Τί είναι ηθικό, καλό, ενάρετο και ευάρεστο;
Ποιά ζωή αξίζει να επιδιώκει να ζει κανείς; Πώς και με τί κριτήρια επιλέγει
κανείς; Πώς “σκέφτεται” ένας “θεοσεβούμενος” τρομοκράτης που παίρνει στο λαιμό
του πλήθος από αθώες ζωές στο όνομα κάποιου “φιλέσπλαχνου” θεού; Τί είναι
εκείνο το διανοητικό δηλητήριο που εγκαθιστά τέτοια υπερφίαλη – αυτάρεσκη
βεβαιότητα στον αρρωστημένο εγκέφαλο ενός τρομοκράτη; Δικαιολογείται η άσκηση
βίας (και μάλιστα ανθρωποκτόνου βίας) προς ολοκληρωτική επιβολή μιας νομιζόμενης
“υπέρτατης αξίας” (μεταφυσικής δοξασίας, θεού, κλπ); Συγχωρείται βίαιη άμυνα
απέναντι σε τέτοια ολοκληρωτική βία; Ποιά και γιατί είναι η ορθή στάθμιση στο
δίλημμα ανάμεσα στην ελευθερία έκφρασης και στην ελευθερία θρησκευτικής
συνείδησης; Πώς διαλέγει κανείς να “πιστεύει” ή να “ερευνά”;
Δυο δρόμοι υπάρχουν σχηματικά μπροστά μας:
Ο ένας είναι ο πεζόδρομος του Νοητού, που
λέει πως υπέρτατη αξία είναι ο άνθρωπος, ο καθένας εξατομικευμένος χειροπιαστός
άνθρωπος (Human), δηλαδή το άτομο που πορεύεται με γνώμονα τη Λογική (Ratio). Αυτός είναι ο δρόμος του Ουμανισμού (Humanism), που μας υπόδειξε ο Ευρωπαϊκός
Διαφωτισμός, με μέτρο τον άνθρωπο και μέθοδο τον Ορθολογισμό (Rationalism).
Ο άλλος είναι ο νεφελόδρομος του Α-Νοητού που
λέει πώς πάνω από τον άνθρωπο υπάρχει κάτι υπέρτερο, απροσδιόριστο, αόριστο, εξ
ορισμού μή προσδιορίσιμο, μή νοητό, μή φυσικό, δηλαδή μεταφυσικό (“θεός”), που
ναι μεν δεν μπορούμε να ορίσουμε, ή να κατανοήσουμε, ή να γνωρίσουμε, αλλά που
οφείλουμε να πιστεύουμε, να υπακούμε και να σεβόμαστε, μάλιστα δε να σεβόμαστε
ακόμη κι αν δεν πιστεύουμε.
Όσοι ασπάζονται την δεύτερη άποψη περί
μεταφυσικής (θεϊστές – theists), τείνουν να πρεσβεύουν (σε αντίθεση προς τους oρθολογιστές) ότι η ηθική περιέχει
απόλυτη, αναλοίωτη και δι’ αποκαλύψεως παραδεδομένη “αλήθεια”. Πιστεύουν ότι
κάτι είναι ηθικό αντικειμενικά, ανεξάρτητα τί νομίζει ο καθένας και το
ζητούμενο είναι πώς να αφιχθεί κανείς σ’ αυτή την αντικειμενική αλήθεια που
προϋπάρχει ανεξάρτητα από και έξω από εμάς, μέσα από μια διαδικασία επίγνωσης
(αποκάλυψης). Το ζητούμενο ηθικό υψίπεδο κατ’ αυτή την εκδοχή εδράζεται στην
κορφή ενός θεϊκού “Ολύμπου” όπου αναρριχόμαστε, αρκεί να βρούμε το σωστό
μονοπάτι, όχι στο ρετιρέ ενός ανθρώπινου πύργου που οι ίδιοι οικοδομούμε (αν
είμαστε καλοί κτίστες και ικανοί αρχιτέκτονες). Έτσι οι θεϊστές, εκλαμβάνοντας
την ηθική ως δεδομένο, περιμένουν τις απαντήσεις στα ερωτήματα της εισαγωγικής
παραγράφου μασημένες και έτοιμες, ευρισκόμενες μέσα στις ιερές γραφές (Τόρα,
Βίβλο, Κοράνι, κλπ) και ενίοτε επιζητούν να λάβουν τις συμβουλές και τη φώτιση των
“ειδικών” περί τις ιερές γραφές, δηλαδή των μελών του ιερατίου, προκειμένου να “τους
δείξουν το δρόμο”.
