Saturday, 28 February 2015

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩ (O “ζουρλομανδύας” έσχατο ανάχωμα στο λαϊκισμό)

Την επομένη της άταχτης υποχώρης στο Βατερλώ της νέας κυβέρνησης στις Βρυξέλλες διαγράφονται οι παράμετροι της τελικής σύγκρουσης. Η άδοξη “μάχη” του μνημονίου τελείωσε. Αρχίζει ήδη η μάχη του ευρώ. Κρίθηκε πλέον ότι αδύνατη η απόκρουση του μεν χωρίς απεμπόληση του δε. Το ανιστόρητο ψέμα ενάντια στο μνημόνιο που σημάδεψε την προηγούμενη περίοδο μεταλλάσσεται ήδη ως χιονοστιβάδα στην μητέρα όλων των ψεμάτων, στο ψέμα ενάντια στο ίδιο το ευρώ. Τώρα που έγινε φανερό ότι δε γίνεται να έχουμε και την πίτα ολάκερη και το σκύλο χορτάτο τίθεται το ύστατο δίλημμα: αντιμνημόνιο με δραχμή, ή ευρώ με μνημόνιο. Τώρα θα κριθούν όλα. Όμως η μάχη του ευρώ, πέρα από τις όποιες προφανείς οικονομικές έχει και μια βαθύτερη παράμετρο υπαρξιακή για τη χώρα και τις προοπτικές της.

Η παραμονή στο ευρώ συνεπάγεται ένα βασικό δεδομένο: την εκχώρηση της νομισματικής πολιτικής στην ΕΚΤ, έξω και πέρα από τον πολιτικό έλεγχο. Η ΕΚΤ είναι κέρβερος και δεν κάνει τα χατίρια πολιτικών που έχουν την τάση να πληθωρίζουν την οικονομία, να τυπώνουν χρήμα και να κοροϊδεύουν τον κόσμο. Ο βασικός λόγος της πολιτικής ανεξαρτησίας της ΕΚΤ από τις καταστατικές της συνθήκες είναι αυτός, να είναι ανάχωμα στον πληθωρισμό και να φράζει το δρόμο στους λαϊκιστές πολιτικάντηδες.

Στον αντίποδα, η απώτερη θεμελιακή – πρωτογενής αιτία όλων των ελληνικών δεινών και της παρούσης κρίσης (που δεν χρειάζονται εξεταστικές επιτροπές για να το καταδείξουν) είναι ο λαϊκισμός και η δημαγωγία. Η φύση του πολιτικού μας συστήματος (φαύλη και λαϊκίστικη διαχρονικά) συγκρούεται πλέον και συνθλίβεται στον μπετονένιο τοίχο του ευρώ. Όσο η νομισματική πολιτική ελεγχόταν από λαϊκιστές πολιτικούς των Αθηνών, οι οποίοι μπορούσαν να τυπώνουν δραχμές στο Χολαργό ανεξέλεγκτα και κατά βούληση, τόσο αυτοί μπορούσαν να κοροϊδεύουν τον κόσμο και να κρύπτουν τις δημοσιονομικές και ρυθμιστικές τους ατασθαλίες κάτω από το χαλί της νομισματικής πληθώρας. Έδιδε έτσι δημαγωγικές αυξήσεις ο Ανδρέας Παπανδρέου και αγόραζε πολιτική εύνοια, αλλά έπαιρνε πίσω με το άλλο χέρι πολλαπλάσια μέσω πληθωρισμού και υποτίμησης, ελέω Χολαργού. Πωλούσε “σοσιαλισμό” με πατρωνία, και αγόραζε ανέξοδα, στην υγεία των κορόιδων τα ψηφαλάκια τυπώνοντας δραχμές.

Η δραχμή, της μεταπολίτευσης (που δεν έχει καμιά σχέση με τη σκληρή δραχμή του Καραμανλή της πρώτης οκταετίας ‘56 – ‘63)[i] αναδείχθηκε σε μπαλαντέρ του λαϊκισμού, που κατέστησε το λαϊκίστικο (περονικό) μοντέλο διακυβέρνησης κυρίαρχο (με μικρό διάλειμμα της πρώτης περιόδου Σιμήτη). Η δραχμή ήταν για το λόγο αυτό το μεγαλύτερο εμπόδιο στον εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας. Ήταν η λευκή επιταγή προς το λαϊκισμό και την δημοσιονομική ασωτία, αυτό που οι αγγλοσάξωνες ονομάζουν “κάρτα εξόδου από τη φυλακή” (“get out of jail card”).

