Το παλιό σάπιο πολιτικό σύστημα, που ευθύνεται για την παρούσα ιστορική εθνική ήττα, το σύστημα της πατρωνίας, της συναλλαγής, του παρασιτισμού, του λαϊκισμού, των υποσχέσεων και των εξυπηρετήσεων, αντιπαρερχόμενο τις ιστορικές ενοχικές του ευθύνες, αντιστέκεται
και προσπαθεί να κρατηθεί στη ζωή επιτείνοντας την λαϊκίστικη ρητορία. Φταίει, μας λεν, το μνημόνιο που έφερε ύφεση, δεν φταιν οι αλλόγιστες πολιτικές του παρελθόντος που σκώτωσαν την ανταγωνιστικότητα, σώρευσαν χρέη και ελλείμματα και έφεραν στη χώρα το ΔΝΤ και το μνημόνιο. Εν μέσω απελπισίας, κόπωσης και πανικού, οι λαϊκιστές κερδίζουν έδαφος. Η λύση του ελληνικού προβλήματος απομακρύνεται. Το μεταρρυθμιστικό μέτωπο, πολυδιασπασμένο υποχωρεί. Δειλοί ριψάσπιδες, που προηγούμενα επιχείρησαν μεταρρυθμίσεις, τώρα προσχωρούν στο στρατόπεδο των λαϊκιστών, με ψευτοδικαιολογίες πως τάχα δε διάβασαν. Ανακαλύπτουν όψιμα ότι η λιτότητα δημιουργεί ύφεση και ξεχνούν τί κατέστησε αναγκαία (ή αναπότρεπτη) τη λιτότητα. Ενώ ο Παπαδήμος σε τεχνικό επίπεδο μοιάζει να προχωρεί σταθερά τη διαπραγμάτευση, σε πολιτικό επίπεδο γυρίζουμε πίσω ολοταχώς. Αυτή η υποχώρηση τελικά θα ακυρώσει και τα όποια κέρδη της επιδέξιας προσπάθειας Παπαδήμου, η οποία κινδυνδεύει να μείνει χωρίς πολιτική στήριξη.
και προσπαθεί να κρατηθεί στη ζωή επιτείνοντας την λαϊκίστικη ρητορία. Φταίει, μας λεν, το μνημόνιο που έφερε ύφεση, δεν φταιν οι αλλόγιστες πολιτικές του παρελθόντος που σκώτωσαν την ανταγωνιστικότητα, σώρευσαν χρέη και ελλείμματα και έφεραν στη χώρα το ΔΝΤ και το μνημόνιο. Εν μέσω απελπισίας, κόπωσης και πανικού, οι λαϊκιστές κερδίζουν έδαφος. Η λύση του ελληνικού προβλήματος απομακρύνεται. Το μεταρρυθμιστικό μέτωπο, πολυδιασπασμένο υποχωρεί. Δειλοί ριψάσπιδες, που προηγούμενα επιχείρησαν μεταρρυθμίσεις, τώρα προσχωρούν στο στρατόπεδο των λαϊκιστών, με ψευτοδικαιολογίες πως τάχα δε διάβασαν. Ανακαλύπτουν όψιμα ότι η λιτότητα δημιουργεί ύφεση και ξεχνούν τί κατέστησε αναγκαία (ή αναπότρεπτη) τη λιτότητα. Ενώ ο Παπαδήμος σε τεχνικό επίπεδο μοιάζει να προχωρεί σταθερά τη διαπραγμάτευση, σε πολιτικό επίπεδο γυρίζουμε πίσω ολοταχώς. Αυτή η υποχώρηση τελικά θα ακυρώσει και τα όποια κέρδη της επιδέξιας προσπάθειας Παπαδήμου, η οποία κινδυνδεύει να μείνει χωρίς πολιτική στήριξη.
Η εμπιστοσύνη των ξένων, των αγορών, και του λαού μας έχει χαθεί. Η επέλαση του λαϊκισμού, η άτακτη διάλυση του κατ’εξοχήν λαϊκίστικου ΠΑΣΟΚ εν μέσω κοινοβουλευτικών συντεχνιακών συναλλαγών, η επικράτηση του λαϊκίστικου αντιμνημονιακού λόγου στη Ν.Δ., η δημοσκοπική άνοδος της αριστεράς, όλα δείχνουν πως οι μεταρρυθμιστικές δυνάμεις της χώρας έχουν χάσει το παιχνίδι και ετοιμάζονται για οπισθοχώρηση αμαχητί. Με την ήττα των μεταρρυθμιστών θα επέλθει τελικά και η ολοκλήρωση της εθνικής καταστροφής. Η μεταρρυθμιστική πνοή ήταν και ίσως (αν κρέμεται ακόμη από μια κλωστή) παραμένει η τελευταία ελπίδα για τη χώρα και τους πολίτες της.
