Γιατί φτάσαμε εδώ
που φτάσαμε; Μπορούσε η κυβέρνηση να κάνει διαφορετικό χειρισμό για να
αποφευχθεί το “αδιέξοδο” με τους δανειστές; Μπορούσαν οι δανειστές να
διευκολύνουν την κυβέρνηση, προπαντός αν φοβούνται το ΣΥΡΙΖΑ; Μπορούσε ο ΣΥΡΙΖΑ
να χαράξει διαφορετική στρατηγική, ή να επιλέξει το δρόμο της συναίνεσης που
τόσοι υποδεικνύουν; Είναι υπαρκτός ο κίνδυνος εκτροχιασμού κι αν όντως έτσι
είναι τότε γιατί όλοι τραβούν το σκοινί, αντί να κάνουν κατάλληλους
αποφευκτικούς χειρισμούς;
Καθένας από τους “παίκτες”
που συμμετέχουν σε τούτο το πολιτικό παίγνιο (κυβέρνηση, αντιπολίτευση,
δανειστές) ακολουθεί μια ορισμένη στρατηγική, που, στο πλαίσιο της θεωρίας
παιγνίων, πάντα αναπροσαρμόζεται λαμβάνοντας υπ’ όψη τη στρατηγική των λοιπών
παικτών. Η στρατηγική των δανειστών είναι η διασφάλιση των δανείων τους στην
Ελλάδα, διασφαλίζοντας τον αναγκαίο έλεγχο ως προς την άσκηση περιοριστικών και
μεταρρυθμιστικών πολιτικών στη χώρα ικανών να μεγιστοποιούν το οικονομικό
αποτέλεσμα. Με μια λέξη, η στρατηγική των δανειστών αποσκοπεί στη βέλτιση
οικονομική διαχείριση, όχι τόσο για το καλό του Ελληνικού λαού (αυτό είναι παρεμπίπτον)
αλλά για το καλό των ιδίων.
Η κυβέρνηση
επίσης σκοπεί τη βέλτιση οικονομική διαχείριση, αλλά μόνο στο βαθμό που δεν
βλάπτονται οι εκλογικές της προοπτικές, το οποίο είναι συνάρτηση του πολιτικού
χρόνου. Στο βάθος χρόνου το θετικό οικονομικό αποτέλεσμα μιας χρηστής
διαχείρισης θα αποφέρει πολιτικά ωφέλη στην “υπεύθυνη” κυβέρνηση. Αλλά στο
μεταξύ (βραχυχρόνια) προκαλεί πολιτική φθορά, από την οποία επωφελείται η
αντιπολίτευση. Η κυβέρνηση, καθώς η οικονομία είναι στα πρόθυρα ανάκαμψης, έχει
ζωτική ανάγκη τον πολιτικό χρόνο, προκειμένου να επιβιώσει και να φέρει
αποτέλεσμα. Όταν απειλείται η βράχυνση του πολιτικού χρόνου για την κυβέρνηση,
τότε η “χρηστότητα” της πολιτικής της μετριάζεται και ενδίδει στο λαϊκισμό,
ενδυόμενη “αντιμνημονιακή” λεοντή.
Αντιθέτως η
στρατηγική της αντιπολίτευσης είναι να καρπωθεί από το πρόσκαιρο πολιτικό
κόστος της κυβέρνησης τώρα που η φθορά της τελευταίας είναι μέγιστη ενώ οι
ωφέλειες δεν έχουν ακόμη φανεί. Η αντιπολίτευση έχει απόλυτη ανάγκη αποστασιοποίησης
καταγγέλοντας μνημόνια, λιτότητα και ό,τι άλλο “κακό” και φερόμενη να
επισπεύδει τις εκλογές δήθεν ως μέσο “λύτρωσης”. Αυτό φυσικά ακυρώνει κάθε
προοπτική συναίνεσης. Η προσχηματική δαιμονοποίηση του κυβερνητικού έργου
καθίσταται αναπόδραστη το οποίο εξάλλου ωθεί την αντιπολίτευση στην υιοθέτηση
ακραία μαξιμαλιστικών και ουτοπικών λαϊκίστικων πολιτικών θέσεων, που κερδίζουν μεν ψήφους, αλλά καθιστούν
επίφοβη για τις αγορές και τους δανειστές την προοπτική κατάληψης της εξουσίας από
ριζοσπάστες αριστεριστές.
