Η φανατική έως διχαστική αντίθεση στη
συμφωνία των Πρεσπών (“Συμφωνία”)
κινδυνεύει να μετατρέψει την πιθανή επιτυχία σε βέβαιη αποτυχία και να επιφέρει
δεινά πολλαπλάσια απ’ όσα οι υποτιθέμενες αρνητικές πτυχές της Συμφωνίας θα
μπορούσαν καθαυτές να επιφέρουν. Είναι αναγκαίο άρα να κατανοήσουμε ευρύτερα γιατί
η Συμφωνία είναι εθνωφελής, ή έστω να δεχτούμε την άδολη φιλοπατρία εκείνων που
με επιχειρήματα ισχυρίζονται κάτι τέτοιο και να απόσχουμε από ακρότητες που
υπονομεύουν την εθνική ενότητα και ομοψυχία.
Η συναισθηματική αντίθεση στη
Συμφωνία (πέρα από το όποιο σύνδρομο καταδίωξης) κατά κύριο λόγο εκκινείται από
την εντύπωση ότι το διακύβευμα ήταν τα εθνικά
μας δίκαια, μάλλον παρά το εθνικό
συμφέρον, όπου η Συμφωνία λογίζεται ως οιονεί δικαστική απόφαση σε ένα
φαντασιακό δικαστήριο “εθνικών δικαίων”, όπου υποτίθεται “χάσαμε το δίκιο μας”,
και όπου οι σχέσεις μας με τη Βόρεια Μακεδονία (“ΒΜ”) ζυγίζονται στατικά με γνώμονα την επιδίκαση ενός επίδικου
παρελθόντος, στα πλαίσια παιγνίου μηδενικού αθροίσματος, (όπου το κέρδος
του ενός αποτιμάται ως αναγκαία απώλεια του άλλου) μάλλον, παρά ως μέσο οικοδόμησης
ενός ελπιδοφόρου και δυναμικού μέλλοντος στα πλαίσια ενός παιγνίου θετικού αθροίσματος (όπου
αμφότεροι οι συμβαλλόμενοι μπορεί ταυτόχρονα να βγαίνουν κερδισμένοι).
Πέρα από τη συναισθηματική, υπάρχει όμως και
μια εξόχως ορθολογική αντίθεση στη Συμφωνία από σοβαρότατους αναλυτές,
οι οποίοι κάθε άλλο παρά ακραίοι, ή φανατικοί ή εθνικιστές μπορεί να
χαρακτηριστούν. Αυτοί εστιάζουν την κριτική στον συμβιβασμό περί την γλώσσα και
εθνότητα του άρθρου 7 (“Συμβιβασμός”).
Οι επικρίσεις αυτές συνοψίζονται στην άποψη ότι η παραχώρηση γλώσσας και
εθνότητας αποτελεί κερκόπορτα αλυτρωτισμού, ότι η Ελλάς δεν είχε λόγο να κάμει
τέτοια παραχώρηση χωρίς προφανές αντάλλαγμα, ότι το πρόβλημα έχουν οι βόρειοι
γείτονες που θέλουν να ενταχθούν σε ΕΕ και ΝΑΤΟ (ενώ εμείς διαθέτουμε την άνεση
του σχετικού βέτο) και άρα ο χρόνος δουλεύει προς όφελος μας, κι ότι ο
Συμβιβασμός προδίδει αδυναμία, που ανοίγει την όρεξη σε αντίστοιχες
διεκδικήσεις άλλων (Τουρκίας, Αλβανίας) και ως εκ τούτου ο Συμβιβασμός ήταν
άκαιρος, αχρείαστος και βεβαίως βλαπτικός. Εικάζεται πως μια ικανότερη ή
πατριωτικότερη ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να πετύχει Συμφωνία άνευ
Συμβιβασμού, ή άλλως θα ήταν για τη χώρα μας συμφερότερη η παράταση της
διένεξης περί το ονοματολογικό (“Διένεξη”),
προκειμένου να μείνουν αλώβητα τα εθνικά μας δίκαια (παραβλέποντας βεβαίως ότι πλείστες
χώρες του κόσμου έχουν ήδη αναγνωρίσει τη γείτονα ως σκέτη Μακεδονία).