Αλίμονο, όπως επιμένει να μας υπενθυμίζει
τελευταία η επικαιρότητα από τη Νίκαια, το Παρίσι, το Βερολίνο, ως τη Μέση
Ανατολή και τόσους άλλους μαρτυρικούς τόπους, η άκριτη και τυφλή υπακοή σε
διδαχές ορισμένων ιερατίων, ή η παρερμηνεία αυτών, ενίοτε έχει τραγικές
συνέπειες, ειδικά όταν κάποιοι εκλαμβάνουν ως θεάρεστο έργο την αφαίρεση της
ζωής αθώων στο όνομα της δικής τους Βεβαιότητας, της δικής τους Υπέρτατης Αξίας.
Όσοι της άλλης πλευράς ακολουθούμε τον άλλο
δρόμο, του Ορθολογισμού και του Ουμανισμού, δεν έχουμε έτοιμες απαντήσεις, αλλά
πρέπει να κοπιάσουμε, να στύψουμε το μυαλό μας, να βασανιστούμε, να κρίνουμε,
να σταθμίσουμε κάθε φορά. Το ζητούμενο δεν είναι να “γνωρίσουμε” τί είναι
ηθικό, αλλά να “αποφασίσουμε” τί εμείς κρίνουμε ως ηθικό χωρίς να εκλαμβάνουμε
τίποτε ως δεδομένο. Δηλαδή, είναι ζήτημα απόφασης και κρίσης, όχι γνώσης και
αποκάλυψης. Χωρίς αυτόματο πιλότο, με μόνη πυξίδα τη Λογική καταγινόμαστε με
την “εννοιολογική αρχιτεκτονική”, αυτό που ο καθηγητής Blackburn περιγράφει ως conceptual engineering (μηχανική εννοιών). Με μέτρο τον άνθρωπο
και γνώμονα την Λογική χτίζουμε σκαλί-σκαλί τον ανθρώπινο αξιακό και διανοητικό
πύργο μας, στο αέναο ανθρώπινο ταξίδι προς τα άστρα.
Στο τέλος (αν είμαστε επαρκώς ορθολογικοί) παραμένουμε
σκεπτικιστές (sceptics), δηλαδή διατηρούμε πάντα μια μικρή αμφιβολία, αποφεύγουμε την απόλυτη
βεβαιότητα, δεχόμαστε ότι ως κοινοί θνητοί μπορεί και να κάνουμε λάθος και τελικά
δεχόμαστε πως οι κανόνες της ηθικής αποτελούν υποκειμενική σύμβαση (με πιθανά
ψεγάδια) και όχι αψεγάδιαστη αντικειμενική αλήθεια. Γι’αυτό αποφεύγουμε
αμετάκλητες πράξεις (π.χ. αφαίρεση ζωής) διότι το περιθώριο αμφιβολίας αξιώνει
περιθώριο ανάκλησης. Το κυριότερο, αναλαμβάνουμε την ευθύνη των επιλογών μας σε
απόλυτα προσωπικό επίπεδο, γιατί γνωρίζουμε μέσα μας πως δεν έχουμε το άλλοθι
του Αδάμ και δεν μπορούμε να κρυφτούμε πίσω από το φύλο συκής καμίας ιερής
γραφής ή θεολογικής επιταγής. Αποφεύγοντας δε την αυτόκλητη και αμετάκλητη
τιμωρία αφήνουμε στον συνάνθρωπο που ίσως έσφαλε, και περιθώριο μετάνοιας,
δηλαδή περιθώριο ανάληψης ευθύνης.
Υπερασπιζόμαστε την περί ηθικής άποψη μας
(ενίοτε με θέρμη) ως “άποψη” που χρήζει υποστήριξης ή απόδειξης με λογικά
επιχειρήματα, που επιδέχεται αμφισβήτηση και ανταπόδειξη και που μπορεί στο
μέλλον να μεταβληθεί και όχι ως “θέσφατο” (=λεχθέν εκ θεού) που δεν επιδέχεται
βελτίωση. Δεν ανάγουμε ποτέ τη γνώμη μας σε δι’ αποκαλύψεως “αλήθεια” που
συγχωρεί την δια της βίας επιβολή της στους απίστους, ή τους αλλόδοξους. Οδηγός
μας δεν είναι οι ιερές γραφές και οι διδαχές του ιερατίου, ή ο φαντατισμός και
η δεισιδαιμονία, αλλά η Λογική, όση η φύση μας προίκισε. Ξέρουμε πως η εγγενής
ικανότητα μας να εκφέρουμε ηθικολογικές κρίσεις και αξιακές σταθμίσεις ανάγεται
στο υπεραναπτυγμένο νευρικό μας σύστημα και στην δημιουργία πολιτισμού ως
απότοκου της κοινωνικής συμβίωσης και μακράς ιστορικής εξέλιξης του είδους μας,
ως επιστέγασμα πολύ μακρύτερης βιολογικής εξέλιξης.