Με αυτά τα
δεδομένα η τελευταία διαπραγμάτευση της κυβέρνησης με τους δανειστές κατέστη
εξαιρετικά δυσχερής, μολονότι θα νόμιζε κανείς το αντίθετο θα ίσχυε, ενόψη των
κυβερνητικών δημοσιονομικών επιτευγμάτων. Δυστυχώς από τις ευρωεκλογές και
μετά, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να εγκαταλείψει (προς το παρόν) τη “χρηστή
διαχείριση” αναβάλλοντας τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και υιοθετώντας
αντιμνημονιακό λόγο, που επιβάλει ο ορατός κίνδυνος βράχυνσης του πολιτικού
χρόνου. Με το ΣΥΡΙΖΑ να προηγείται στις δημοσκοπήσεις σταθερά, ο υπαρκτός κίνδυνος
πολιτικής ανατροπής μέσα στο Μάρτιο (με αφορμή την προεδρική εκλογή) επέφερε
παράλυση. Η παροχή διευκολύνσεων σήμερα σε μια επισφαλή κυβέρνηση με σχεδόν
βέβαιη ανατροπή των εγγυήσεων από το ΣΥΡΙΖΑ αύριο είναι για τους δανειστές μια
μη αποδεκτή προοπτική. Έτσι η άρση της αβεβαιότητας κατέστη προαπαιτούμενο της
όποιας συμφωνίας.
Σε αυτό το
ασφυκτικό πλαίσιο η ίδια η κυβέρνηση δεν είχε περιθώρια διαπραγματευτικών
ελιγμών. Εγκλωβίστηκε στο αντιμνημονιακό παίγνιο, από το οποίο δεν μπορούσε
ούτε να μην εμπλακεί κατά πρώτον (μετά την ήττα των Ευρωεκλογών) ούτε και να
απεμπλακεί στη συνέχεια εφόσον εξακολουθεί η αβεβαιότητα της προεδρικής
εκλογής, που απειλεί να της στερήσει τον αναγκαίο πρόσθετο πολιτικό χρόνο. Αυτό
οδήγησε τη διαπραγμάτευση σε τεχνητό αδιέξοδο. Μολονότι η Ελλάδα έχει πετύχει
και υπερβεί δημοσιονομικούς στόχους, ούτε οι δανειστές ήταν έτοιμοι να
διευκολύνουν μια επισφαλή πλειοψηφία, ούτε η κυβέρνηση είχε περιθώριο ελιγμών
για ένα έντιμο συμβιβασμό. Κάτι τέτοιο θα μπορεί να γίνει μονάχα αφότου αρθεί η
αβεβαιότητα.
