Η ορθολογική θεμελίωση της ηθικής, ως
ανθρώπινης υποκειμενικής σύμβασης, που υπόκειται σε χωροχρονική μεταβολή και
βελτίωση μέσα από την αέναη κοινωνική τριβή και διαπραγμάτευση και όχι ως
απόλυτης, αναλοίωτης, αντικειμενικής, θεόπνευστης αλήθειας, και άρα η απόρριψη
της μεταφυσικής θεμελίωσης της ηθικής (που πρότεινα σε πρόσφατο κείμενο[2]),
αφήνει αναπάντητο το εύλογο ερώτημα, περί την ανθρώπινη φύση. Αν ο άνθρωπος
είναι (όπως εικάζουν οι θεϊστές) διφυής, ύλη και πνεύμα, σώμα και ψυχή, κι αν η
ψυχή είναι αθάνατη κατά το κοινώς νομιζόμενο, τότε πώς μπορεί ένας θεϊστής να
αποφύγει τη μεταφυσική θεμελίωση της ηθικής του, χωρίς να προδίδει τη φύση του
ή χωρίς να διακινδυνεύει τη σωτηρία της ψυχής του – πώς άρα μπορεί ένας θεϊστής
να πεισθεί να ακολουθήσει τον προτεινόμενο δρόμο του ορθολογισμού;
Σε τούτο φοβούμαι ήταν ημιτελές το
προηγούμενο κείμενο, περίπου ως αλυσιτελής πρόσκληση σε ναυαγούς να διαβούν
δύσβατο ποταμό προς σωτηρία τους, χωρίς την προαπαιτούμενη παραχώρηση ικανής
προς τούτο γέφυρας. Μου φαίνεται έτσι επιτακτικό να επανέλθω, όχι πλέον με
επιχειρήματα ή θετικούς ισχυρισμούς, αλλά με απλοϊκές απορίες αφορούσες αυτό
που οι θεϊστές αποκαλούν “ψυχή”. Διότι βεβαίως, ως γνωστόν δεν χωρεί απόδειξη της
ανυπαρξίας του μή όντος, αλλά αυτό δεν καθιστά ανεπίδεκτη την έγερση εύλογων
ερωτημάτων περί του αβάσιμου και αναπόδεικτου της ομολογίας υπάρξεως, την οποία
ύπαρξη (της ψυχής) επιμένουν να ομολογούν οι θεϊστές, απτόητοι από την εκκωφαντική
σιωπή των πειστηρίων. Φυσικά από μια καθαρά νομικίστικη σκοπιά το αποδεικτικό
βάρος σαφώς βαραίνει τους πρεσβεύοντες την ύπαρξη του μή όντος, μάλλον παρά
τους αμφιβάλοντες αυτήν. Διότι το ον αποδεικτό ενώ το μη ον όχι.
Ως δαίμονες εκ νεότητος μου με ξεβόλευαν
πάντα όλες τούτες οι εύλογες απορίες και οι προφανείς αντιφάσεις και τα λογικά
αδιέξοδα περί την ψυχή. Τόσο, ώστε μου φαίνεται εύλογο να τα μοιραστώ, με την
ελπίδα ότι ίσως αποτελέσουν γεφυροποιόν τι στήριγμα προς το δρόμο της λογικής,
προς την ασφαλή και στέρεη ένθα όχθη του διανοητικού μας χείμαρρου, για όσους
πείθονται να αποδράσουν από την αντίπερα όχθη όπου ελλοχεύει η κινούμενη άμμος
της δεισιδαιμονίας, της μυθοπλασίας και της ευπιστίας.
Το πρώτο (και ίσως μείζον) ερώτημα αφορά
την προσωπικότητα της ψυχής.