Δέον άρα να ρωτήσουμε:
- Θα ήταν άραγε η Συμφωνία εφικτή άνευ του Συμβιβασμού; Και
- Σε αρνητική περίπτωση, θα ήταν για την Ελλάδα προτιμότερη στην παρούσα φάση η αόριστη παράταση της Διένεξης παρά μια Συμφωνία που περιέχει τον Συμβιβασμό;
- Εν τέλει, υπηρετεί ο Συμβιβασμός το εθνικό συμφέρον (ως αναγκαίο μέσο επίτευξης της Συμφωνίας), ακόμη και αν δεν δικαιώνει πλήρως τα εθνικά δίκαια;
Θα στεναχωρήσω πολλούς, αλλά ας θυμίσω εν
παρόδω ότι στις διεθνείς σχέσεις το “δίκαιο” δεν ταυτίζεται πάντα με το “συμφέρον”.
Οι ιστορικοί και οι φιλόσοφοι ας δικαιομετρούν – οι υπεύθυνοι πολιτικοί όπως δεν
έχουν αυτή την πολυτέλεια, αλλ’ είναι ταγμένοι πάνω απ’ όλα να υπηρετούν το
εθνικό συμφέρον, και να λαμβάνουν με ρεαλισμό εθνωφελείς αποφάσεις ακόμη κι αν
νιώθουν να “τους πνίγει το δίκιο τους” (βλπ πχ Λωζάνη).
Για να
πάμε το συλλογισμό μας λίγο παρακάτω θα πρέπει προς στιγμή να πάψουμε να
βλέπουμε τη Συμφωνία ως στατικό μέσο άδικης επιδίκασης ιστορικών δικαίων και να
την εκτιμήσουμε ως δυναμικό μέσο δημιουργίας συνθηκών πρόσφορων για την
εξυπηρέτηση του εθνικού συμφέροντος σε συγκεκριμένους στρατηγικούς τομείς. Αλλά
αυτό φυσικά προϋποθέτει ότι έχουμε ακριβή αντίληψη του εθνικού συμφέροντος,
μέσα σε έναν πολυπαραγοντικό και άκρως περίπλοκο κόσμο. Ο στρατηγικός
συλλογισμός σχηματικά έχει ως εξής (όπου οι εξ αριστερών έννοιες είναι
αναγκαίες ή πρόσφορες προϋποθέσεις για την υλοποίηση των εννοιών που έπονται
στα δεξιά):
Στροφή (τέρμα στη Μυθοπλασία) > Συμβιβασμός > Συμφωνία (τέρμα
στη Διένεξη) > Ενσωμάτωση > Συνοχή > Σταθερότητα > Επιρροή > Ολοκλήρωση > Θωράκιση
Ο απώτερος στρατηγικός στόχος της χώρας μας
είναι η μεγέθυνση (και προβολή) εθνικής ισχύος προς αποτελεσματική θωράκιση της
ανεξαρτησίας και ακεραιότητας της χώρας (“Θωράκιση”).
Η μόνη υπαρκτή υπαρξιακή απειλή σε βάρος της χώρας μας προέρχεται εξ ανατολών.
Η Τουρκία βρίσκεται σε τροχιά μετάλλαξης σε τοπική υπερδύναμη, με υπερδιπλάσια
οικονομία, με προοπτικά δεκαπλάσιο (νεανικό) πληθυσμό, με αυταρχικό σύστημα
διακυβέρνησης, σε αποδρομή από τη Δύση και τις Δυτικές αξίες, σε προοπτική
επίτασης του επεκτατισμού και των πιέσεων σε βάρος των εθνικών μας κεκτημένων.
