Όταν ο πολίτης μεθαύριο πάει στις κάλπες, πρέπει να έχει μια απλή και ξεκάθαρη άποψη για τα πράγματα, για τη φύση του προβλήματος και για τις διαθέσιμες λύσεις. Γιατί χρεοκοπήσαμε;
Γιατί η λιτότητα δεν έχει τέλος; Γιατί έχουμε τόσο βαθειά ύφεση και τόσο ψηλή ανεργία; Πώς και πότε θα βγούμε από το τούνελ; Τα οικονομικά είναι πρωτίστως θέμα απλής λογικής. Είναι χρήσιμο να έχουμε το νου μας στη μεγάλη εικόνα και να μην αφήνουμε τους ακαδημαϊκούς καυγάδες των “ειδικών” να μας μπερδεύουν:
Γιατί η λιτότητα δεν έχει τέλος; Γιατί έχουμε τόσο βαθειά ύφεση και τόσο ψηλή ανεργία; Πώς και πότε θα βγούμε από το τούνελ; Τα οικονομικά είναι πρωτίστως θέμα απλής λογικής. Είναι χρήσιμο να έχουμε το νου μας στη μεγάλη εικόνα και να μην αφήνουμε τους ακαδημαϊκούς καυγάδες των “ειδικών” να μας μπερδεύουν:
Πώς σωρεύτηκε το χρέος; Για χρόνια το κράτος ξόδευε περισσότερα από όσα εισέπραττε, δανειζόμενο για να καλύψει τη διαφορά. Από ένα σημείο το χρέος αποκτά ανεξέλεγκτη δυναμική με τους τόκους. Για χρέος ύψους 100% του ακαθάριστου ετήσιου εγχώριου προϊόντος της χώρας (ΑΕΠ) με επιτόκιο δανεισμού 5%, μόνο για τόκους θα πρέπει να πληρώνουμε 5% του ΑΕΠ το χρόνο, δηλαδή ένα αστρονομικό ποσό, περισσότερα από όσα ξοδεύουμε το χρόνο για την Παιδεία.
Γιατί το κράτος ξόδευε περισσότερα; Γιατί οι πολίτες ήθελαν παροχές, έργα, καλύτερες υπηρεσίες κλπ, εδώ και τώρα. Γιατί τα κανονικά έσοδα του κράτους δεν αρκούσαν για να ικανοποιηθούν όλα τα αιτήματα. Γιατί οι πολιτικοί δεν ήθελαν (φοβούμενοι το πολιτικό κόστος) να δυσαρεστήσουν ψηφοφόρους παίρνοντας δύσκολες αποφάσεις ή θἐτοντας προτεραιότητες, γιατί με δυο λόγια το πολιτικό μας σύστημα, η δημοκρατία μας συνολικά λειτουργούσε με βάση το λαϊκισμό και το πρόσκαιρο βόλεμα, και όχι το μακροπρόθεσμο γενικό καλό. Γιατί, τέλος σαν κοινωνία θεοποιήσαμε το παρόν και αδιαφορήσαμε για το αύριο.
Γιατί προσπαθούμε να λύσουμε το πρόβλημα με λιτότητα; Όταν το 2009 το χρέος έφτασε το 115% του ΑΕΠ οι διεθνείς αγορές που μέχρι τότε μας δάνειζαν, έκαμαν ένα απλό υπολογισμό και κατάλαβαν πως το ελληνικό κράτος είχε χάσει τον έλεγχο του χρέους, κι έτσι έπαψαν να μας δανείζουν. Οι τόκοι αυξάνονταν συνεχώς, και οι χρηματοδοτικές (δανειακές) ανάγκες του κράτους αυξάνονταν αντίστοιχα. Για να αποφευχθεί η ανεξέλεγκτη χρεοκοπία μας οι εταίροι μας και το ΔΝΤ συμφώνησαν να μας δανείσουν σε διακρατικό επίπεδο λίγα χρήματα για περιορισμένο χρόνο, μέχρι να μηδενίσουμε το έλλειμμα, δηλαδή μέχρι να πάψουμε να έχουμε ανάγκη νέων δανεικών. Το περίφημο τρισκατάρατο μνημόνιο (δανειακή σύμβαση) ήταν απλώς μια συμφωνία που έλεγε ότι παίρνουμε αυτά τα λεφτά έναντι της υπόσχεσης να μηδενίσουμε το έλλειμμα. Η κυβέρνηση δεν επέλεξε τη λιτότητα, απλώς δεν είχε άλλη λύση.
