους ή αυθεντίες. 

Ελλάδα είναι και η που έπεσε πολλάκις.

Ελλάδα είναι που θα ξανασηκωθεί, που θα παλέψει τους εντός και εκτός δαιμόνους, που θα σταθεί, γιατί είναι ταγμένη πάντα να στιέται.

Αυτής της Ελλάδας είστε και είμαστε πολίτες, αυτήν επλάσατε μια ζωή από έδρας στα γόνιμα θρανία. Αυτήν που γιατρεύει παλιές πληγές, ξεχνά παλιούς διχασμούς, ενώνει και αγκαλιάζει όλους, αριστερούς και δεξιούς, συντηρητικούς και φιλελεύθερους, λογικούς ... και φιλόλογους, άχρωμους πεζούς και πολύχρωμους ποιητές, Έλληνες και ξένους, που θάλπει τους πρόσφυγες γιατί ξέρει από προσφυγιά, που δε φοβάται παρά μόνο το φόβο και τους εμπόρους αυτού. 

Ελλάδα είναι που γεννά επιστήμη, αλλά αποστρέφεται την ύβρη της θεοκτονίας, Ελλάδα είναι που με φοβέρες τους φίλους καλεί, αλλά που αφρουκάται και της Αθηνάς που συμβουλεύει αυτοσωτηρία. Ελλάδα είναι της φιλοτιμίας και της φιλαληθείας, έστω κι αν έχουν μείνει έννοιες ορφανές από υποκείμενα, γιατί έστω αυτές οι έννοιες οι αθάνατες κρατούν αυτή την Ελλάδα τη νοητή στη ζωή, διότι μένει η ελπίδα πως θα γεννηθούν κάποτε τα νέα υποκείμενα, εκείνοι που θα ενσαρκώσουν πάλι αρετή, ανδρεία, ευθύνη, αριστεία και θα δοξάσουν, έστω οι λίγοι πάλι τους πολλούς. 

Ελλάδα είναι της ελπίδας που δεν πεθαίνει, του αμάλαγου φωτός που κανένα πρόσκαιρο φασιστικό ή άλλο σκαιό μίασμα δεν μπορεί να μιάνει ούτε να σκιάσει. Ελλάδα είναι που πάλλει την καρδιά σας και κινεί τη γραφίδα σας. Ελλάδα είναι που κερνά κι ο φίλος που αναφέρετε ο Παναγιώτης ο καφετζής μέσα στο φλιτζάνι. Μέτρια, δίχως ζάχαρη, αλλά με απέραντη γλύκα. Ελλάδα είναι που θα ξημερώσει αύριο το νόστιμον ήμαρ και για τον Οδυσσέα που αργεί να γυρίσει. Ελλάδα είναι και η της πηνελόπιας υπομονής. Ελλάδα των μνηστήρων της πτώσης, αλλά και της Ολύμπιας θέωσης.

Γι’ αυτό δε με πείθει η ιδέα ενός Καραγιάννη άπολι, ανέστιου, ανθέλληνα, εκτός αν αντιστρέψει κανείς το νόημα των λέξεων (το οποίο προφανώς υπαινίσσεται και το περί ου ο λόγος άρθρο σας).

* Ο Παναγιώτης Περυσινάκης είναι νομικός σύμβουλος της εταιρείας Tempur 

International Ltd. 

Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι απολύτως προσωπικές 

No comments:

Post a Comment