Διανοείται άραγε η ψυχή; Παράγει σκέψεις; Έχει συνείδηση, δηλαδή επίγνωση του
Εγώ; Ποιό είναι το Εγώ της ψυχής; Συνταυτίζεται με το σώμα; Συγγενάται με αυτό;
Και ποιά ακριβώς είναι η στιγμή της γέννησης; Μήπως η στιγμή πρώτης επαφής του
ωαρίου με το σπερματοζωάριο, ή η στιγμή της διείσδυσης, ή της απόθεσης του
γενετικού υλικού, ή μήπως η στιγμή της πρώτης διαίρεσης των βλαστικών κυττάρων;
Και πώς ένα υλικό γεγονός αποτελεί έναυσμα ενός άυλου συμβάντος; Κανείς δεν
ξέρει. Και κάθε στάδιο στη διαδικασία σύλληψης του εμβρύου χωρίζεται σε
αδιάληπτη σειρά από ενδιάμεσα στάδια. Τί πρόσωπο, τί όνομα, τί φύλο έχει η
ψυχή, αν όχι τα του υλικού φορέα αυτής; Και αν δεν έχει πρόσωπο (ως άυλη) τί
είδους συνείδηση μπορεί να έχει; Συν-σκέφτεται η ψυχή με τον υλικό εγκέφαλο;
Μετέχει της σωματικής εγκεφαλικής λειτουργίας; Αλληλεπιδρά με τα ηλεκτρικά
κυκλώματα του εγκεφάλου; Με άλλα λόγια έχει η ψυχή το δικό της Εγώ;
Εφάπτεται η ψυχή καθ’οιονδήποτε τρόπο με τις
τέσσερις χωροχρονικές διαστάσεις του σύμπαντος; Με δεδομένο το ενιαίο του
χωροχρόνου (όπου ο χρόνος είναι ιδιότητα της ύλης), είναι αδύνατο να αντιληφθεί
κανείς κάτι άυλο (μη κείμενο στο χώρο) που όμως να κείται στον χρόνο, ιδία να
έχει αρχή ή διάρκεια. Αλλά μήπως εφάπτεται η ψυχή και στον χώρο, αφού δεχόμαστε
ότι έχει έστω μια αρχή; Έχει άραγε θέση ή σχήμα; Μήπως καταλαμβάνει το σχήμα
του υλικού φορέα της (του σώματος); Και άρα μήπως υπάρχουν μεγαλόψυχοι και
μικρόψυχοι όπως υπάρχουν μεγαλόσωμοι και μικρόσωμοι;
Τέλος πάντων, έχει η ψυχή αντίληψη της
δικής της ύπαρξης (συνείδηση); Έχει δική της εξατομικευμένη προσωπικότητα; Αλλά
η εξατομίκευση δεν προϋποθέτει την υλική διάσταση; Μεταφέρει η ψυχή το γνωστικό
κεκτημένο του εγκεφάλου, ώστε υπάρχουν πολυμαθείς και αμαθείς ψυχές, ή είναι
πέρα και πάνω από γνώσεις; Φέρει εξατομικευμένες εμπειρίες και μνήμες, ή είναι
αμέτοχη της καθημερινής τριβής; Και αν ναι, τότε τί ψυχική υπόσταση έχει η ψυχή
του άκαιρα θανόντος εμβρύου, που δεν πρόκαμε να αποκτήσει σκέψεις, εμπειρίες
και μνήμες; Αν πάλι είναι αμέτοχη του βροτού βίου, και δεν αναγνωρίζει ούτε
θυμάται τις διαπροσωπικές σχέσεις του υλικού της φορέα, τότε πώς εξατομικεύεται
η ψυχή, και υπό ποιά έννοια αποτελεί αθάνατη συνέχεια του θνητού φορέα της;
Αισθάνεται η ψυχή; Αλλά νοείται συναίσθημα
έξω από το χωροχρόνο και την ύλη; Δεν είναι άραγε τα συναισθήματα η στάση μας
απέναντι σε πρόσωπα, πράξεις, γεγονότα και καταστάσεις που διαδέχονται το ένα
το άλλο στο χωροχρόνο μέσα στον οποίο διαβιούμε; Σε ένα κόσμο άυλο και άχρονο,
νούνται πρόσωπα, πράξεις, καταστάσεις; Αισθάνεται η ψυχή αγάπη, έρωτα, μίσος,
χαρά, λύπη, ευχαρίστηση, δυσαρέσκεια, ευφορία, θλίψη, θυμό, αγαλλίαση, ζήλια,
φθόνο, φιλοδοξία, φόβο και τα παρόμοια, ή μήπως όλα ανεξαιρέτως τα συναισθήματα
προϋποθέτουν ζων βροτό υποκείμενο με πάθη και αλληλεπιδράσεις με άλλα βροτά
υποκείμενα;
Άραγε παθαίνει (πάσχει) η ψυχή; Είναι
δεκτική εξωτερικών ερεθισμάτων – είναι ικανός αποδέκτης επικοινωνίας; Και
αντίστοιχα, άραγε δρα η ψυχή; Είναι ικανή για την τέλεση πράξεων; Είναι ικανός
