Monday, 27 June 2011

Η Ελλάδα Μπορεί

Σε προηγούμενη παρέμβαση (Πατρίς 23/6) αναφέρθηκα στο δικαίωμα στην Ελπίδα, καταλήγοντας πως η “Ελλάδα μπορεί”. Και μερική απόδειξη γι’ αυτό είναι τα πρόσφατα (μεταπολεμικά) εντυπωσιακά κατορθώματα μας, αρκεί να ξεφύγουμε τώρα από ισοπεδωτικές ή ηττοπαθείς λογικές. Διότι, ο λαϊκισμός των άδικων και υπερβολικών αφορισμών και ο μηδενισμός των επιτευγμάτων είναι εξίσου ατελέσφορος κι επικίνδυνος όσο και ο λαϊκισμός των ψεύτικων υποσχέσεων.
Γιατί αν νομίσουμε πως τίποτε ποτέ στο παρελθόν δεν πετύχαμε, τότε θα πιστέψουμε πως και τίποτε δεν είμαστε ικανοί να πετύχουμε στο μέλλον και θα κυριευτούμε από ηττοπάθεια και παραίτηση. Είναι ανάγκη να αναγνωρίζουμε τα επιτεύγματα μας εξ ίσου όσο και να συνειδητοποιούμε τα σφάλματα μας. Να εμπνεόμαστε από τα μεν και να διορθώνουμε τα δε.

Αναμφίβολα η παρούσα ύφεση είναι πρωτόγνωρη για τους νεότερους, όσοι είμαστε κάτω των 40. Όμως δεν είναι ούτε κατά διάνοια η μεγαλύτερη κρίση που πέρασε η χώρα τα τελευταία 100 χρόνια (πόσο μάλλον αν δούμε πιο πίσω). Το ’22 και το ’50 η Ελλάδα βγήκε μισοπεθαμένη έπειτα από ανείπωτες υπερδεκαετείς κάθε φορά συμφορές, που είχαν διαλύσει την οικονομία μας. Κι όμως όχι μόνο ξανασταθήκαμε στα πόδια μας αλλά κάναμε, ιδίως από το ’50 και μετά, ένα απίστευτο θαύμα. Αν οι πατεράδες μας και οι παππούδες μας έκαναν τότε το χρέος τους και δεν παραιτήθηκαν μπροστά στις αντιξοότητες αλλά αγωνίστηκαν κι έχτισαν μια καλύτερη Ελλάδα, με εγκαρτέρηση κι αξιοπρέπεια, με τα δόντια σφιγμένα, χωρίς μοιρολόγια κι επαιτίες, μπορούμε σήμερα κι εμείς. Σαν τότε, κι ακόμη καλύτερα, διότι οι ηρωϊκοί γονείς μας τουλάχιστο μας κληροδότησαν και καλύτερη μόρφωση που αποτελεί για μας σήμερα ασφαλέστερο εφαλτήριο. Αρκεί να βρούμε τη δύναμη να εμπνευστούμε από εκείνους. Από όλους τους ήρωες που μας αγριοκοιτάζουν από τις παλιές μαυρόασπρες φωτογραφίες στους τοίχους των σπιθιών μας.

Από το 1950 ως το 1973 η χώρα είχε ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης συχνά πάνω του 10% (με μέσο όρο της περιόδου 7%) που ήταν ο δεύτερος υψηλότερος στον κόσμο μετά την Ιαπωνία. Χάρη στο σχέδιο Μάρσαλ, τη δραστική υποτίμηση της δραχμής και την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, καθώς και χάρη στα μεγάλα έργα της εποχής στις υποδομές, την ηλεκτροδότηση, τη βιομηχανία και τον τουρισμό, καθώς και τον κατασκευαστικό τομέα, αλλά και χάρη στη συνετή και σταθερή διακυβέρνηση της περιόδου, η Ελλάδα μπόρεσε και ξέφυγε από την πατροπαράδοτη φτώχια της. Από έσχατοι των Βαλκανίων γίναμε πρώτοι σε συντομότατο χρόνο. Η δραχμή, που αρχικώς υποτιμήθηκε, στη συνέχεια χάρη στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας είχε γίνει ένα από τα σκληρότερα νομίσματα, ενώ είχαμε και πολύ χαμηλό πληθωρισμό. Η μεγάλη άνθιση των τεχνών και η χρυσή εποχή του Ελληνικού κινηματογράφου, του θεάτρου, της μουσικής, αποτυπώνουν επίσης το δυναμισμό και την αισιοδοξία της ελληνικής κοινωνίας της εποχής, που επίσης αποπνέουν και το ήθος, το φιλότιμο, την αίσθηση του μέτρου, την ευγένεια και γενικότερα τις αξίες πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε η μεγάλη εκείνη πρόοδος.