Γιατί η λιτότητα (μείωση ελλείμματος) οδηγεί σε ύφεση; Το έλλειμμα αντιπροσώπευε δανεισμό, δηλαδή χρήματα που εισέρεαν στην Ελληνική οικονομία, χωρίς να έχουν παραχθεί εδώ, τα οποία διοχετεύονταν στην αγορά, υπό τη μορφή κρατικών δαπανών για παροχές, προσλήψεις, έργα, κλπ, και συντηρούσαν ένα υψηλότερο του πραγματικού επίπεδο οικονομικής δραστηριότητας (δηλαδή τα δανεικά φούσκωσαν το ΑΕΠ σε απατηλά υψηλά επίπεδα). Τώρα που στέρεψε ο δανεισμός, είναι αναπόφευκτο ότι καθώς αυτά τα χρήματα παύουν να εισρέουν, η αντίστοιχα φουσκωμένη οικονομική δραστηριότητα ξεφουσκώνει. Η ύφεση είναι αναπότρεπτη άμεση συνέπεια της μείωσης του ελλείμματος.
Γιατί η ύφεση οδηγεί σε αύξηση της ανεργίας; Το ξεφούσκωμα οδηγεί σε μείωση της κατανάλωσης. Η μείωση της εγχώριας ζήτησης οδηγεί στη μείωση της απασχόλησης στους τομείς που ασχολούνταν με την εγχώρια ζήτηση, η οποία εγχώρια ζήτηση καλυπτόταν με εισαγωγές, που επίσης τώρα μειώνονται (μείωση ζήτησης => μείωση εισαγωγών/κατανάλωσης => μείωση τζίρου => απολύσεις ή μειώσεις μισθών).
Δεν μπορούμε να αποφύγουμε την ύφεση; Γιατί δεν εφαρμόζουμε αναπτυξιακές πολιτικές; Αυτός είναι άλλος ένας μύθος. Όπως προαναφέρθηκε, η ύφεση είναι αναπότρεπτη άμεση συνέπεια της λιτότητας. Και η λιτότητα είναι αναπότρεπτη συνέπεια της απώλειας των δανειακών πηγών χρηματοδότησης, η οποία απώλεια είναι αναπότρεπτη συνέπεια της υπερχρέωσης (δηλαδή της γιγάντωσης του χρέους σε τέτοιο επίπεδο που κάνει αδύνατη την παραπέρα εξυπηρέτηση του). Ακούω πολλούς θεωρητικολόγους που ίσως διάβασαν Κέυνς και προτείνουν να ρίξουμε λεφτά στην αγορά για να τονωθεί η ζήτηση ώστε να υποχωρήσει η ύφεση και να περάσουμε σε ανάπτυξη. Μα εδώ ακριβώς είναι το πρόβλημα, όπου αυτές οι θεωρίες δε βοηθούν. Τα δανεικά στέρεψαν. Θεωρητικές συζητήσεις ανάμεσα σε σοσιαλιστές ή νεοφιλελελεύθερους, σε κεϋνσιανιστές ή μονεταριστές για το αν η λιτότητα είναι καλή ή κακή συνταγή για την οικονομία, είναι στη χώρα μας σήμερα παραπλανητικές και άστοχες. Η λιτότητα μας επιβλήθηκε από τα πράγματα, δεν ήταν θέμα επιλογής. Είναι καιρός να δούμε την αλήθεια κατάματα, και να χειριστούμε τα δεδομένα του προβλήματος ως έχουν, όχι όπως θα θέλαμε να είχαν.