Κατά την Ουμανιστική/Ορθολογιστική εκδοχή,
η ηθική είναι μέσα στον άνθρωπο (στο νου του) όχι πάνω από τον άνθρωπο (εκ
θεού).
Το ζήτημα εδώ δεν είναι η επιχειρηματολογία
περί την αλήθεια ή πλάνη της μεταφυσικής (τεράστιο ξεχωριστό θέμα, επί του
οποίου εικάζω πως οι δικές μου απόψεις είναι ακόμη μειοψηφικές), αλλά το αν
είναι δέον ή σώφρον ακόμη και για έναν θεϊστή (δηλαδή ακόμη και μέσα από μία
θρησκειολογική οπτική) να εδράζει και να θεμελιώνει κανείς τις περί την ηθική επιλογές
του αλόγιστα επάνω στην μεταφυσική (δηλαδή στις όποιες θεολογικές του δοξασίες),
ή αν είναι ορθότερο και ασφαλέστερο να ακολουθεί τη λογική μάλλον παρά την
πίστη σε θέματα ηθικής και να διατηρεί πάντα κάποιο βαθμό αμφιβολίας επί των
ανθρωπίνων ακόμη κιαν (ή ειδικά αν) δεν έχει την παραμικρή αμφιβολία επί των
θείων.
Η σχετική επιλογή του εξορθολογισμού ή μή
της ηθικής για έναν θεϊστή είναι κρίσιμη και μπορεί να κάμει τη διαφορά ανάμεσα
στη ζωή και το θάνατο. Αν πιστεύω ότι η θρησκεία μου απαγορεύει τη χρήση
προφυλλακτικού, έχω πολύ περισσότερες πιθανότητες να γίνω αιτία μετάδοσης του ιού
του AIDS και να προξενήσω βλάβη στην υγεία ή θάνατο οικείων ή
αγνώστων. Αν πιστεύω ότι η θρησκεία επιβάλει τη θανάτωση των ομοφυλόφιλων, ή
των μοιχαλίδων, ή των βλάσφημων που εργάζονται το Σάββατο, ή που εκστομούν το
όνομα του θεού, ή που απεικονίζουν τον προφήτη του, τότε ίσως είμαι εγώ που θα
σπρώξω με αγανάκτηση τον “αμαρτωλό” από κάποια ταράτσα, ή εγώ που θα πετάξω τον
πρώτο λίθο, ή εγώ που θα ζωστώ με εκρηκτικά για να κάμω το θέλημα Του. Αν
πιστεύω ότι η θρησκεία επιβάλλει την υπαγωγή της γυναίκας στην εξουσία του
άνδρα, θα είμαι εγώ που θα αδικήσω και θα καταπιέσω τη γυναίκα μου για μια
ολόκληρη ζωή, νομίζοντας πως ενεργώ κατά τρόπο θεάρεστο.