Ακολούθησε η κάμψη (και απόκλιση από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο) την περίοδο από την ενεργειακή κρίση του 1973 ως το 1990, η οποία περίοδος χαρακτηρίστηκε από γιγάντωση του κράτους, και διόγκωση του δημόσιου χρέους και των κρατικών δαπανών με στροφή σε μια “πολιτικοποίηση της οικονομίας” και έμφαση στον αναδιανεμητικό ρόλο του κράτους στο ψευδεπίγραφο (και τελικώς ουδόλως υπηρετηθέν) όραμα της κοινωνικής δικαιοσύνης, που εντούτοις υπονόμευσε την ανταγωνιστικότητα και το δυναμισμό της οικονομίας και άρα τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της. Η Ελλάδα από κοινωνία μόχθου και ευθύνης διολίσθησε σε μία κοινωνία λαϊκισμού, νεοπλουτισμού, διεκδικήσεων και παρασιτισμού. Η ψύχωση με την αναδιανομή του πλούτου ακύρωσε την παραγωγή του.

Στη συνέχεια, την περίοδο 1993 ως 2007 η Ελλάδα μολονότι συνεχίζοντας στο ίδιο μεταπολιτευτικό αντιπαραγωγικό μοντέλο κατόρθωσε παρ’ όλ’ αυτά εκ νέου αναπάντεχα και αναπτύχθηκε ταχύτερα από το μέσο Ευρωπαϊκό όρο. Υπάρχει όμως μια σημαντική ποιοτική διαφορά ανάμεσα στην ανάπτυξη της “χρυσής εικοσαετίας” (1950-1970) και της “αργυρής δεκαπενταετίας” (1993-2007). Η πρώτη (η χρυσή) περίοδος ήταν φάση εξωστρέφειας, αύξησης της ανταγωνιστικότητας, υψηλών παραγωγικών επενδύσεων, εκβιομηχάνισης και εξαγωγών. Αντίθετα η δεύτερη επεκτατική φάση (η “αργυρή”) ήταν εποχή υπερδανεισμού, επιδοτήσεων, αποβιομηχάνισης, καταναλωτισμού, εισαγωγών, χαμηλής ανταγωνιστικότητας, παρασιτισμού, επενδυτικής άπνοιας σε παραγωγικούς τομείς, με εξαίρεση κάποια δημόσια έργα. Το ΑΕΠ αναπτύχθηκε μεν, ουσιαστικά χάρη στα καταναλωτικά δάνεια και τις εισροές Ευρωπαϊκών πόρων (που όμως δεν πήγαν σε παραγωγικές υποδομές) αλλά η χώρα υπέστη παράλληλα αποδιάρθρωση του παραγωγικού της ιστού. Η Ελλάδα από χώρα του ήθους και του φιλότιμου έγινε χώρα της αρπαχτής. Με άλλα λόγια, η ανάπτυξη της τελευταίας δεκαπενταετίας ήταν ψεύτικη, εικονική, ενείχε τα στοιχεία που οδήγησαν τελικά στην κρίση. Ήταν μία φούσκα που τώρα ξαφνικά έσκασε.

Άρα, σε αυτά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της τελευταίας περιόδου καθώς και την γενικότερη αξιακή στροφή της ελληνικής κοινωνίας από το 1970 και μετά πρέπει να αναζητήσουμε τις αιτίες της σημερινής πτώσης. Το δήθεν αναδιανεμητικό (“σοσιαλιστικό” κατ’ επίφαση) αλλά κατ’ ουσία λαϊκίστικο μοντέλο το οποίο υιοθετήθηκε από όλα τα κόμματα που κυβέρνησαν από το 1974 και μετά άσκησε μόνιμες και έντονες πιέσεις στα δημόσια οικονομικά, οδηγώντας σε υπερδανεισμό και παρολίγο πτώχευση το 1985 και 1990, ενώ το κράτος χρησιμοποιήθηκε ως γνωστόν για ιδιοτελείς κομματικούς και μικροπολιτικούς λόγους, κι όχι ως αναπτυξιακό εργαλείο από ηγεσίες υποδεέστερες των περιστάσεων. Επιπλέον, τα φτηνά επιτόκια του σταθερού (σκληρού) ευρώ την τελευταία δεκαετία ενώ θα μπορούσαν να είχαν λειτουργήσει ευεργετικά, αντιθέτως ολοκλήρωσαν την καταστροφή αφού διευκόλυναν την ανεπίτρεπτη (και όχι αναπότρεπτη) διολίσθηση της χώρας σε διαρκώς μεγαλύτερες καταναλωτικές δαπάνες με διογκούμενο δανεισμό, στο όνομα των “καλύτερων ημερών” που επιτακτικά απαιτούσε ο λαός από τα δύο κόμματα.