Μα αν αντί για αύξηση των φόρων, είχαμε μείωση των δαπανών, αυτό δεν θα είχε μικρότερη επίπτωση στην ύφεση; Μεσο-μακροπρόθεσμα, ίσως ναι. Όμως βραχυπρόθεσμα, είτε από την αύξηση των φόρων, είτε από τη μείωση των δαπανών, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: λιγότερα διαθέσιμα χρήματα για κατανάλωση => μείωση της ζήτησης => μείωση του κύκλου εργασιών στην οικονομία. Χρήματα που πριν εισέρεαν στη χώρα από έξω, ως δανεισμός, τώρα παύουν να εισρέουν.
Μήπως η ανεξέλεγκτη πτώχευση είναι καλύτερη λύση; Ποιά η διαφορά από την επαχθή λιτότητα διαρκείας; Η αλήθεια είναι και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει πόνος, αφού και στις δύο περιπτώσεις υποχρεώνουμε την οικονομία να απεξαρτηθεί από το δανεισμό και μαθαίνουμε να ζούμε στα όρια μας. Η σημαντική διαφορά είναι πως με την ανεξέλεγκτη πτώχευση αυτή η προσαρμογή γίνεται απότομα, που όχι μόνο έχει μεγαλύτερο πόνο, αλλά και εκτιμάται πως έχει χειρότερες μακροπρόθεσμες συνέπειες αφού στερεί στην οικονομία την ευκαιρία αναγκαίων ελεγχόμενων διορθωτικών κινήσεων που απαιτούν χρόνο. Όμως μαγική ή άμεση λύση χωρίς πόνο, χωρίς να σφίξουμε το ζωνάρι δεν υπάρχει.
Μπορούμε τουλάχιστο να κάνουμε κάτι διαφορετικό για να θέσουμε έστω τώρα τις βάσεις για μελλοντική ανάπτυξη ή για να περιορίσουμε την ανεργία; Ασφαλώς και μπορούμε. Να ξεχάσουμε τη φρούδα ελπίδα (πως τάχα ένα πρωί θα επιστρέψουμε στις αγορές κι όλα θα ‘ναι μέλι γάλα όπως πριν) διότι όσο ζούμε με φρούδες ελπίδες, αναβάλλουμε την αναγκαία προσαρμογή. Η αύξηση του κύκλου εργασιών (τζίρου) της οικονομίας με βραχυπρόθεσμη τόνωση της εγχώριας ζήτησης, αποκλείεται, ελλείψει ικανών δανειακών χρηματοδοτικών πόρων. Για να μειώσουμε όμως την ανεργία πρέπει υποχρεωτικά να βρούμε ένα άλλο τρόπο να αυξήσουμε τον κύκλο εργασιών στην οικονομία, έστω κι αν δεν μπορούμε άμεσα να τονώσουμε την εγχώρια ζήτηση. Ο μόνος τρόπος που απομένει για να το πετύχει κανείς αυτό είναι με τόνωση της πλευράς της εγχώριας προσφοράς. Προς τούτο πρέπει να κάνουμε την οικονομία εξωστρεφή, στοχεύοντας στην εξωτερική ζήτηση. Αυξάνοντας τις εξαγωγές θα μπορέσουμε να αυξήσουμε την εγχώρια παραγωγή (προσφορά) ακόμη κι αν η εγχώρια ζήτηση θα παραμένει για αρκετά χρόνια καθηλωμένη, κι έτσι θα αυξήσουμε τον κύκλο εργασιών της οικονομίας και την απασχόληση. Με τις εξαγωγές θα αρχίσει πάλι να εισρέει υγιές (και όχι δανειακό) εισόδημα στην οικονομία ώστε μεσοπρόθεσμα θα αρχίσει και πάλι να αναθερμένεται η ντόπια αγορά. Το κλειδί για την ταχεία αύξηση των εξαγωγών, είναι η ανταγωνιστικότητα. Για να εξάγουμε πρέπει τα προϊόντα μας να είναι ανταγωνιστικά σε ποιότητα, καινοτομία και κόστος. Όσο ζούσαμε με δανεικά, αδιαφορούσαμε για την ανταγωνιστικότητα - το όπιο του δανεισμού μας αποκοίμισε.