Το οικονομικό πρόβλημα πλέον της χώρας έχει γίνει πρόβλημα πολιτικό. Πρόβλημα εμπιστοσύνης. Κανένα μέτρο, κανένας σοφός οικονομολόγος, κανένα ιδιοφυές μείγμα πολιτικής δεν μπορεί από μόνο του να αποκαταστήσει το κλίμα εμπιστοσύνης που πάνω από όλα είναι απαραίτητο για να ξαναπάρει μπρος η οικονομία. Μπορεί όμως η εμπιστοσύνη να επιστρέψει στη χώρα; Οι αγορές δεν θα πείθονται, ασχέτως του κύρους του πρωθυπουργού, όσο την πολιτική μάχη φαίνεται να κερδίζουν οι λαϊκιστές. Όσο οι αγορές δεν πείθονται, τόσο θα μένουμε καταδικασμένοι σε διακρατική χρηματοδοτική εξάρτηση, που οδηγεί σε εθνική ταπείνωση, η οποία με τη σειρά της ανακλαστικά προξενεί άνοδο του λαϊκισμού, της ξενοφοβίας και της φτηνής πατριδοκαπηλίας. Όσο αυτό συνεχίζεται, τόσο θα βυθιζόμαστε βαθύτερα στην κρίση, την ανυποληψία, την διαρκή χειροτέρευση των οικονομικών δεικτών, τόσο θα μένουμε δέσμιοι σ’αυτό το φαύλο κύκλο. Η αποκατάσταση εμπιστοσύνης απαιτεί μια βαθιά πολιτική τομή, μια ριζοσπαστική ανατροπή του υφιστάμενου σκηνικού.
Η πολυδιάσπαση των μεταρρυθμιστών σε αυτή την συγκυρία αποτελεί εθνικό έγκλημα, που οδηγεί σε προδιαγεγραμμένη εθνική τραγωδία. Η έκκληση για συστράτευση τους δεν αφορά πια ένα πρόσφορο εκλογικό εγχείρημα για να πάν κάποιοι κάπως καλύτερα στις εκλογές, και να έχουν μια καρέκλα στην επόμενη βουλή. Πρόκειται για απόλυτη εθνική ανάγκη, για υπέρτατο εθνικό καθήκον. Οι μεταρρυθμιστές βρίσκονται σήμερα διάσπαρτοι σε διάφορους χώρους. Ο Μόσιαλος, η Διαμαντοπούλου, ο Λοβέρδος, ο Ραγκούσης, ο Αλ. Παπαδόπουλος και μερικοί άλλοι, αισθάνονται μειοψηφία απέναντι στο “βαθύ” και βαθύτατα λαϊκίστικο ΠΑΣΟΚ, του οποίου τη φυσιογνωμία αδυνατούν να μεταβάλλουν. Στη Ν.Δ. ο Χατζηδάκης, ο Στυλιανίδης, ο Σπηλιωτοπουλος, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο Βαρβιτσιώτης, επίσης είναι μειοψηφία, και φαντάζουν ξένα σώματα. Άλλοι που έχουν ήδη αποχωρήσει, ο Μάνος, η Ντόρα, ο Φλωρίδης, η Έλσα Παπαδημητρίου και όσοι έχουν στοιχηθεί γύρω από αυτούς, πασχίζουν απλά να περάσουν το 3%. Παραπέρα υπάρχουν ομάδες πολιτών, η Φιλελεύθερη Συμμαχία, ο Κοινωνικός Σύνδεσμος και άλλοι. Όλοι τούτοι ακολουθούν σήμερα παράλληλες μοναχικές πορείες ατελέσφορες. Ζουν είτε με την αυταπάτη πως μπορούν να αλλάξουν τα παλιά κόμματα της ήττας και της παρακμής από μέσα, είτε με το φόβο πως όποιος φεύγει από το μαντρί τον τρώει ο λύκος, είτε με την απογοήτευση πως δεν μπορούν να μετατρέψουν την παρέα σε λαϊκό κίνημα.