Η μετάβαση στο ευρώ προϋπέθετε αλλαγή πολιτικού μοντέλου. Η συνθήκη του Μάαστριχτ είχε ρητούς περιορισμούς. Έθετε φρένο στα ελλείμματα και στο υψηλό χρέος. Η δημοσιονομική ασωτία δεν μπορούσε πλέον να στηρίζεται λάθρα στο δεκανίκι της ελαστικής νομισματικής πολιτικής, η οποία στο εξής με το ευρώ έμελε να είναι αυστηρή και έξω από τον έλεγχο των πολιτικών. Το “χαλί” του Χολαργού κάτω από το οποίο οι Έλληνες πολιτικοί έκρυβαν τη δημοσιονομική ασωτία τους εξέλιπε με την είσοδο στο ευρώ. Όμως οι πολιτικοί μας δεν συνετίστηκαν ως όφειλαν. Η αδράνεια του προηγούμενου μοντέλου επικράτησε και η ασωτία συνεχίστηκε την πρώτη δεκαετία τούτου του αιώνα, με ολέθριες συνέπειες. Οι δημαγωγικές αυξήσεις, και τα δημαγωγικά ελλείμματα και οι παροχές διάβρωσαν την ανταγωνιστικότητα, αποσταθεροποίησαν το εμπορικό ισοζύγιο, διέλυσαν την οικονομία, και η βαλβίδα ασφαλείας της εύκολης υποτίμησης που τόσες φορές είχαν χρησιμοποιήσει οι δυνάμεις του λαϊκισμού στο παρελθόν, όποτε ο κόμπος έφτανε στο χτένι, απλώς δεν υπήρχε πλέον. Αντί αυτού φτάσαμε στο κράχ του 2010, που είναι ουσιαστικά το τεκτονικό σημείο σύγκρουσης του παλαιού προνεωτερικού μοντέλου εξουσίας, με το νέο μοντέλο διακυβέρνησης της σύγχρονης εποχής.

Η μόνη διαθέσιμη παρέμβαση από την αρχή της κρίσης, αλλά και σήμερα είναι η πραγματική αλλά επώδυνη εξυγίανση της οικονομίας, ο δημοσιονομικός εξορθολογισμός και η απελευθέρωση των αγορών, ιδία της αγοράς εργασίας, δηλαδή οι πολιτικές που περιγράφονται στα επάρατα μνημόνια, που δεν ήταν τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο από τις υπερήμερες παρεμβάσεις που επί δεκαετίες είχε ανάγκη η χώρα, αλλά που το εγχώριο διαβρωμένο πολιτικό σύστημα, βουτηγμένο στη δημαγωγία και το λαϊκισμό, αδυνατούσε να υλοποιήσει διαχρονικώς φοβούμενο το πολιτικό κόστος. Είναι οι πολιτικές που αποσκοπούν να κάμουν την ελληνική οικονομία σύγχρονη και ανταγωνιστική, να την φέρουν εγγύτερα στο επίπεδο των άλλων ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών οικονομιών. Χωρίς αυτές τις (μνημονιακές) πολιτικές είναι αδύνατη η προσαρμογή της οικονομίας μας στο πλαίσιο του ευρώ και η παραμονή μας σε αυτό. Δεν γίνεται ευρώ χωρίς μνημόνιο, δηλαδή χωρίς μετάβαση σε ένα νέο οικονομικό μοντέλο.