Πώς θα αυξήσουμε την ανταγωνιστικότητα και την εξωστρέφεια της οικονομίας; Η ανταγωνιστικότητα έχει πολλές παραμέτρους. Το κόστος παραγωγής, πρώτων υλών, ηλεκτροδοσίας (μονοπώλειο ΔΕΗ), το κόστος μεταφορών (προνόμια κλειστών επαγγελμάτων), η διαφθορά, πολυνομία και γραφειοκρατία, η υψηλή και προπαντός απρόβλεπτη φορολογία, το εχθρικό αξιακό κλίμα προς την επιχειρηματικότητα και το κέρδος, η κακή μεταχείριση του κεφαλαίου, η αναποτελεσματική και πανάκριβη κοινωνική ασφάλιση, και βεβαίως το κόστος εργασίας και οι αγκυλώσεις στην αγορά εργασίας, αλλά και η αρνησιδικία που παρατηρείται με τις τεράστιες καθυστερήσεις στη δικαιοσύνη. Σημαντικός παράγοντας επίσης είναι η πολυδιάσπαση του κεφαλαίου, η διασπορά σε μικρές αναποτελεσματικές δράσεις που δεν μπορούν να ανταγωνιστούν στα ίσια τους διεθνείς κολοσσούς, καθώς και η χαμηλή ποιότητα του μάνατζμεντ. Σε όλους αυτούς του τομείς μπορούμε και πρέπει να κάνουμε πολλά συντονισμένα βήματα για να αυξήσουμε την ανταγωνιστικότητα μας. Συμφέρον των εργαζομένων είναι η αύξηση της ανταγωνιστικότητας και των εξαγωγών, η κατάκτηση των ξένων αγορών, διότι έτσι αυξάνεται η εγχώρια απασχόληση και δημιουργούνται προοπτικές.
Τί να κάνουμε με το κράτος; Είναι δίκαιο να απολυθούν εργαζόμενοι που δεν έφταιξαν σε τίποτε; Η διατήρηση υπεράριθμων θέσεων εργασίας στο δημόσιο έχει τεράστιο κοινωνικό κόστος στον ιδιωτικό τομέα. Η μείωση του κράτους είναι αναγκαία προϋπόθεση για την έξοδο από την κρίση για δυο βασικούς λόγους: πρώτον, μεγάλο κράτος κοστίζει πολύ. Δεν μπορεί πια ο φορολογούμενος να σηκώνει στην πλάτη του αυτό το κράτος. Δεύτερον, η υψηλή φορολογία (για τη συντήρηση του μεγάλου κράτους) και ο ευρύς παρεμβατικός ρόλος του κράτους αποτελούν ουσιώδη εμπόδια στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και εξωστρέφιας της οικονομίας. Η αποτυχία της τελευταίας διετίας οφείλεται σε τούτο ακριβώς το λάθος, την υπερβολική αύξηση των φόρων και την αποτυχία μείωσης του κράτους. Το κράτος ανακατεύεται στην οικονομία κατά τρόπο αντιπαραγωγικό. Είναι υπερβολικά γραφειοκρατικό και αντιπαραγωγικό. Είναι εμπόδιο στην υγιή επιχειρηματικότητα. Απορροφά δυσανάλογους παραγωγικούς συντελεστές, που θα μπορούσαν να ριχτούν σε κάτι πολύ παραγωγικότερο στην πραγματική οικονομία. Παρεμβαίνει κατά τρόπο αθέμιτο στον ανταγωνισμό, δημιουργεί στρεβλώσεις στις αγορές. Είναι μέρος του προβλήματος, όχι μέρος της λύσης.