Η αλήθεια είναι πως έκαστος στο χώρο του, μοναχικά πορευόμενος δεν μπορεί να κάνει τη διαφορά. Το ΠΑΣΟΚ παραμένει ένα βαθειά λαϊκίστικο κόμμα, ό,τι ωραίο και υπεύθυνο κι αν λέει ο Ηλίας και η Άννα. Η ΝΔ παραμένει υπό την παρούσα πατριδοκάπηλη ευρωσκεπτικιστική ηγεσία της ένα κόμμα επαρχιώτικο, ξεπερασμένο, απροκάλυπτα λαϊκίστικο, ένα κόμμα του χθες, ότι κι αν λέει ο Κώστας ή ο Κυριάκος. Τα μικρότερα κόμματα, η Δράση του Μάνου, ή η Δημοκρατική Συμμαχία της Ντόρας, είναι πολύ μικρά, και ο λαός δεν τα παίρνει στα σοβαρά, ούτε και θα τα πάρει στα σοβαρά αν ενωθούν απλά μεταξύ τους. Το γεγονός είναι πως όλοι τούτοι με μικρές αποχρώσεις, στην πραγματικότητα πρεσβεύουν λίγο πολύ το ίδιο πράγμα, την ανάγκη για γενναίες μεταρρυθμίσεις για να ανακτήσουμε την πρωτοβουλία των κινήσεων, να αποκαταστήσουμε την αξιοπιστία της πολιτικής και να περισώσουμε ό,τι έχει απομείνει από την εθνική αξιοπρέπεια και ανεξαρτησία. Απέναντι σ’αυτούς, τους πολιτικούς της ευθύνης είναι όσοι κλαψουρίζουν με κροκοδείλια δάκρυα, όσοι αναθεματίζουν τους ξένους, τα μνημόνια, τη λιτότητα, όσοι λεν πως υπάρχουν εύκολες λύσεις, όσοι με λίγα λόγια πυροβολούν το φάρμακο κι όχι την αρρώστια και προσπαθούν απλώς να καρπωθούν πολιτικά την κρίση, χωρίς να έχουν απολύτως τίποτε να προτείνουν για την υπέρβαση της κρίσης.
Είναι πλέον σαφές, πως η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των αγορών, των εταίρων, των επενδυτών και του λαού προϋποθέτει ένα μεγάλο συμβάν, μια αναγεννησιακής ή μεταμορφωτικής δυναμικής εξέλιξη στο εσωτερικό, με άλλα λόγια, προϋποθέτει ένα μείζον ιστορικό γεγονός. Ένα γεγονός τέτοιο που να σηματοδοτήσει και να πείσει πραγματικά πως γυρνάμε σελίδα σαν λαός. Αυτό το γεγονός πρέπει να έχει κινηματικό χαρακτήρα. Να βασίζεται σε νέα μεγάλα πλειοψηφικά ρεύματα στην κοινωνία. Ρεύματα που να δίνουν σαφή μεταρρυθμιστική εντολή στον πολιτικό κόσμο. Ένα γεγονός που θα σαρώσει το παρελθόν της ήττας και παρακμής και τους εκφραστές του, και θα αναδείξει επιτέλους τις νέες δυνάμεις που θα σύρουν αποφασιστικά την Ελλάδα στον 21ο αιώνα. Αυτό το γεγονός μπορεί να είναι μονάχα η δημιουργία ενός νέου κόμματος εξουσίας, ενός εθνικού μεταρρυθμιστικού μετώπου. Ο τρόπος με τον οποίο θα γίνει αυτό είναι κρίσιμος. Με μικρές οριακές συνενώσεις, ή με σωρευτικές μικρού βεληνεκούς διευρύνσεις τίποτε δεν θα γίνει. Χρειάζεται μία συνολική αναθεμελίωση που θα ανατρέψει άρδην το πολιτικό σκηνικό.