Μή μπορώντας να παρακολουθήσομε το ρυθμό οικονομικής,
δημογραφικής και στρατιωτικής γιγάντωσης της γείτονος, έχουμε ως μόνη ελπίδα
την πρόταξη διπλωματικού αντισταθμίσματος. Το μόνο αξιόπιστο σε βάθος χρόνου
μέσο ανάσχεσης και αποτροπής που θα μπορεί η Ελλάς να ελπίζει να αντιτάξει θα είναι
μέσα από την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και τη δημιουργία (στα πλαίσια των Ευρωπαϊκών
συνθηκών) αμυντικού ευρωπαϊκού βραχίονα (με αμυντική εγγύηση των συνόρων μας)
και ενίσχυση των ενόπλων μας δυνάμεων με υλικά μέσα και έμψυχο δυναμικό (εν
συντομία “Ολοκλήρωση”). Όσο κι αν
αυτό ηχεί σήμερα ως άπιαστο όνειρο, είναι ζωτικής σημασίας να προωθήσουμε αυτή
την Ολοκλήρωση (ως τη νέα Μεγάλη Ιδέα της ελληνικής διπλωματίας). Είναι ζήτημα
(εθνικής) ζωής ή θανάτου. Αλλά θα ρωτήσει κανείς, πώς συναρτάται το απώτερο
ζητούμενο (Θωράκιση μέσω Ολοκλήρωσης) με το επί μέρους προκείμενο; Από πού κι
ως πού μπορεί ο Συμβιβασμός με τη ΒΜ και η κύρωση της Συμφωνίας να υπηρετήσουν
αυτούς τους ευρύτερους στρατηγικούς στόχους;
Για να ωθήσουμε την ΕΕ στην στρατηγική
κατεύθυνση της Ολοκλήρωσης, πρέπει να επανακτήσουμε διεθνές κύρος και επιρροή (“Επιρροή”) καταδεικνύοντας ότι
αντιλαμβανόμαστε την απόλυτη συνταύτιση των ελληνικών με τα ευρωπαϊκά
συμφέροντα στην περιοχή μας, τα οποία προωθούμε με αποφασιστική ηγεσία και
ρεαλισμό.
Ουσιώδες ζητούμενο του στρατηγικού μας
σχεδιασμού είναι η διατήρηση της εσωτερικής και διεθνούς συνοχής της ΒΜ (“Συνοχή”), η οποία λόγω της πολυεθνικής
της διάρθρωσης απειλείται δυνητικά από υπολανθάνοντες αλυτρωτισμούς των πέριξ
αυτής. Η Συνοχή της ΒΜ είναι κρίσιμη στρατηγική προτεραιότητα και για τη Δύση,
όχι μόνο διότι δια της υπονόμευσης της μπορεί να απειληθεί η σταθερότητα στην
ευρύτερη περιοχή (“Σταθερότητα”)
αλλά και διότι η περιοχή μας αποτελεί δυστυχώς και πάλι έναν ιδιαίτερο
προμαχώνα στους διεθνείς γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς (Ρωσία, Τουρκία, ΕΕ, ΝΑΤΟ),
όπου η αστάθεια παρέχει ευκαιρίες παρεμβατισμού ανεπιθύμητων τρίτων στο
ευρωπαϊκό μαλακό υπογάστριο.
Η διασφάλιση των μείζονων αυτών στρατηγικών
στόχων για την Δύση (αλλά και για την Ελλάδα ειδικότερα) προϋποθέτουν την
ενσωμάτωση της ΒΜ και των λοιπών βαλκανικών χωρών σε ΕΕ και ΝΑΤΟ (“Ενσωμάτωση”), ως εγγύηση Σταθερότητας, η
οποία Ενσωμάτωση είναι και για μας επείγουσα και επιτακτική.
Σε πιο πρώιμο στάδιο οι Σκοπιανές ελίτ
είχαν πεισθεί ότι ο στόχος της Συνοχής (που όπως είπα είναι και ελληνικός και
ευρωπαϊκός στόχος) μπορούσε να υπηρετηθεί μέσα από μια μακεδονολογική εθνοπλαστική
μυθοπλασία (“Μυθοπλασία”). Η Διένεξη
(ως προς το ονοματολογικό) ήταν παράπλευρη συνέπεια αυτής της Μυθοπλασίας και
όχι κύρια επιδίωξη. Ακόμη και η οφθαλμαπάτη του καταγέλαστου σε βάρος της χώρας
μας “μεγαλοϊδεατισμού” των Σκοπίων αφορούσε πάντα στο εσωτερικό της χώρας τους και
είναι μέρος αυτής της Μυθοπλασίας.