Όμως προσοχή. Ούτε τα φτηνά επιτόκια, ούτε το σκληρό ευρώ έφταιξαν. Έφταιξε ο λαϊκισμός με τον οποίο διαχειριστήκαμε τα φτηνά δάνεια, τα οποία δεν πήγαν για την ανάπτυξη του παραγωγικού δυναμικού της χώρας αλλά σε λειτουργικές δαπάνες του υπερτροφικού κράτους και σε παροχές. Έτσι αντί με τα δάνεια να παράξουμε υπεραξίες, απλά φορτώσαμε δυσβάστακτους τόκους. Άλλωστε τη χρυσή εικοσαετία της περιόδου 1950 – 1973 η δραχμή (μετά την αρχική υποτίμηση) ήταν όπως προαναφέρθηκε, ένα σκληρό νόμισμα. Η νομισματική σταθερότητα είναι εξάλλου απότοκος (όσο και προαπαιτούμενο) του οικονομικού δυναμισμού και της εξωστρέφειας της οικονομίας. Άρα η πραγματική αιτία της σημερινής κρίσης είναι η επί πολλά έτη εσωστρέφεια και αδυναμία της μή ανταγωνιστικής μας οικονομίας. Η ανταγωνιστικότητα ήταν και μένει το κλειδί.

Για το λάθος δρόμο που πήραμε και τις ολέθριες αξιακές επιλογές μας από τη μεταπολίτευση και μετά δεν φταίν μόνο οι πολιτικοί, αν και αυτοί έχουν την κύρια ευθύνη. Διότι ποιός αλήθεια υπεύθυνος πολίτης ζητούσε περισσότερη ανταγωνιστικότητα, περισσότερες εξαγωγές, περισσότερες επενδύσεις, λιγότερες δαπάνες, λιγότερα δάνεια, λιγότερες παροχές; Αντιθέτως, όλοι οι πολίτες, ζαλισμένοι από το λαϊκίστικο μοντέλο του κρατοδίαιτου παρασιτισμού, και συνένοχοι στην παρακμή ζητούσαμε πιεστικά (και οι πολιτικοί υπόσχονταν) περισσότερες παροχές, περισσότερα επιδόματα, παρεμβάσεις, προσλήψεις, φοροαπαλλαγές, προνόμοια και προστατευτισμό και εισοδηματικές ή άλλες εγγυήσεις από το κράτος.

Η εργατική νομοθεσία έδινε διαρκώς περισσότερα δικαιώματα και εξουσίες στους εργαζόμενους καθώς και υπερεξουσίες στους συνδικαλιστές. Το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη αποσαθρώθηκε. Οι συνδικαλιστές έγιναν αφεντικά και οι επιχειρήσεις μας στην κρισιμότερη φάση της ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης έμειναν ακυβέρνητες. Το κέρδος, η παραγωγική δράση, ο καπιταλισμός, η ελεύθερη αγορά και η ιδιωτική πρωτοβουλία, δηλαδή τα μόνα ικανά και αναγκαία μέσα για την παραγωγή πλούτου, δαιμονοποιήθηκαν. Τα πανεπιστήμια αλώθηκαν από άναρχες παραεξουσίες και από στρεβλές όσο και αντιδημοκρατικές ιδεοληψίες (στο όνομα πάντα του ψευδοεκδημοκρατισμού τους) με αποτέλεσμα ούτε ένα Ελληνικό πανεπιστήμιο να μην είναι σήμερα στα 100 καλύτερα του κόσμου. Το κράτος και ο νόμος αυτοακυρώθηκαν. Η πολιτική τάξη έχασε το κύρος της και δεν οδηγούσε πλέον τη χώρα, παρά οδηγείτο από αυτήν. Στην εξουσία δεν ήταν πια η λογική και η ευθύνη, αλλά ο λαϊκισμός και η διαφθορά.