Πώς όμως να πειστεί ένας θεϊστής να κάμει
τις δικές του ηθικές επιλογές με γνώμονα την λογική (χωρίς κατ’ ανάγκη να
απαρνηθεί την θεοκεντρική κοσμοθεωρία του και την πίστη του στο θεό); Πώς να
πειστεί κάποιος θεϊστής να εγκαταλείψει τη φιλόξενη “νήσο της ηθικής
βεβαιότητας” (της δι’ αποκαλύψεως “αλήθειας”) και να ριχθεί στην περιπέτεια της
αβέβαιης θάλασσας του σχετικισμού (relativism), να φύγει από τη θαλπωρή της “αντικειμενικής
αλήθειας” για να εισέλθει στο χάος της “υποκειμενικής σύμβασης”;
Φοβούμαι πως κατά το ρηθέν, είναι
ευκολώτερο για μια καμήλα να διέλθει το τρύπημα της ραφίδος παρά για έναν
θεϊστή να δει το φως της ορθολογικής ηθικής. Και τούτο διότι αυτό προϋποθέτει
μια κάποια άβολη διανοητική υπέρβαση από την ανθρώπινη φύση μας, που δεν έχει
να κάνει με το αν πιστεύουμε ή όχι στο θεό. Ακόμη και πολλοί α-θεϊστές
δυσκολεύονται να δεχτούν πως η “νήσος της ηθικής βεβαιότητας” δεν υπάρχει, πως
είναι απλά ένας αντικατοπτρισμός – μια οφθαλμαπάτη, διότι η δίψα αυτής της
βεβαιότητας είναι σύμφυτη με την ανθρώπινη ψυχολογία, και τον τρόπο που κάποιες
ιδέες εντυπώνονται ανεξίτηλα στον νου παιδιόθεν. Δίδουν ως παράδειγμα το βαθμό απαξίας
των πιο ειδεχθών συμπεριφορών (π.χ. φόνος, βιασμός, δουλεία, παιδεραστία) ως
απόδειξη πως υπάρχει έστω ένας στενός πυρήνας μιας άχρονης και παγκόσμιας
ηθικής αντικειμενικής αλήθειας για να καταδείξουν πως κάποιες πράξεις είναι αντικειμενικά
ανήθικες άσχετα από το χωροχρονικό πεδίο αναφοράς, ανεξάρτητα από το τί
νομίζουμε υποκειμενικά.
Όμως στην πραγματικότητα αυτό το επιχείρημα
απλά δείχνει το βαθμό ομοφωνίας που υπάρχει στο εδώ και το σήμερα για ορισμένες
ειδεχθείς συμπεριφορές. Δεν εξηγεί όμως γιατί για παράδειγμα ο φόνος υπό
ορισμένες συνθήκες θεωρείται ηρωισμός (πόλεμος, τζιχάντ), ή σε κάποιες έννομες
τάξεις νομικά εύλογος (θανατική ποινή), ούτε γιατί στην αρχαία Ελλάδα (και όχι
μόνο) η παιδεραστία και η δουλεία ήταν ανεκτές και μέρος της καθημερινότητας,
ενώ σήμερα προκαλούν αποτροπιασμό.
Όσοι ασπαζόμαστε τον ορθολογισμό ως μόνη
ασφαλή ηθική πυξίδα, πρέπει μεν να παραιτηθούμε από τη φρούδα ελπίδα πως θα
μπορέσουμε ίσως κάποτε να ξεκουράσουμε την κουρασμένη μας διάνοια σε κάποια ειδυλλιακή
“νήσο της βεβαιότητας”, αλλ’ όμως απ’ την άλλη δεν χρειάζεται να απελπιζόμαστε
πως θα πνιγούμε στον απέραντο ωκεανό του σχετικισμού, όπου τα πάντα ρει και τα
πάντα επιτρέπονται. Ο ορθολογισμός δεν μπορεί να οδηγεί στον παραλογισμό. Η
ανθρώπινη λογική ηθική προφανώς και θέτει κανόνες και όρια. Όμως είναι κανόνες
και όρια που προάγουν τον πολιτισμό μας μέσα στα πλαίσια της λογικής, και όχι
αυθαίρετα. Είναι κανόνες από εμάς για εμάς. Κανόνες που θέτουν εύλογους
φραγμούς σε αντικοινωνικές συμπεριφορές, που υπηρετούν τον άνθρωπο ως κοινωνικό
ον, ως υποκείμενο, ως πρόσωπο και όχι ως αντικείμενο ή υποχείριο.
Το ψέμα, η κλεψιά, η δολιότητα, η βία, η
αυθαιρεσία, είναι συμπεριφορές που εμφανώς υπονομεύουν το άτομο και το σύνολο,
άρα είναι ορθό και λογικό να τις καταδικάζουμε ως ανήθικες. Αλλά μπορούμε να το
κάνουμε αυτό βασιζόμενοι στη δική μας αυτοδύναμη λογική κρίση, έχοντας γνώση
όλων των συνισταμένων της ζωής μας στο εδώ και το σήμερα. Δεν χρειάζεται να
ανατρέξουμε στο επέκεινα ή σε κάποιο ιερό κείμενο της εποχής του χαλκού, ή να επικαλεστούμε
ηθικολογικές εντολές που δόθηκαν πριν από χιλιάδες χρόνια σε τελείως
διαφορετικές πολιτισμικές συνθήκες, και που συχνά κάποιες από αυτές είναι
καταφανώς ασύμβατες με το σημερινό πολιτισμικό κεκτημένο μας.