Επιτέλους οι γείτονες υπό την παρούσα ηγεσία
κατάλαβαν ότι η Μυθοπλασία από εργαλείο Συνοχής, καθίσταται πλέον υπονομευτής
της Συνοχής, λόγω της Διένεξης, που εμποδίζει την Ενσωμάτωση, αφού προσβάλλει
τις ελληνικές ευαισθησίες και αποξενώνει τον μόνο φυσικό γειτονικό σύμμαχο των
Σκοπίων, την Ελλάδα, στέλνοντας αυτήν στις πρόθυμες αγκάλες άλλων προστατών. Οι
δυτικοί μας σύμμαχοι, και η σταθερή εθνική μας στάση τις τελευταίες δεκαετίες
έπεισαν τους γείτονες να κάμουν αυτή την επανεκτίμηση και να προβούν στην
κρίσιμη ρεαλιστική στροφή στη στάση τους προκρίνοντας την Ενσωμάτωση έναντι της
Μυθοπλασίας (“Στροφή”), ως
προσφορότερου μέσου Συνοχής, Σταθερότητας και προόδου. Υπό την έννοια αυτή η
Συμφωνία συνιστά στρατηγική νίκη της Ελληνικής διπλωματίας, αλλά και των
μετριοπαθών φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων στο εσωτερικό της ΒΜ, και βεβαίως δικαίωση
της ευρωπαϊκής και νατοϊκής πολιτικής στην περιοχή. Συνιστά δε ήττα των
εθνικιστών, καθώς και των τρίτων “καλοθελητών” του από βορά ή από ανατολή
παρεμβατισμού. Η ιστορική σκληρή στάση της ελληνικής διπλωματίας, μέχρι σήμερα
ορθά στόχευε στο να πιέσει και να πείσει τους γείτονες να κάμουν τη μεγάλη
Στροφή. Άπαξ και αυτό επιτεύχθηκε, η συνέχιση της σκληρής στάσης δεν είχε πλέον
αντικείμενο και θα ήταν αντιπαραγωγική. Αυτή ήταν η κατάλληλη στιγμή (και
μοναδική ευκαιρία) για έναν ιστορικό συμβιβασμό.
Η Συμφωνία άρα αποσκοπεί πρωτίστως σε αυτό
ακριβώς. Αναγνωρίζοντας τη Στροφή, να διασφαλίσει τη Συνοχή και τη Σταθερότητα διά
της Ενσωμάτωσης, και δι’αυτών (σε ό,τι αφορά τη χώρα μας) αφενός να θέσει τέρμα
στη Μυθοπλασία και αφετέρου (και το κυριότερο) να αυξήσει την Επιρροή μας, και
να μας επιτρέψει να επενδύσουμε στο εξής ολόκληρο το διπλωματικό μας κεφάλαιο στην
προώθηση της Ολοκλήρωσης με απώτερο στόχο τη Θωράκιση. Ο χρόνος σε όλα αυτά
λειτουργεί και σε βάρος μας (όχι μόνο σε βάρος των βορείων γειτόνων). Η
διευθέτηση της Διένεξης για τους άνω λόγους ήταν και είναι επείγουσα
προτεραιότητα και για την Αθήνα. Αντιθέτως η διαιώνιση της Διένεξης, θα έφερε
την Ελλάδα σε τροχιά σύγκρουσης προς την ΕΕ και το ΝΑΤΟ (οι οποίες αγωνιούν για
το ευρύτερο γεωπολιτικό διακύβευμα) χωρίς κανένα παραπέρα ορατό όφελος για μας.
Η δε συνακόλουθη διπλωματική παραμέληση της μείζονος εξ ανατολών απειλής, θα
συνιστούσε πραγματικά ασύγνωστη αμέλεια του εθνικού συμφέροντος σε ό,τι αφορά
το μέλλον, στο όνομα κάποιου αφειρημένου εθνικού δικαίου, που αφορά
αποκλειστικά στο παρελθόν.
Και μένει το ερώτημα, αν θα ήταν τελικά δυνατή
η σύναψη της Συμφωνίας (για τη διευθέτηση της Διένεξης) άνευ του Συμβιβασμού
(αγγλιστί “have your cake and eat it”, όπως κάποιοι ονειρεύονται για το Brexit ή όπως κάποιοι άλλοι νόμιζαν
ότι γίνεται δανειακή σύμβαση και μνημόνιο χωρίς λιτότητα). Προσωπικά, δεν μπορώ
να δω πώς θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο. Ο Ζάεφ έδωσε σχεδόν τα πάντα. Είχε
ανάγκη ένα “φύλο συκής” για να περάσει τη Συμφωνία από τη βουλή του. Ο
Συμβιβασμός ήταν κάτι ελάχιστο (έναντι της Στροφής), σε επίπεδο συμβολισμού που
μπορούσε να κομίσει (μαζί βεβαίως με την υπόσχεση της ποθητής Ενσωμάτωσης) ώστε
να σώσει την τιμή και τα προσχήματα στο δικό του μέτωπο. Σε επίπεδο συμβολισμών
ο ίδιος αυτός Συμβιβασμός ήταν σχεδιασμένος ώστε να εκκληφθεί στο εσωτερικό της
Ελλάδος ως ένα δήθεν βαρύ τίμημα, ώστε να πειστούν οι γείτονες ότι κάτι ουσιώδες
κέρδισαν και αυτοί, από μία Συμφωνία που κατά τα λοιπά είναι ετεροβαρής υπέρ
της Ελλάδος.