Όμως, άσχετα από τις αδυναμίες και την κακοδιοίκηση της τελευταίας τεσσαρακονταετίας, είναι χαρακτηριστικό ότι η Ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε συνολικά 54 από τα 60 χρόνια από το τέλος του εμφυλίου. Η Ελλάδα σήμερα είναι στο κλάμπ των πλούσιων χωρών του κόσμου, 27η στην παγκόσμια κατάταξη, μάλλιστα το κατακεφαλήν εισόδημα έχει σκαρφαλώσει στο 93% του μέσου όρου της ΕΕ. Έτσι, ναι μεν είναι ίσως τούτη η οξύτερη κρίση των τελευταίων 60 χρόνων, όμως είμαστε σήμερα σε πολύ καλύτερη θέση παρά ποτέ για να ανταπεξέλθουμε.

Η αυτογνωσία και η ιστορική επίγνωση είναι ουσιαστικό προαπαιτούμενο για την έξοδο από την κρίση. Ας κατανοήσουμε πού πήραμε λάθος δρόμο και ας επανέλθουμε στο σωστό. Και ας παραδειγματιστούμε από τα εντυπωσιακά οικονομικά επιτεύγματα της χρυσής εικοσαετίας που προηγήθηκε της μεταπολίτευσης, που αποτελούν τρανή απόδειξη ότι μπορούμε και σήμερα να κάνουμε το θαύμα (χωρίς όμως να εκγαταλείψουμε τις πολίτιμες δημοκρατικές και πολιτειακές μείζονες κατακτήσεις της ίδιας της μεταπολίτευσης). Να επανακτήσουμε το δυναμισμό, την εξωστρέφεια, την επιχειρηματικότητα, το εργασιακό ήθος, την καινοτομία και το ρίσκο, και πάνω απ’ όλα την πειθαρχία και το φιλότιμο εκείνης της χρυσής εποχής. Να αντιστρέψουμε το οικονομικο-κοινωνικό μας μοντέλο από καταναλωτικό σε παραγωγικό, να στραφούμε από τις εισαγωγές στις εξαγωγές, από το δανεισμό στην αποταμίευση, από τη σπατάλη στις επενδύσεις, από τις ατέρμονες διεκδικήσεις από το κράτος, στην ουσιαστική συνεισφορά υπέρ του συνόλου. Να αυξήσουμε την ανταγωνιστικότητα μας. Να μειώσουμε το κράτος. Να αναλογιστούμε την ατομική μας ευθύνη έκαστος και να διεκδικήσουμε εκ νέου το δικαίωμα στην ελπίδα.

Η Ελλάδα έχει ανάγκη σήμερα από φωτισμένη νέα ηγεσία. Όχι μόνο στην πολιτική. Προπαντός στον ιδιωτικό τομέα. Η επιτυχία εξαρτάται από την ποιότητα, τις διοικητικές ικανότητες, τη σύγχρονη κατάρτιση και το ήθος μιας νέας γεννιάς διευθυντικών στελεχών, που θα έχουν ως ιερή αποστολή τους την παραγωγή πλούτου. Σε μάχη είμαστε και πάλι. Αλλά σε κάθε μάχη τη νίκη εγγυάται το ατσάλινο ηθικό της ηγεσίας και πολύ περισσότερο η πειθαρχία του στρατεύματος και η προσήλωση στην αποστολή. Και το στράτευμα τούτης της μάχης, οι ήρωες που θα σώσουν τον τόπο, είναι οι εργαζόμενοι στις παραγωγικές εξαγωγικές Ελληνικές επιχειρήσεις. Κι αυτοί δικαιούνται να προσβλέπουν σε στιβαρή και οραματική ηγεσία μέσα στις επιχειρήσεις τους. Το εργατικό μας δίκαιο πρέπει άρα να κάμει αυτή τη στροφή ώστε να εξοπλίσουμε την ελληνική επιχείρηση με την απαιτούμενη ισχυρή διοίκηση, που θα αποδειχθεί ένα καθοριστικό συγκριτικό πλεονέκτημα για να ανταπεξέλθει στον διεθνή ανταγωνισμό.