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Είμαστε στο έλεος της παγκοσμιοποίησης, που όμως προσφέρει και ευκαιρίες. Αντί άλλοι να κατακτούν τη δική μας αγορά, ας αυξήσουμε την ανταγωνιστικότητα μας και να πάμε εμείς να κατακτήσουμε τις δικές τους αγορές. Να πιστέψουμε στις αρετές μας, να ξαναβρούμε την επιθετική ψυχολογία του νικητή στο διεθνή στίβο που ωθούσε εμπρός τον Έλληνα προπάππου μας στο Μαραθώνα, στις Πλαταιές, στη Σαλαμίνα, στο Γρανικό, στην Ισσό, στον Ινδό ποταμό, στο Δερβενάκι, στο Λαχανά. Αντί να κλαιγόμαστε για τις πρόσκαιρες δυσχέρειες, να σφίξουμε τα δόντια, να ανασκουμπώσουμε τα μανίκια και να κάνουμε έφοδο προς το μέλλον, με νέα διαυγή οραματική ηγεσία, με σχέδιο και ευρεία μεταρρυθμιστική εντολή, ώστε να γίνουν όλα ετούτα. Να δεχτούμε την αλήθεια. Δεν υπάρχει τρόπος, εδώ που φτάσαμε με την υπερχρέωση, να αποφύγουμε τον πόνο της λιτότητας, την ύφεση και την πρόσκαιρη έστω αύξηση της ανεργίας. Αυτά είναι το αναγκαίο κόστος της προσαρμογής. Μπορούμε όμως να κάνουμε κάτι σήμερα για τη μείωση του κράτους και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας και των εξαγωγών, ώστε να θέσουμε σήμερα στέρεες βάσεις για ένα μεγάλο άλμα ανάπτυξης διαρκείας, με αυτοπεποίθηση, με εξωστρέφεια, με δυναμισμό, με επαγγελματισμό, με πρωτοβουλίες, με υπομονή και καρτερία, με συλλογικό όραμα, ώστε τελικά να ανακτήσουμε την εθνική μας κυριαρχία και να αποκαταστήσουμε την τρωθείσα εθνική μας αξιοπρέπεια, το οποίο για ένα λαό με τη δική μας ιστορία, είναι πάνω από όλα χρέος βαρύ προς όσους προηγήθηκαν, και υπόσχεση ιερή για όσους έπονται.
Αρχή ην ο λόγος! Και εσύ τον κατέχεις. Χρεισιμοποίησέ τον για να ξυπνήσουμε και τους τελευταίους του "καναπέ"....
ReplyDeleteΝα σαι καλά Μαρία, για τα ζεστά σου λόγια, κι αν ήσουν και από κοντά θα βλεπες κι ένα δάκρυ να κυλά. Το πρόβλημα είναι να περάσουμε και στα έργα, προπαντός στα έργα, και να αφήσουμε τα λόγια, ειδικά τα παχιά, τα άδεια και τα ψεύτικα. Όμως φαίνεται για να πάμε στα έργα πρέπει πρώτα να κερδίσουμε τον πόλεμο των ιδεών. Αυτό είναι το πεδίο ετούτης της μάχης, όμως ο πόλεμος θα κριθεί κατ'ανάγκη από την ικανότητα μας να μετουσιώσουμε τις ιδέες σε πράξη, και μάλιστα πράξη ενωτική, υπερβατική, γεμάτη έμπνευση, από εκείνη τη γνήσια έμπνευση που φέρνει ρίγος, που συνεπαίρνει, που κάνει όλες τις δυσκολίες ενα μοιάζουν μικρές, κι όλους τους μικρούς να νιώθουν μεγάλοι ...