πομπός επικοινωνίας; Αλλά η δράση (ενεργητική ή παθητική) δεν προϋποθέτει κατ’
ανάγκη επαφή με τον υλικό χωροχρόνο, όπου η ψυχή ως άυλη και άχρονη μένει
αμέτοχη; Μετά το θάνατο μου, θα με γνωρίζει η ψυχή μου, όπως με γνωρίζει εν ζωή
ο εγκέφαλος μου; Θα μιλάει ελληνικά, αν μιλάει καν; Ο εγκέφαλος έχει (χάρη στις
5 αισθήσεις) ένα μοναδικό σημείο οπτικής (view point), μοναδικό στο χωροχρόνο. Η ψυχή, ως άυλη,
άχρονη, αδρανής και απαθής, τί σημείο οπτικής έχει, και πώς μπορεί να
συναισθάνεται την ύπαρξη της χωρίς κάποιο σημείο οπτικής;
Το δεύτερο τεράστιο ερώτημα αφορά την ηθική στάθμιση της ψυχής. Υπόκειται η
ψυχή σε αξιολογικές κρίσεις ως προς το ηθικό της αποτέλεσμα; Αλλά αν δεν δρα
και δεν παθαίνει, τότε πώς μπορεί η ψυχή να έχει συνείδηση (γνώση εαυτού) ή
προσωπικότητα, και πώς μπορεί να συναναστρέφεται άλλες ψυχές; Και πώς μπορεί μια
αδρανής και απαθής ψυχή να πράξει καλώς ή κακώς αν δεν μπορεί να πράξει κάν,
ώστε εν συνεχεία να κριθεί για το αποτέλεσμα της; Μήπως η ψυχή είναι απαθής και
αδρανής μόνο μετά το θάνατο του σώματος; Μήπως γι’ αυτό είναι πολύ αργά για
κάποιον να μετανοήσει μετά θάνατο;
Τί ποιοτική μετάλλαξη επιφέρει ο θάνατος
του σώματος στην ψυχή, ώστε να την αποστερεί από την δυνατότητα μετά θάνατον μετάνοιας;
Προφανώς την αποστερεί από την συγκατοίκηση με τον υλικό – σωματικό φορέα. Αλλά
μήπως εν ζωή αποφασίζει η ψυχή για τις πράξεις του φορέα; Αλλά είναι δυνατό η
ψυχή να είναι λιγότερο αδρανής και απαθής εν ζωή, αφού δεν είναι λιγότερο άυλη
και άχρονη; Και δεν θα ήταν άτοπο να μετέχει ή να παρεμβαίνει στη λήψη
αποφάσεων η ψυχή υποκαθιστώντας τάχα τον εγκέφαλο; Και αν ο σκοπός (το τέλος)
είναι η αθανασία της ψυχής, τί νόημα έχει το εφήμερο του βίου, ως αυτή η
απειροελάχιστη αφετηρία; Σε τί χρησιμεύει το σώμα;
Μήπως η ζωή αποτελεί μία δοκιμασία, ή μια
ευκαιρία; Μήπως η ψυχή γεννιέται πλήρης ηθικά και η ζωή αποτελεί μια δοκιμασία
από την οποία διερχόμενη η ψυχή καλείται να διατηρήσει το μέγιστο βαθμό
τελειότητας; Ή μήπως η ψυχή γεννάται ατελής και η ζωή είναι μια ευκαιρία
τελείωσης; Αλλά αν το δεύτερο τότε υπό ποιά έννοια είναι μακάρια τα τέκνα ή τα
βρέφη που συναντούν άκαιρο θάνατο, αν έτσι στερούνται την ευκαιρία τελείωσης;
Αν πάλι ίσχυε το πρώτο, και οι ψυχές γεννούνται τέλειες, τότε πώς είναι δυνατό
να καταλήγουν σε άνισο αποτέλεσμα, ώστε να χρειάζεται μάλιστα να κριθούν γι’
αυτό το αποτέλεσμα;
Αλλά ανεξάρτητα από το αν οι ψυχές
γεννούνται τέλειες ή ατελείς και άσχετα από το αν η ζωή είναι μια ευκαιρία
τελείωσης ή μια δοκιμασία διαφύλαξης της τελειότητας, θα ήταν αδιανόητο να
υποθέσει κανείς ότι οι ψυχές κατά την γέννηση τους είναι άνισες ως προς την
ηθική εγγενή ικανότητα (όση κι αν είναι αυτή). Όμως αν όλες οι ψυχές είναι στην
αφετηρία προικισμένες – σε συνθήκες απόλυτης ελευθερίας – με ίση δυνατότητα
επιλογής του καλού και αποφυγής του κακού, κατ’ ανάγκη θα έχουν και ίση ροπή
προς το καλό και ίση αποστροφή προς το κακό, ώστε αν όλες οι άλλες παράμετροι
του βίου παραμένουν ίσες, τότε όλες οι ψυχές (σε συνθήκες απόλυτης ελευθερίας)
κατ’ ανάγκη θα φέρουν ίσο ηθικό αποτέλεσμα στο τέλος.