Αν οι μεταρρυθμιστές της Ν.Δ. με τους μεταρρυθμιστές του ΠΑΣΟΚ αποχωρήσουν συντεταγμένα, όλοι μαζί από τα κόμματα τους και ενωθούν με τις υπόλοιπες διάσπαρτες μεταρρυθμιστικές δυνάμεις, αυτό θα είναι ένα γεγονός γνήσια μεταμορφωτικό (transformative) του πολιτικού σκηνικού. Κατ’αρχάς θα επισφραγίσει την πλήρη διάλυση του ΠΑΣΟΚ, και ταυτόχρονα την ακαριαία ακύρωση της παράστασης νίκης της Ν.Δ., η οποία αναπότρεπτα θα οδηγήσει στην ταχύτατη και βαθύτατη αποδυνάμωση, ίσως μέχρι σημείου διάλυσης της Ν.Δ. Το νέο κόμμα θα έρθει από την πρώτη μέρα ως πρωταγωνιστής των εξελίξεων. Θα θέττει την πολιτική ατζέντα. Θα αποκτήσει από τη στιγμή της ίδρυσης του παράσταση νίκης. Θα έρθει με αέρα αλλαγής. Θα προσελκύσει στελέχη, και προπαντός νέους ανθρώπους που μέχρι σήμερα έχουν μείνει εκτός πολιτικής. Θα είναι ένα κόμμα με κύρος και ορμή. Θα είναι το κόμμα που θα έχει μαζέψει τους καλύτερους, όχι μόνο πολιτικούς, αλλά και πνευματικούς ηγέτες και στοχαστές, όπως ο Ράμφος, ο Βερέμης και άλλοι, αλλά και θα έχει την υποστήριξη από τα μεγαλύτερα και σοβαρότερα δημοσιογραφικά συγκροτήματα, αλλά και από τον κόσμο του μόχθου, της δουλειάς, της επιχειρηματικότητας. Θα αναδειχθεί τάχιστα ως το κόμμα που ενσαρκώνει τις εθνικές ελπίδες για εθνική ανάταση, περίπου όπως ήρθε η ΝΔ του Καραμανλή το 1974, ή το ΠΑΣΟΚ το ‘81. Το νέο αυτό κόμμα, δεν θα είναι παρέα. Δεν θα έχει ως στόχο το 3% και μια έδρα στη βουλή. Θα είναι από μιας αρχής κόμμα εξουσίας. Θα έρχεται για να κυβερνήσει άμεσα. Θα έρχεται με αέρα πλειοψηφίας, με αέρα απόλυτης αυτοδυναμίας. Ο λαός έχει ένστικτο. Θα προστρέξει. Το νέο κόμμα θα σαρώσει αποκτώντας από συστάσεως κινηματικά χαρακτηριστικά.
Ένα τέτοιο μεταμορφωτικό (ανατρεπτικό) γεγονός θα αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των αγορών, αφού θα πειστούν ότι η πολιτική μάχη μπορεί επιτέλους να κερδηθεί από τις προοδευτικές, μεταρρυθμιστικές δυνάμεις της χώρας. Επίσης η παρουσία και μόνο ενός τέτοιου κόμματος στο πολιτικό σκηνικό θα προκαλέσει ενθουσιασμό στο λαό, που επιτέλους θα δεί πως κάτι κινείται, κάτι αλλάζει. Για πρώτη φορά η ελπίδα θα ξαναλάμψει στα πρόσωπα των δοκιμαζόμεων συμπολιτών μας. Διότι κανείς δεν ελπίζει πια τίποτε από τους πρωταίτιους της ήττας και της παρακμής. Επιτέλους, η μεταρρυθμιστική ατζέντα θα αποκτήσει λαϊκή εντολή και ευρεία στήριξη. Επιτέλους ο λαός θα έχει ένα θετικό λόγο να προσέλθει στις κάλπες.
Ο κύκλος της μεταπολίτευσης έχει κλείσει. Οι πολιτικές φίρμες (brand names) των πρωταγωνιστών της προηγούμενης περιόδου έχουν πλήρως απαξιωθεί, σε τέτοιο βαθμό που η όποια προσπάθεια από μέσα αναγέννησης των παλιών κομμάτων όχι μόνο δεν θα φέρει αποτέλεσμα, αλλά και θα φθείρει άσκοπα με βεβαιότητα όσους την αποτολμήσουν. Κάποιοι απ’αυτούς, είναι οι τελευταίες εθνικές εφεδρείες που μας έχουν απομείνει. Δεν δικαιούνται να φθείρουν εαυτούς. Από την άλλη, ακόμη και οι λαϊκιστές έχουν ανάγκη ανασυγκρότησης σε νέους φορείς και θα αποχωρήσουν σταδιακά από τους υφιστάμενους. Το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ απλώς θα πάψουν να υπάρχουν. Ο λαϊκισμός θα εκφραστεί επίσης μέσα από νέα κόμματα. Έτσι θα περάσουμε πάλι σε ένα νέο ιστορικό κύκλο. Αρκεί να τολμήσουμε να συμβαδίσουμε επιτέλους με τις επιταγές της ιστορίας, που ούτε συγχωρεί, ούτε περιμένει.