Το ενδιαφέρον
είναι ότι όπως διαμορφώνονται οι εξελίξεις, το παιχνίδι δυσκολεύει και για το
ΣΥΡΙΖΑ, τόσο ώστε η επίσπευση εκλογών που διακαώς επιδιώκει να κινδυνεύει να
λειτουργήσει ως μπούμερανγκ σε βάρος του. Εάν υπάρξει τελική εμπλοκή και πάμε
σε εκλογές που κερδίσει το Φεβρουάριο, ξέρει ο ΣΥΡΙΖΑ (ενόψη της αδιάλλακτης
στάσης των δανειστών) ότι την επομένη των εκλογών δεν θα μπορεί να κυβερνήσει,
αφού δεν θα έχει χρηματοδότηση ούτε από τις αγορές, ούτε από τους δανειστές και
προπαντός ούτε από την ΕΚΤ. Ή θα πρέπει να συμβιβαστεί (και να υποστεί την ίδια
κονιορτοποίηση που υπέστη το ΠΑΣΟΚ μετά το θρίαμβο του 2009) ή να βγάλει ηρωικά
(και απερίσκεπτα) τη χώρα από το ευρώ. Μάλιστα, επειδή η σχετική δημοσιονομική
προσαρμογή έχει σχεδόν ολοκληρωθεί από την παρούσα κυβέρνηση (κάτι που δεν
ίσχυε το 2012) ο ΣΥΡΙΖΑ θα προτιμήσει την έξοδο από το ευρώ, ως προϋπόθεση
πολιτικής του επιβίωσης. Αυτός ο κίνδυνος επιτείνεται και από το γεγονός ότι οι
δανειστές ξέρουν ότι ένα GREXIT σήμερα ενέχει πολύ λιγότερο ρίσκο για την Ευρωπαϊκή
οικονομία από ό,τι πριν δύο χρόνια. Γι’ αυτό ο κίνδυνος ατυχήματος το 2015 (σε
περίπτωση κατάληψης της εξουσίας από το ΣΥΡΙΖΑ) είναι μεγαλύτερος από ό,τι θα
ήταν το 2012.
Επειδή τούτη η
στρατηγική γίνεται ορατή όχι μόνο στους άλλους παίκτες αλλά και στο εκλογικό
σώμα (που δεν θέλει ούτε εκλογές, ούτε έξοδο από το ευρώ) είναι πιθανό ότι
μέχρι το τελικό ξεκαθάρισμα οι συσχετισμοί είτε στη βουλή, είτε στο εκλογικό
σώμα θα αλλάξουν και η ρευστότητα (άρα και η κατρακύλα των αγορών) θα επιταθούν
το προσεχές διάστημα. Έτσι παρά το σημερινό προβάδισμα, είναι κάθε άλλο παρά
βέβαιο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να κερδίσει τις εκλογές, αν γίνουν μέσα στον Γενάρη,
καθώς τα διλήμματα του 2012 θα επανέλθουν δριμύτερα.
Συνεπώς η μόνη
ασφαλής διέξοδος για όλους είναι η εκλογή ΠτΔ από την παρούσα βουλή. Εφόσον θα
έχει απαλειφθεί ο πολιτικός κίνδυνος και θα έχει αρθεί η αβεβαιότητα με την
εκλογή προέδρου οι δανειστές θα μπορούν να παράσχουν τις ζητούμενες
διευκολύνσεις και οι κυβέρνηση θα μπορεί σε αντάλλαγμα να δώσει τις απαραίτητες
εγγυήσεις, και να επιστρέψει στη ζητούμενη “χρηστή διαχείριση” που εγκατάλειψε
μετά τις ευρωεκλογές, οπότε ο πρωθυπουργός θα πρέπει να κάμει βεβαίως και ένα
διορθωτικό ανασχηματισμό που θα επαναφέρει τη χώρα σε τροχιά σοβαρότητας μέχρι
τις επόμενες εθνικές εκλογές.
Σε αυτό το
σενάριο οι αγορές θα επανακάμψουν βίαια, η ανάπτυξη θα επιταθεί και εδραιωθεί
και η χώρα θα εισέλθει οριστικά σε ενάρετο κύκλο σταθερότητας και δυναμικής
προόδου. Αν αντιθέτως το πράγμα στραβώσει και στις 29 Δεκέμβρη η χώρα κάμει το
άλμα στο κενό, τότε οι προοπτικές για μια εθνική καταστροφή θα είναι υπαρκτές.
180 αντιπρόσωποι του έθνους κρατούν τη μοίρα της χώρας στα χέρια τους. Όλα είναι
πιθανά, αλλά λογικά η εκλογή Δήμα στις 29 είναι πιθανότερη ενός ατυχήματος,
μολονότι τα νούμερα προς το παρόν δεν βγαίνουν.
No comments:
Post a Comment