Δεν αμφισβητεί κανείς τον πόνο που προξένησε η βίαιη προσαρμογή της τελευταίας πενταετίας. Όμως για τον πόνο δεν ευθύνεται η κατεύθυνση της προσαρμογής, που ήταν απολύτως ορθή, αλλά η ταχύτητα αυτής, που αναγκαστικά έπρεπε να γίνει σε 5 χρόνια αντί σε 40 χρόνια, καθώς και το ότι έγινε με τρόπο ώστε να τεθούν δολίως στο απυρόβλητο οι ευνοημένες μειοψηφίες και πελάτες της παλιάς νομενκλατούρας, όπου παραδόξως κλήθηκαν να μας βγάλουν από την κρίση οι ίδιοι που μας έριξαν σε αυτή. Ο λαός πλήρωσε το κόστος της ανεύθυνης δημαγωγίας των προηγούμενων δεκαετιών και την αδράνεια μιας κακής, φοβικής διαχείρισης της κρίσης.

Αλλά σε τούτο ακριβώς έγκειται η κολοσσιαία σημασία του ευρώ για τη χώρα μας. Η παραμονή στο ευρώ μας αναγκάζει να αλλάξουμε, έστω στανικώς, σε πείσμα κάθε παλαιοσυντήρησης. Να εκσυγχρονιστούμε, έστω με εξωγενή πίεση ελλείψει εγχώριου οράματος. Να γίνουμε ευρωπαίοι σαν τους άλλους ευρωπαίους, να ζούμε μέσα στα όρια, να μετρούμε με υπευθυνότητα την κάθε απόφαση, να διαφυλάσσουμε την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, να πετυχαίνουμε βελτίωση του βιοτικού μας επιπέδου με την αύξηση της παραγωγής και των εξαγωγών, και με αύξηση της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας που θεν κόπο και σχέδιο, κι όχι με τεχνητή, εύκολη και τεμπέλικη μεγέθυνση της εσωτερικής ζήτησης και του καταναλωτισμού με δανεικά όπως γινόταν τα προηγούμενα σαράντα χρόνια.

Με το ευρώ, επιτέλους πάμε μπροστά, ακριβώς γιατί το ευρώ είναι ζουρλομανδύας, και ως τέτοιος τιθασεύει την τρέλα και την ασωτία των ανεύθυνων πολιτικών μας. Το ευρώ μας προστατεύει από τους ψεύτες και τους λαϊκιστές. Διότι τα ψέματα αυτών πλέον τιμωρούνται και ξεμπροστιάζονται ενώ με τη δραχμή επιβραβευόντουσαν και κουκουλώνονταν κάτω από το δεκανίκι της νομισματικής επέκτασης και τον πληθωρισμό.

Όμως οι τρωγλοδύτες εκφραστές του λαϊκισμού στη χώρα μας, οι ανιστόριτοι απολογητές του αναχρονιστικότερου αναχρονισμού του Ελληνικού μεσαίωνα, τα ζόμπι της ιστορίας, από το Λαφαζάνη, μέχρι το ΚΚΕ και τη ΧΑ, και όσοι άλλοι διάσπαρτοι δεξιά και αριστερά συναπαρτίζουν το λεγόμενο “κόμμα της δραχμής” ετοιμάζονται να δώσουν την ύστατη μάχη οπισθοφυλακών για τη διαφύλαξη και διαιώνιση της προνεωτερικής μας φαυλότητας, και βαφτίζουν την επιστροφή στην ασωτία της νομισματικής πληθώρας, ξεδιάντροπα ως τάχα “ανάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας”, μαζεύουν δυνάμεις και ετοιμάζονται να κατέλθουν στην ύστατη αυτή μάχη, του παλιού απέναντι στο νέο, τη μάχη του ευρώ. Σε αυτήν μετέρχονται τα μόνα όπλα που χρησιμοποιούν πάντα οι λαϊκιστές και οι δημαγωγοί: το ψέμα και την αλητεία, την απροκάλυπτη γκεμπελική προπαγάνδα. Προσπάθησαν πριν να μας πείσουν ότι την κρίση έφερε τάχα το μνημόνιο (ενώ ισχύει το ακριβώς αντίθετο) και τώρα θα προσπαθήσουν να προβάλλουν το τερατώδες ψέμα (τη “μητέρα όλων των ψεμάτων”), ότι για την κρίση φταίει το ευρώ, ότι η εθνική ανεξαρτησία και αξιοπρέπεια μπορεί τάχα να επανακτηθεί μόνο με αποχώρηση από το ευρώ.