Η σωτηρία της Ελλάδας αυτή τη στιγμή κρέμεται από την ικανότητα μας να πείσουμε ο ένας τον άλλο, να πείσουμε όλους τους μεταρρυθμιστές να ενωθούν και να αγωνιστούν όλοι μαζί για τις μεγάλες αλλαγές που έχει ανάγκη ο τόπος. Να τους πείσουμε, πως είναι εθνικό τους καθήκον να παραμερίσουν τους όποιους εγωισμούς, ή τους όποιους δισταγμούς και τις όποιες προσωπικές στρατηγικές για το εθνικό καλό. Χωρίς αποκλεισμούς και ανεδαφικούς όρους ή προϋποθέσεις να σημάνουμε το προσκλητήριο σε όλους. Ας βρούν ανάμεσα τους τον πιο άξιο για να ηγηθεί της προσπάθειας. Ας είναι ο Παπαδήμος, ή ο Παπαδόπουλος, ή ο Μάνος, ή ακόμα και κάποιος νεώτερος καταξιωμένος όπως ο Χατζηδάκης, ή όποιος άλλος χαίρει κάποιας ευρύτερης αποδοχής μέσα στην κοινωνία και ειδικότερα μέσα σε αυτό το μεταρρυθμιστικό μέτωπο. Το πρόσωπο μπορεί να βρεθεί και να αναδειχθεί δημοκρατικά. Αυτό που έχει σημασία είναι να κάμουν το μεγάλο βήμα όλοι μαζί. Να τιμήσουν τον όρκο τον ιερό στην πατρίδα. Να κάμουν και να κάμουμε έκαστος την υπέρβαση του. Για τη μεγάλη ανατροπή. Για την Ελλάδα.
Δεν θα μπω στην ουσία του κειμένου – τουλάχιστον τώρα- αλλά θα υποβάλλω εν τάχει κάποια «λαϊκίστικα» ερωτήματα, λες: «Διότι κανείς δεν ελπίζει πια τίποτε από τους πρωταίτιους της ήττας και της παρακμής» Τα ονόματα που προτείνεις δεν ανήκουν στους πρωταίτιους; δεν έχουν ασκήσει πολιτική, χρόνια τώρα; δεν εφάρμοσαν αυτές που εσύ ονομάζεις, λαϊκιστικές πολιτικές, χρόνια τώρα; Μήπως και η δήθεν μεταρρυθμιστική του τωρινή στάση αποτελεί μια λαϊκίστικη προσέγγιση προκειμένου να αναδείξουν τη δικιά του σοβαρή δήθεν και υπεύθυνη πολιτική στάση; Θεωρώ πως η συνέπεια μεταξύ πολιτικής θεωρίας και πράξης είναι το ζητούμενο για να ανακτηθεί η πολυπόθητη εμπιστοσύνη, από μόνη της η όποια θεωρητική-ιδεολογική προσέγγιση δεν λύνει κανένα πρόβλημα. Επί της ουσίας τώρα μια παρατήρηση: καμιά ιδεολογική ακρότητα-ούτε από αριστερά , ούτε από δεξιά- δεν θα δημιουργήσει ανάπτυξη και δεν αποτελεί λύση, γιατί πολύ απλά δεν μπορεί να εγγυηθεί-τουλάχιστον τώρα- ένα ελάχιστο κοινωνικής συνοχής. Κανένας δεν έχει δικαίωμα να καταδικάσει μια ολόκληρη γενιά στο όνομα μιας μακροπρόθεσμης ανάπτυξης. Η λύση δεν βρίσκεται στα άκρα, καμιά υπερβολή δεν είναι καλή!
ReplyDeleteΣτην ανάγκη δημιουργίας νέου πολιτικού κινήματος σημασία έχει η συστράτευση στο στόχο όσων έχοντας δώσει κάποια (έστω όχι τέλεια) δείγματα γραφής, συντονίζονται προς μια κοινή κατεύθυνση. Αντιθέτως θα ήταν ακραίο, μή ρεαλιστικό, και ίσως ανήθικο να αναζητεί κανείς στην πολιτική την απόλυτη καθαρότητα.