Αν πράγματι μας ενδιαφέρει η αύξηση της
Επιρροής μας, η διασφάλιση της Συνοχής της ΒΜ και της Σταθερότητας της περιοχής
(που νομίζω θα όφειλε να μας ενδιαφέρει), τότε πρέπει να καταλάβουμε ότι με μια
τέτοια Συμφωνία έχουμε συμφέρον (ως το συντριπτικά ισχυρότερο μέρος) να
επιτρέψουμε στους γείτονες να περισώσουν τα προσχήματα και την εθνική τους
αξιοπρέπεια (save face) να μήν νιώσουν ή φανούν ντροπιασμένοι και ηττημένοι ως το αδύναμο μέρος,
αλλά να τους πείσουμε ότι τους σεβόμαστε ως ισότιμους γείτονες που μπορούν στο
εξής να προσβλέπουν στη φιλία, συνεργασία και προστασία της χώρας μας. Ο
πολλαπλασιαστής ισχύος που επιφέρει η Συμφωνία υπέρ ημών έγκειται όχι τόσο στους
συμβολισμούς, όσο στις στρατηγικές, διπλωματικές και φυσικά οικονομικές
δυνατότητες που αυτή ανοίγει για αμφότερους τους λαούς. Ως εργαλείο διαμόρφωσης
του μέλλοντος η Συμφωνία θα ήταν άρα ανέφικτη άνευ του Συμβιβασμού. Σ’ ένα
φαντασιακό δικαστήριο επιδίκασης εθνικών δικαίων, σε κάποιο παράλληλο σύπμπαν, ίσως
να είχαμε μπορέσει να αποφύγουμε αυτή τη μικρή πίκρα, αλλά εδώ κάτω στη γη
προέχουν τα συμφέροντα, και δη τα δικά μας εν προκειμένω εθνικά συμφέροντα. Τα
πλεονεκτήματα της Συμφωνίας (με το Συμβιβασμό) μακράν υπερτερούν της όποιας νομιζόμενης
βλάβης εκ του Συμβιβασμού, προπαντός αν συνεκτιμηθεί η βέβαιη βλάβη εκ της διαιώνισης
της Διένεξης.
Λίγη πίκρα σήμερα για το χθες καταφανώς
ωχριά μπροστά στην υπηρέτηση μείζονων εθνικών στρατηγικών συμφερόντων και
επιδιώξεων για το αύριο. Όμως η επίτευξη αυτών των επιδιώξεων πάνω απ’ όλα
προϋποθέτει εθνική ομόνοια και ομοψυχία, και βεβαίως αποκατάσταση του κύρους
των θεσμών, της δημοκρατίας, της δικαιοσύνης, της ανεξαρτησίας των ΜΜΕ και της
οικονομίας, μέσα από καλύτερες επιλογές στις προσεχείς κρίσιμες εκλογές. Ατυχώς
η εργαλειοποίηση της Συμφωνίας από τον πρωθυπουργό προς δόλια διεμβόλιση της
αντιπολίτευσης για μικροπολιτικό όφελος είχε ως συνέπεια την υπονόμευση της
αξιοπιστίας της Συμφωνίας στην ευρύτερη κοινή γνώμη, και την έξαρση των παθών, το
οποίο είναι εξόχως επικίνδυνο για τις εθνικές μας υποθέσεις. Απόκειται στους
μετριοπαθείς σκεπτόμενους πολίτες (είτε συμφωνούν είτε διαφωνούν με τη
Συμφωνία) να αρθούν πάνω από τα πάθη και να κρατήσουν τη σημαία της λογικής και
της αντικειμενικότητας πάνω από το βούρκο της εθνομειωτικής ακραίας
αντιπαράθεσης. Σε κάθε περίπτωση λοιπόν, ας συνεχίσουμε να διαφωνούμε και να
διαλεγόμαστε σεβόμενοι και τιμώντας αλλήλους.
No comments:
Post a Comment