Στη Δύση, χάρη στον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό
και τη διδασκαλία του Ουμανισμού, μάθαμε να κάνουμε “ερμηνεία” των αρχαίων
κειμένων, και ο Χριστιανισμός, αφού στη διαδρομή του έκαψε μάγισσες και φόνευσε
αλλοθρήσκους, έχει (σε μεγάλο βαθμό) μετακινηθεί σήμερα σε πιο ανεκτικές και
ορθολογικές θέσεις. Οι θεϊστές στη Δύση (ανεξάρτητα θρησκείας και δόγματος)
στην πλειοψηφία τους δεν απειλούν σήμερα τον φιλελεύθερο τρόπο ζωής μας και τις
πολιτισμικές – ηθικοκοινωνικές κατακτήσεις των τελευταίων αιώνων. Δυστυχώς δεν
συμβαίνει το ίδιο με τους θεϊστές και φονταμενταλιστές άλλων περιοχών, που
μοιάζει να ζουν σε άλλες εποχές, και που επιτίθενται με τις δικές τους
Βεβαιότητες ευθέως στον τρόπο ζωής μας εδώ στη Δύση.
Επιλέγοντας τα πρόσφορα όπλα που θα
προτάξουμε προς προάσπιση του τρόπου ζωής μας στη Δύση, στην προκείμενη αυτή
κοσμική σύγκρουση με τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό, δεν πρέπει να
παραβλέπουμε ότι το ισχυρότερο όπλο είναι οι ίδιες μας οι αξίες, δηλαδή οι
ιδέες και αξίες εκείνες που έκαναν τη Δύση κοσμοκράτειρα, οι αξίες του Διαφωτισμού,
ο Ουμανισμός, η Ανεκτικότητα, ο Σκεπτικισμός, η Επιστημονική Σκέψη, η
Ελευθερία, η Δημοκρατία, τα Ατομικά Δικαιώματα, ο Ορθός Λόγος. Μπορούμε να
καταδείξουμε πόσο πιο ανθρώπινη και πραγματικά ΗΘΙΚΗ είναι η Ηθική που
βασίζεται στον ορθολογισμό παρά στη δεισιδαιμονία, και πόσο ανώτερο είναι το να
κάνουμε τις δικές μας επιλογές χωρίς από άμβωνος κατήχηση και να αναλαμβάνουμε
ολόκληρη την ευθύνη αυτών των επιλογών.
Διότι κι αν υπάρχει θεός, που μας προίκισε
μ’ ετούτο τον υπεραναπτυγμένο εγκέφαλο και τη δύναμη της λογικής, δεν θα
περιμένει τίποτε λιγότερο από μας (για να θυμηθούμε και την παραβολή των
ταλάντων) από το να κάνουμε καλή χρήση των εργαλείων που μας έδωσε, ή από το να
ζήσουμε καλά τη ζωή που μας χάρισε, ως καλοί πολίτες αυτού του κόσμου, χρήσιμοι
μέχρι τέλους, όχι μόνο στον εαυτό μας αλλά και στους γύρω μας. Υπό την έννοια
αυτή, ο Ορθός Λόγος ως πυξίδα των ηθικών μας επιλογών είναι όχι απλά η μόνη
ασφαλής οδός, αλλά κατ’ ανάγκη και η μόνη θεάρεστη. Η δε άκριτη μεταφυσική
θεμελίωση της ηθικής μας συνιστά, όχι απλώς το μέγιστο σφάλμα, αλλά και το
μέγιστο αμάρτημα, την έσχατη ηθική πτώση που υποκρύπτει διανοητική δειλία και
οκνηρία. Αξίζει νομίζω να δεηθούμε στην Κίρκη του νοητού αρχιπελάγους μας να
άρει τα δεσμά μας. Αξίζει να αποτολμήσουμε τον ηρωικό μας απόπλου από την
απατηλή Νήσο της Βεβαιότητας στο ταξίδι της ενηλικίωσης. Αξίζει να ριχθούμε στο
τρικυμισμένο πέλαγος του σχετικισμού, της εύλογης αμφιβολίας και των μή
αυτονόητων επιλογών, διότι εκεί θα βρούμε το βαθύτερο νόημα της ζωής, δηλαδή
την ατομική ευθύνη, που αποτελεί το ακριβό αλλά εγγυημένο εισιτήριο προς την
ελευθερία.
No comments:
Post a Comment