ReplyDeleteΈνα σάπιο σύστημα καμιά φορά χρειάζεται όχι μόνο πίεση από τους απ'έξω για να αποδομηθεί, αλλά προπαντός και από τους από μέσα. Ας πάρουμε παράδειγμα την Ντόρα. Χωρίς αμφιβολία αντιπροσωπεύει τη χειρότερη όψη οικογενειοκρατίας, ανθρώπου που ανελίχθηκε γιατί είχε πλάτες, γιατί κληρονόμησε μια σημαντική επιρροή. Αυτό θα απωθούσε τον κάθε καθαρό άνθρωπο. Όμως είναι γεγονός ότι έχει μια παρουσία, μια σημαντική διεθνή εμπειρία, και μια κάποια επιρροή. Και επίσης είναι γεγονός ότι τον τελευταίο καιρό πολιτεύεται προσεκτικά, με μέτρο, στηρίζοντας τη μεταρρυθμιστική ατζέντα. Το δίλημμα είναι, να είναι κανείς πουριτανός, ή ρεαλιστής; Η γνώμη μου είναι πως μπορεί να είναι κανείς στην πολιτική πουριτανός (αν μπορεί) μόνο με τον εαυτό του, όχι με τους άλλους. Άλλωστε, μη ξεχνάμε τη σοφή, και σεμνή ρήση, ο αναμάρτητος πρώτος το λίθο βαλέτο. Ακόμη και η γόνος ενός πολιτικού τζακιού δικαιούται την ευκαιρία να μετάσχει. Ποιός είμαι εγώ να της αρνηθώ αυτή την ευκαιρία, χωρίς να φανώ μικρός και μίζερος; Δεν έχω να ζηλέψω. Πως δεν είμαι από τζάκι; Μαν αν πράγματι θέμε να απαξιώσουμε τα τζάκια πρέπει με συνέπεια να τα αγνοήσουμε, είτε έτσι, είτε αλλιώς, διαφορετικά είμαστε προκατειλημένοι. Να μην θεοποιούμε ώς είναι από τζάκι, μα ούτε και να τους αναθεματίζουμε από αυτό το λόγο και μόνο.
Οι άλλοι που ανέφερα, δεν είναι τέλειοι. Ο Χατζηδάκης, τον οποίο έχω σε τεράστια εκτίμηση (και δεν είμαι μόνος), κατά μία άποψη λαϊκισε στην λύση της Ολυμπιακής. Έδωσε περισσότερα από όσα σήκωνε η οικονομία. Αυτό θα ήταν μια εύλογη κριτική, και η ιστορία θα τον κρίνει. Όμως ήταν ο μόνος που τελικά κάτι έκανε, όταν άλλοι πριν απ'αυτόν για 20 χρόνια δεν έκαναν τίποτε. Φέρθηκε με κάποιο ρεαλισμό σε εκείνες τις συνθήκες.
Παρόμοια ισχύουν και για τους άλλους. Δεν νομίζω πως νέο μεταρρυθμιστικό κόμμα εξουσίας μπορεί να υπάρξει χωρίς συστράτευση πολιτικών από το υφιστάμενο σκηνικό. Η ιστορική εμπειρία αυτό υποδεικνύει. Άλλωστε το τέλειο είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του καλού, και επίσης η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού.
Τώρα ως προς την ουσία της μεταρρυθμιστικής πολιτικής, εκεί μπορεί να διαφωνίσουμε, αλλά υπάρχει περιθώριο συζήτησης, και εγώ νομίζω πως είναι τελικά πιθανότερο να συμφωνήσουμε. Η γνώμη η δική μου είναι πως είναι έγκλημα να καταδικάσουμε τούτη και τις επόμενες γενιές από δειλία και αδράνεια. Είναι χειρότερη ακρότητα, και βαρβαρότητα το να μην πάρει κανείς τα μέτρα και τις αποφάσεις που οι περιστάσεις απαιτούν, στο όνομα της δήθεν ηπιότητας και του δήθεν μέτρου. Διότι και το μέτρο κρίνεται από τις περιστάσεις. Πρέπει οι πολιτικές να είναι κατ'αναλογία προς τις περιστάσεις, και όχι υποδεέστερα προς αυτές.
Για την κοινωνική συνοχή συμφωνούμε, και για το κράτος πρόνοιας επίσης συμφωνούμε. Όμως το κράτος πρόνοιας προϋποθέτει πρώτα κράτος αποτελεσματικό, και με κάποια οικονομική επιφάνεια, κι αυτό προϋποθέτει αναπτυξιακή και εξαγωγική ορμή και δυναμισμό. Κοινωνινή πολιτική με ελλείμματα και χρέη δεν υπάρχει, ούτε μπορεί ποτέ να υπάρξει.