ReplyDeleteΑγαπητέ Παναγιώτη,
ReplyDeleteΜόνο ο έρωντας φέρνει ρίγος και συνεπαίρνει..., ο έρωντας είναι εκείνος που όπως λέει ο Κορνάρος: Κάνει τον ακριβό φτηνό τον άσκημο ερωτάρη κάνει και τον ανήμπορο άντρα και παλικάρι,
Πληθαίνει τως την όρεξη δύναμη τως ε δίδει μαθαίνει τσοι να πολεμούν τη νύχτα στο σκοτίδι....
Δυστυχώς για την Ελλάδα οι Πολιτικοί μας είναι ανέραστοι αναποτελεσματικοί, χωρίς όραμα, χωρίς φιλοδοξίες χωρίς πείσμα, χωρίς αντοχές, χωρίς παραγωγή ιδεών, χωρίς παραγωγή πολιτικής, χωρίς την δημιουργικών αντιπαραθέσεων. Η ικανότητα να μετουσιώσουμε όπως λες, τις ιδέες σε πράξη, χρειάζεται πολιτικούς ηγέτες που δεν ανέχονται ταπεινώσεις.Το υφιστάμενο πολιτικό προσωπικό δεν μπορεί να εφαρμόσει ούτε την καλύτερη και φιλολαικότερη πολιτική, πόσο δε μάλλον να διαχειριστεί δυσκολίες και κρίσεις που το ίδιο δημιούργησε.
Η Ελλάδα και οι Έλληνες θέλουν να παραμείνουν στην Ευρωπαϊκή οικογένεια αλλά μόνο αν έμπρακτα και Ευρωπαίοι εταίροι μας, αποδείξουν πως η Ενωμένη Ευρώπη παραμένει το όραμά τους, με ισότιμα και όχι ακρωτηριασμένα μέλη.
Επανέρχομαι όμως στο μεγάλο ζήτημα, στη χρεωκοπία του πολιτικού συστήματος του πολιτικού πρωσοπικού. Η Ελλάδα για να πετύχει τους θεωρητικούς στόχους και την πολυτραγουδισμένη Ανάπτυξη, που όλοι την έχουν εντάξει στο φρασεολόγιο τους χρειάζεται γνήσιους εκφραστές ανεξάρτητα από την ιδεολογική τους καταγωγή. χρειάζεται ανθρώπους σαν εσένα.... Εσύ μπορείς να οραματιστείς να εκφράσεις να μετουσιώσεις..
προϋπόθεση για όλα η ανάκτηση της αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος - πολιτικού προσωπικού!
ReplyDeleteΑχ, Γιώργη,
ReplyDeleteΤα 'χουμε πει. Εσύ είσαι ο άνθρωπος της πράξης. Εσύ ρίχτηκες στον αγώνα, τα 'βαλες με τα θηρία, αναμετριέσαι με νοοτροπίες και τους φορείς τους στην καθημερινότητα γύρω σου, και καμιά φορά μέσα σου, με ανοιχτό μυαλό, κι ακόμη πιο ανοιχτή καρδιά. Εσύ σαι ο μαντιναδολόγος, ο τραγουδιστής του έρωτα της πολιτικής πράξης. Εγώ τί είμαι; Ένας βολεμμένος βαρετός θεωρητικολόγος, ένας Τίτυρος, ένας φυγόδικος από τη μεγάλη της ιστορίας δίκη. Εσύ που είσαι εκεί και μιλάς και μ'αυτούς που είναι ακόμη πιο κοντά στα πράγματα ταρακούνησε τους όλους με την Λασιθιώτικη θέρμη σου και την κοφτερή σου γλώσσα. Εσύ, γιατί από δω και με τα γραφτά μόνο, προκοπή δε θα δούμε.