Άρα κι αν ακόμη η ψυχή μετέχει στον ηθικό
απολογισμό του υλικού της φορέα, θα είναι αδύνατη και ανούσια η ηθικολογική
κρίση και διαβάθμιση, διότι βεβαίως για το διάφορο ηθικό αποτέλεσμα (π.χ. ανάμεσα
σ’ έναν φονιά, και έναν άγιο) δεν ευθύνεται η ηθικά ισοδύναμη και ισόρροπη ψυχή
εκάστου, αλλά οι ανισοδύναμες και διάφορες πολυπληθείς παραμέτροι του βίου, που
οδηγούν τον άλφα εγκέφαλο στις άλφα επιλογές, και τον βήτα στις βήτα. Ώστε αν
έκανε κανείς με ένα νοητικό πείραμα μία αντιμετάθεση ψυχών ανάμεσα στον άγιο
και τον φονιά, το τελικό αποτέλεσμα θα μένει πάντα το ίδιο. Η ψυχή εκάστου με
ισοδύναμο και ισόρροπο ηθικό δυναμικό θα μένει κατ’ ανάγκη πάντα αμέτοχη των
ηθικών επιλογών του φορέα της.
Και βεβαίως ο κάθε βροτός άνθρωπος θα έχει
να δώσει στο τέλος του βίου μια διάφορη απολογία, καλή ή κακή. Αλλά αν το ένοχο
σώμα του ένοχου φονιά μαζί με τον ένοχο εγκέφαλο συντελευτήσουν με την
τελευταία πνοή, κι αν η συνείδηση και το Εγώ πάψουν, τότε τί ένοχο μένει για να
άρει την δέουσα αιώνια τιμωρία, πλην της αθώας, αμέτοχης, αδρανούς και απαθούς
ψυχής, η οποία αδυνατεί καν να συλλάβει το νόημα του Εγώ, πόσο δε μάλλον το
νόημα της τιμωρίας, ειδικά όταν απουσιάζει ολότελα και η όποια μνήμη των
τιμωρούμενων αμαρτημάτων;
Ως βροτός ο ίδιος θα ήθελα με όλη τη δύναμη
της ... ψυχής μου να αυθυποβάλλω εαυτόν και να πιστέψω στην αθανασία της ψυχής.
Η ζωή είναι πολύ γλυκιά για να τελειώνει μια μέρα τελειωτικά. Αλλά το
πεπερασμένο την κάνει γλυκύτερη. Το ασυνεχές της ευθείας του βίου μας, κάνει το
ελαχιστότατο ευθύγραμμο τμήμα της που μας αναλογεί πολυτιμότερο. Το παρόν και
το εγγύς αύριο γίνεται επιτακτικότερο. Η όποια αθανασία θα βρίσκεται μόνο στα
έργα και στα γραπτά μας, στα παιδιά και τα εγγόνια μας. Ο θνησιγενής αλλά προς
στιγμή βρώσκων εγκέφαλος μου, μου αρνείται αυτή την παιδική πολυτέλεια της
αυθυποβολής, και μου ταϊζει με τις πέντε αισθήσεις απτές αλήθειες και πεζά δεδομένα.
Και όλα δείχνουν πως μια ψυχή που κατ΄
ανάγκη θα ήταν αδρανής, απαθής, στερούμενη συνείδησης και αυτογνωσίας, άυλη και
άχρονη, που δεν υπόκειται σε ηθικές αξιολογικές κρίσεις, δεν επιτελεί κανένα
έργο και κανέναν σκοπό, πέραν από την παραμυθία του φόβου του θανάτου. Αλλά
στον 21ο αιώνα, δικαιούμαστε να αρχίσουμε να ζούμε τη ζωή που
προσήκει σε ενήλικες, και αν δεν μπορούμε να νικήσουμε το θάνατο, μπορούμε όμως
να βρούμε λίγη παρηγοριά στην αξιοπρεπή συμβίωση με την ιδέα του, χωρίς φόβο
και χωρίς ελπίδα. Ελεύθερα. Ένας κόσμος που υπήρχε χωρίς εμένα πριν από μένα,
θα συνεχίσει ατάραχα να υπάρχει χωρίς εμένα και μετά από μένα. Στο λίγο
ενδιάμεσο έχουμε μια μικρή ευκαιρία να δούμε το φως και να μοιραστούμε το φως. Ας
παρακαλέσουμε λοιπόν τον Άη Βασίλη τα επόμενα χριστούγεννα να μας φέρει για
δώρο λίγη Αλήθεια χωρίς περισσό περιτύλιγμα.
No comments:
Post a Comment