Θερμούς χαιρετισμούς,
Παναγιώτης
Και κάτι ακόμη - αν με συνέπεια τις τελευταίες δεκαετίες σκεφτόμασταν το μακροπρόθεσμο κι όχι το βραχυπρόθεσμο, δεν θα είχαμε φτάσει καθόλου στο σημερινό χάλι, διότι θα είχαμε (ή θα είχαν οι προηγούμενοι) φροντίσει να μη σωρεύουν χρέη στις επόμενες γενιές. Ακριβώς επειδή το αντίθετο έγινε, μέχρι που έφτασε ο κόμπος στο χτένι, γι αυτό υποφέρουμε τώρα. Άρα, ασφαλώς και πρέπει να γίνουν θυσίες τώρα στο όνομα μιας μακροπρόθεσμης προοπτικής, διότι όσο περιμένουμε σήμερα άμεση βελτίωση του βιοτικού μας επιπέδου, χωρίς να κάνουμε το ground work που θα μας αποδώσει αυτό το βελτιωμένο επίπεδο, όλο θα σκοντάφτουμε κι αντί το πράγμα να βελτιώνεται, όλο θα χειροτερεύει. Χρειάζεται υπομονή.
ReplyDeleteΗ Θυσία έχει διαβαθμίσεις! Άλλο πράγμα είναι να έχεις μείωση εισοδήματος με ότι αυτό συνεπάγεται για όσο διάστημα χρειαστεί, και άλλο πράγμα είναι να έχεις μηδενικό εισόδημα και μηδενική προοπτική. Τέτοια προοπτική(μηδενική) έχει σήμερα ένα μεγάλο μέρος του Ελληνικού πληθυσμού(ανεξάρτητα από τα αίτια). Η εφαρμογή του δόγματος «σοκ» θα οδηγήσει ακόμη μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού σε αυτή τη μηδενική προοπτική και για ακόμα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Πιστεύω ακράδαντα πως η εφαρμογή μιας κοινή λογικής –τόσο απλά- θα μας οδηγούσε περίπου αναίμακτα σε έξοδο από την κρίση. Η αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας μας ή η παραίτηση και αδρανοποίηση του θα παίξει καθοριστικό ρόλο. Οι αγκυλώσεις και οι στρεβλώσεις που επικρατούν σήμερα στη χώρα μας δεν είναι αποτέλεσμα ιδεολογικών προσεγγίσεων και εφαρμογών, αλλά μιας παρατεταμένης- ανάλγητης, κομματικής, ιδεολογικής και πελατειακής λογικής.
ReplyDeleteΣ'αυτή την τελευταία επισήμανση με βρίσκεις απόλυτα σύμφωνο. Απλά, αν μπορώ να προσθέσω, θα έλεγα πως η προοπτική για τους ανέργους προϋποθέτει τη δημιουργία θέσεων εργασίας (δηλαδή την τόνωση της προσφοράς), αυτό προϋποθέτει χρήματα και επενδύσεις. Τώρα σε τούτο υπάρχει ένα πρόβλημα. Μέχρι τώρα οι θέσεις εργασίας (και το ΑΕΠ συνολικά) ήταν συναρτημένα με την εγχώρια ζήτηση (την οποία στήριζε ο εξωτερικός δανεισμός). Με δεδομένο ότι ο δανεισμός στέρεψε, η εγχώρια ζήτηση δεν μπορεί πλέον να δημιουργήσει θέσεις εργασίας. Δεν είναι ρεαλιστικό να περιμένει κάποιος είτε διακρατική, είτε ιδιωτική χρηματοδότηση τα προσεχή χρόνια για την τόνωση της εγχώριας ζήτησης (είτε απευθείας στην κατανάλωση -μέσω προσλήψεων ή μισθολογικών αυξήσεων, είτε και μέσω μεγάλων έργων του ΠΔΕ). Το μόνο που μένει είναι να κοιτάξουμε να δημιουργήσουμε θέσεις εργασίας από την πλευρά της προσφοράς, και δη της εξωστρεφούς προσφοράς. Αυτό είναι η αντιστροφή του παραγωγικού μας μοντέλου για την οποία έχω γράψει και αλλού. Αφού στο εσωτερικό δεν μπορούμε να αυξήσουμε την κατανάλωση (ζήτηση) ο μόνος τρόπος για να αυξήσουμε την οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα είναι με το να αυξήσουμε την προσφορά που απευθύνεται στην εξωτερική ζήτηση (δηλαδή να αυξήσουμε τις