Αλλά αυτό που οι νέοι Αλκηβιάδες εννοούν ως “εθνική ανεξαρτησία” με έξοδο από το ευρώ, δίκην νέας Σικελικής Εκστρατείας, είναι η διαιώνιση της υποταγής του λαού μας στη φαυλότητα, το ψέμα και τη δημαγωγία, των εγχώριων μαστροπών, είναι στην πραγματικότητα η διασφάλιση υπέρ μιας φαυλεπίφαυλης πολιτικής τάξης της πρότερης άσωτης ατιμωρησίας, για να γυρίσουμε πίσω, να μη γίνουμε ποτέ πρώτοι στην Ευρώπη, αλλά να μείνουμε πάντα έσχατοι στα Βαλκάνια. Ήδη το κυβερνών κόμμα, με την κεκτημένη ταχύτητα των προηγούμενων αντιμνημονιακών ψευδών, ταλαντεύεται και αναζητά το επόμενο μεγάλο ψέμα ως φύλλο συκής ως αντιπερισπασμό για το Βατερλώ της πρόσφατης μνημονιακής ήττας, αδυνατώντας να διαχειριστεί τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για την παραμονή στο ευρώ, ο δε λαός εθισμένος στο ψέμα προσδοκά τον επόμενο ακόμη πιο μεγάλο ψεύτη μετά βαΐων και κλάδων.

Αυτή η ύστατη και πλέον αποφασιστική μάχη, η μάχη του ευρώ, δεν πρέπει να χαθεί, γιατί τότε θα έχει χαθεί για πάντα ο πόλεμος για την ελληνική ψυχή, η δε ασύλληπτη οικονομική καταστροφή σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο δυστυχώς δε θα είναι η μέγιστη απώλεια για τη χώρα και τις προοπτικές της.





[i] ο Καραμανλής δεν ήταν λαϊκιστής, δεν έδινε εικονικές αυξήσεις πάνω από την παραγωγικότητα και δεν τύπωνε δραχμές για να θωπεύει τα πλήθη με εικονική ανέξοδη ευημερία. Αντιθέτως έπρατε πάντα ό,τι υπηρετούσε το μακροπρόθεσμο εθνικό συμφέρον. Δεν κοιτούσε τα ψηφαλάκια. Η δραχμή κατά την πρώτη οκταετία του ήταν το σκληρότερο νόμισμα στον κόσμο και η Ελλάδα είχε τη δεύτερη ψηλότερη ανάπτυξη παγκοσμίως με το χαμηλότερο πληθωρισμό. Είναι γνωστή η ιστορία όταν σε προεκλογική συγκέντρωση στο Βόλο βγήκε στο μπαλκόνι απευθυνόμενος στα πλήθη και τους είπε “μου ζήτησαν οι πολιτευτές σας να σας διαγράψω τα δάνεια [για τους σεισμούς]. [παύση] Τα δάνεια θα τα πληρώσετε μέχρι την τελευταία δεκάρα, γιατί αν ξαναγίνει καμιά θεομηνία, που θα βρω λεφτά να σας ξαναδώσω!”. Παραδίδει ο Κων. Τσάτσος (“Ο Άγνωστος Καραμανλής”) ότι ακολούθησε σιωπή και αμηχανία αλλά μετά τα πλήθη ξέσπασαν σε ζητοκραυγές γιατί αναγνώρισαν το ανάστημα του μεγάλου ηγέτη, ο οποίος κατά την ρήση του Θουκιδύδη (από το χαρακτηρισμό του Περικλή) :
κατεῖχε τὸ πλῆθος ἐλευθέρως, καὶ οὐκ ἤγετο μᾶλλον ὑπ’ αὐτοῦ ἢ αὐτὸς ἦγε, διὰ τὸ μὴ κτώμενος ἐξ οὐ προσηκόντων τὴν δύναμιν πρὸς ἡδονήν τι λέγειν, ἀλλ’ ἔχων ἐπ’ ἀξιώσει καὶ πρὸς ὀργήν τι ἀντειπεῖν. [Β.2.65.8]

No comments:

Post a Comment