Μέσα από αυτές τις αλλαγές, που ήδη δρομολογούνται, ουσιαστικά κάνουμε σαν λαός μια μεγάλη στροφή στις αξιακές μας επιλογές, έστω στανικώς. Αποφασίζουμε να στρέψουμε την πλάτη μας στην παρακμή της επαιτικής διεκδίκησης από ένα προβληματικό κράτος, και να στραφούμε με ορμή και αισιοδοξία πέρα από το κράτος στη νέα Ελλάδα της δημιουργίας, στην Ελλάδα της ιδιωτικής οικονομίας που ανταγωνίζεται, παλεύει, καινοτομεί, που νικά, της Ελλάδας που μπορεί. Επαναφέρουμε επιτέλους την οικονομική λογική στην οικονομική μας πολιτική. Απομακρυνόμαστε από θελκτικές μεν αλλά πλάνες κι ατελέσφορες ιδεοληψίες του παρελθόντος. Θέτουμε τείχος απέναντι στο λαϊκισμό που κυβέρνησε τη χώρα τα τελευταία 40 χρόνια. Ξανακάνουμε το φιλότιμο αξία. Επανευρίσκουμε ίσως τη χρυσή και δοκιμασμένη συνταγή της χρυσής μεταπολεμικής εικοσαετίας.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο μπορούμε να μιλούμε σήμερα για το τέλος της μεταπολίτευσης. Οι βάσεις για μια νέα απογείωση της Ελληνικής οικονομίας τίθενται σήμερα. Στην κορφή του πόνου μας, στο αίσχατο σημείο αντοχής του λαού μας, δικαιούμαστε να το πληροφορηθούμε αυτό από την ηγεσία μας, που μοιάζει να φοβάται να ευαγγελιστεί το όραμα αυτό της νέας Ελλάδας από συναίσθηση της τραγικής αναξιοπιστίας και οραματικής, όσο και επικοινωνιακής ανεπάρκειάς της.

Βέβαια, η κρίση είναι τόσο βαθειά, που δεν αρκούν αυτά. Το νέο αυτό μοντέλο που οραματίζεται η δυναμική μεσαία τάξη των Σιωπηλών Συνειδητοποιημένων απαιτεί νέους θεσμούς. Νέο ρηξικέλευθο σύνταγμα (κι όχι απλώς αναθεώρηση του υφισταμένου) καθώς και ένα νέο στοχευμένο επενδυτικό πρόγραμμα, θέματα στα οποία θα επανέλθω χωριστά. Απαιτεί και φορολογική δικαιοσύνη, που με τη σειρά της επιβάλει την δραστική μείωση των δαπανών ώστε να πάψει η φορολογική αφαίμαξη. Όμως παρά τον πανικό της τρέχουσας διαχείρισης και τα εξ αυτού σφάλματα στις επί μέρους συνταγές, και ανεξάρτητα από το αν θα πτωχεύσουμε ή όχι, η νέα Ελλάδα είναι ακάθεκτη προ των θυρών, ακριβώς όπως η παλαιά Ελλάδα έχει ήδη εξέλθει από αυτές.

Αυτή η νέα Ελλάδα είναι ακόμη μόνο μια ιδέα στα μυαλά και στις καρδιές κάποιων. Όλοι όσοι αντικρίζουμε με ιστορική συνείδηση και ψυχρή ανιδιοτελή κρίση τα αποκαϊδια και τα ανάκατα οικοδομικά υλικά του καταρρεύσαντος χάρτινου πύργου της μεταπολίτευσης ήδη βλέπουμε το περίγραμμα του νέου λαμπρού στέρεου μεγάρου, ήδη έχει αρχίσει η ανασκαφή των θεμελίων για το νέο, ανάμεσα στα ερείπια του παλιού. Αντί λοιπόν να κλαίμε που πήραμε τη ζωή μας λάθος, ας εορτάζουμε που έστω και τώρα, έστω κι έτσι, κάνουμε την αναγκαία διόρθωση. Αντί να οικτήρουμε εαυτούς για την αναπόφευκτη κατάρρευση, ας αισιοδοξήσουμε και ας σχεδιάσουμε μαζί την ανοικοδόμηση. Κάποια υλικά μοιραία θα ανακυκλωθούν, όμως το αποτέλεσμα συνολικά θα είναι κάτι καινούργιο. Και το καινούργιο είναι ήδη εδώ. Το μέλλον έχει ήδη αρχίσει. Το όραμα του καινούργιου αναπότρεπτα θα βρει τους θετικούς εκφραστές του. Και η κάθοδος αυτών των εκφραστών στο προσκήνιο θα σαρώσει απλά, φυσιολογικά και αθόρυβα τους αμήχανους απολογητές, ή νοσταλγούς, ή ακόμη και τους όψιμους πλην στείρους πολέμιους της παρακμιακής μας παρένθεσης.

Γι’ αυτό επιμένω να φωνάζω, με την ελπίδα πως κοντά στον απόμακρο ψίθυρο της δικής μου πένας θα ενωθούν χιλιάδες αισιόδοξες και ετοιμοπόλεμες ιαχές, με την πίστη πως όταν αυτές οι ιαχές ενωθούν θα μετατρέψουν σε πυρκαϊά τη μικρή σπίθα αυτής της ακλόνητης πίστης που ήδη σιγοκαίει τις καρδιές μας:

Η Ελλάδα μπορεί.

No comments:

Post a Comment