εξαγωγές). Ο μόνος τρόπος για να γίνει αυτό είναι να γίνουμε (και να κάνουμε τα προϊόντα μας) πιο ανταγωνιστικά, ώστε να τα προτιμούν οι ξένοι καταναλωτές έναντι άλλων. Το στοἰχημα της ανταγωνιστικότητας είναι κομβικότατο, γι'αυτόν ακριβώς το λόγο. Όμως η ανταγωνιστικότητα έχει πολλαπλές παραμέτρους. Το κόστος εργασίας, είναι μόνο μία από αυτές. Άλλες παράμετροι είναι σημαντικότερες, όπως η παραγωγικότητα, η ποιότητα, η νεωτερικότητα (innovation), οι οικονομίες κλίμακος, το καλό management, η γραφειοκρατία και το συστημικό λειτουργικό κόστος (από φόρους, διαφθορά, εισφορές, μεταφορές) κλπ. κλπ. Όλες αυτές πρέπει να αντιμετωπισθούν με πείσμα, αποφασιστικότητα, συνολικά και ταυτόχρονα. Αν κερδίσουμε το στοίχημα της ανταγωνιστικότητας (που περιλαμβάνει το στοίχημα της δημόσιας διοίκησης, της χαμηλής φορολογίας κλπ), τότε θα μπορέσουμε να προσεκλύσουμε κεφάλαια για παραγωγικούς σκοπούς. Οι Έλληνες για πολλά χρόνια θα δούν το εισόδημα τους να υφίσταται πιέσεις, όμως τουλάχιστο θα αρχίσουν να δημιουργούνται υγιείς θέσεις εργασίας, ώστε να βγούμε από αυτό το ατελείωτο τούνελ.
ReplyDelete(...)
(...)
ReplyDeleteΗ άλλη λύση, αυτή που εγώ αποκαλώ λαϊκίστικη, είναι η επιμονή στην παλιά συνταγή, δηλαδή στην συνταγή της πολιτικής διαχείρισης της πλευράς της ζήτησης, δηλαδή στην μέσω πολιτικής συναλλαγής και πατρωνίας από το κράτος, το οποία υποτίθεται θα κληθεί και πάλι να βάλει πλάτες, να δώσει αυξήσεις, επιδόματα, να προσλάβει υπαλλήλους κλπ. Αυτή η λύση, που μοιάζει να προτείνει η αριστερά, και όλο το λαϊκίστικο μπλόκ είναι ολέθρια για τρεις βασικούς λόγους:
1. Είναι ψεύρικη & παραπλανητική, δηλαδή μή υλοποιήσιμη, αφού τα χρήματα και οι πηγές χρηματοδότησης δεν υπάρχουν, και δε θα υπάρξουν για τα επόμενα 15 χρόνια τουλάχιστο (η γνωστή κοροϊδεία "λεφτά υπάρχουν" σε διαφορετικό περιτύλιγμα)
2. Ακόμη κι αν υπήρχαν τα χρήματα, είναι μία "λύση" που αναπαράγει τη φαυλότητα, τον παρασιτισμό, το σύστημα πατρωνίας και συναλλαγής.
3. Ακόμη κια αν υπήρχαν χρήματα, κι ακόμη κι αν υπήρχε ένας μαγικός τρόπος αξιοκρατικής και μή φαύλης εφαρμογής της, αυτή η "λύση" ενώ μπορεί πρόσκαιρα να συγκαλύπτει την ανεργία κάτω από το χαλί, στην πραγματικότητα δεν βοηθά στην παραγωγή πραγματικού πλούτου, οδηγεί σε βόλεμα και μακροπρόθεσμη στασιμότητα τους παραγωγικούς συντελεστές και τελικά οδηγεί σε μακροπρόθεσμη οπισθοχώρηση σε όλους τους τομείς, πίσω από μια επίφαση ευζωίας, που όμως στηρίζεται σε δανεικά, που όπως μάθαμε, κάποια στιγμή στερεύουν. Με άλλα λόγια αυτή η λαϊκίστικη "λύση" δεν είναι τίποτε άλλο από την επανάληψη των λαθών των τελευταίων δεκαετιών που μας έφεραν εδώ. Αυτό δηλαδή που λέει ο Νίκος Παπανδρέου ("δώσε σε κάθε πολίτη μια VISA και ασε τον να ξοδεύει") δεν είναι λύση - κάθε άλλο.
Εν κατακλείδι, συμφωνώ απόλυτα ότι με βάση την κοινή λογική πρέπει να πορευτούμε. Με γνώμονα τη λογική πρέπει να χαράξουμε ξεκάθαρη στόχευση, και σε αυτή την κατεύθυνση να κινηθούμε με απόλυτη αποφασιστικότητα και με ασυμβίβαστη συνέπεια.
Χαιρετισμούς,
Παναγιώτης