Η συζήτηση
περί “επαναδιαπραγμάτευσης” ή “καταγγελίας” του μνημονίου είναι
αποπροσανατολιστική αλλά και αναξιοπρεπής. Υποθέτει εσφαλμένα ότι το πρόβλημα
είναι δήθεν εξωγενές, ήτοι η στάση και οι αξιώσεις των ξένων, από τις διαθέσεις
και γενναιοδωρία των οποίων τάχα εξαρτάται η ευημερία μας.
Δεν αναδεικνύει την ενδογενή διάσταση του προβλήματος και δεν εστιάζει στην ουσία του, στην έλλειψη ανταγωνιστικότητας και την υπερχρέωση.
Δεν αναδεικνύει την ενδογενή διάσταση του προβλήματος και δεν εστιάζει στην ουσία του, στην έλλειψη ανταγωνιστικότητας και την υπερχρέωση.
Έχει
εντούτοις αυτός ο εσκεμμένος αποπροσανατολισμός την εξήγηση του: Δειλοί εγχώριοι
πολιτικοί, οι παρατάξεις των οποίων έφεραν την ιστορική ευθύνη της υπερχρέωσης
και της απώλειας ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας τις τελευταίες
δεκαετίες, οι οποίοι λαϊκίζοντας υφάρπαξαν στις προηγούμενες εκλογές την ψήφο του
λαού τάζοντας ψευδώς πως “λεφτά υπάρχουν”, όταν έφτασε ο κόμπος στο χτένι και
αναγκάστηκαν να εφαρμόσουν μια περιοριστική πολιτική, που ήταν μεν ενδεδειγμένη
αλλά αντίθετη από αυτή που ανέξοδα είχαν υποσχεθεί, κρύφτηκαν από δειλία και
καιροσκοπισμό με την ουρά στα σκέλια πίσω από τους ξένους και πίσω από το
μνημόνιο. Έφεραν την τρόικα στη χώρα για να έχουν κάποιον άλλο να κατηγορούν.
Να δείχνουν το δάχτυλο αλλού, μακριά από τον εαυτό τους. Εφάρμοσαν λοιπόν αυτοί
οι θρασύδειλοι ηγέτες της ήττας και παρακμής μια πολιτική (του μνημονίου) χωρίς
ποτέ να έχουν το σθένος να την υπερασπιστούν ευθέως, χωρίς να την αποφασίσουν
αυτεξούσια, χωρίς ετεροκαθορισμούς ή πιέσεις, και βεβαίως χωρίς να δείχνουν ότι
την πιστεύουν, υποστηρίζοντας πως είχε επιβληθεί τάχα στη χώρα από τους κακούς
ξένους και από το κακό ΔΝΤ, μοιρολατρικά λέγοντας πως “δεν είναι κλίματος ΠΑΣΟΚ”,
προφανώς υποτιμώντας τους κινδύνους της “κλιματικής αλλαγής” στην πολιτική.
Σε καμία
φάση της κρίσης δεν βρέθηκε έστω ένας περήφανος Έλλην πολιτικός με αχαμνά και
υψηλό φρόνημα, που να πάρει την ευθύνη πάνω του και να πει πως θα εφαρμόσουμε
περιοριστική πολιτική, όχι διότι κάποιοι άλλοι μας το επιβάλλουν, μα διότι εμείς
αυτεξούσια την επιλέγουμε επειδή αυτή είναι η σωστή πολιτική που έχει ανάγκη ο
τόπος και απαντά στα προκείμενα προβλήματα. Αντιθέτως η ευθυνόφοβη και ποταπή
ηγεσία μας διαρκώς επεδίωκε, και επιδιώκει να κρύβεται πίσω από τους “κακούς”
ξένους. Και ήρθε και ο ολίγιστος (για να δανειστώ τον αγαπημένο χαρακτηρισμό του
Γιανναρά) της γαλάζιας πτέρυγας του λαϊκισμού να παίξει και ο ίδιος
καιροσκοπικά το αντιμνημονιακό παιχνίδι, στο όνομα τάχα Κευνσιανών διδαχών, μιλώντας
για “επαναδιαπραγμάτευση”, μετατοπίζοντας πάλι το πεδίο της συζήτησης από εμάς
εδώ, στους άλλους εκεί. Πήρε και το μπαλάκι ο Βενιζέλος και αποπειράθηκε κι
αυτός, για να μη φανεί πως υστερεί, τη δική του επαναδιαπραγμάτευση που
κατέληξε στο γνωστό φιάσκο του παρελθόντος Σεπτεμβρίου.
Θα
περίμενε κανείς από ηγέτες με ελάχιστο ίχνος αξιοπρέπειας είτε να εφαρμόσουν
μια πολιτική επειδή είναι ορθή και την πιστεύουν, χωρίς ετεροκαθορισμούς και
πιέσεις και έχουν το θάρρος να την εξηγήσουν και να την υπερασπιστούν, ή να μην
την εφαρμόσουν καθόλου ανεξάρτητα από εξωτερικές πιέσεις, εν ανάγκη
παραιτούμενοι σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Όμως έχοντας κρυφτεί όλοι ετούτοι πίσω
από την καραμέλα της επαναδιαπραγμάτευσης και πίσω από τους ξένους, έχασαν τον
έλεγχο της πολιτικής ατζέντας, όπου αντί το θέμα της συζήτησης να είναι τί
είναι ορθό και οφέλιμο για τον τόπο, η συζήτηση τώρα είναι ποιός θα είναι ο
καλύτερος διαπραγματευτής για να αντισταθεί τάχα στους κακούς ξένους που θεν το
κακό μας, η δε πολιτική καθαυτή έχει μείνει χωρίς υπερασπιστές θεωρούμενη a priori εσφαλμένη. Διότι και οι
φιλομνημονιακές δυνάμεις τί μας λεν; Κακό το μνημόνιο, αλλά η μη υποταγή στη
Μέρκελ θα έχει χειρότερες συνέπειες! Μα αν είναι έτσι, τότε ποιός αξιοπρεπής
Έλληνας θα υποταχθεί σε ένα ξένο δυνάστη για να υπηρετήσει μια κακή πολιτική,
και γιατί να μην ψηφίσουν όλοι αντιμνημονιακά;
Από
πρόβλημα ουσιαστικής πολιτικής, εκφυλίσαμε τη συζήτηση σε πρόβλημα τάχα
διπλωματίας και τσαμπουκά. Αναγάγαμε ένα ζήτημα αναγαίας εσωτερικής προσαρμογής
σε ζήτημα νομιζόμενης εξωτερικής αντίστασης. Παπανδρέου και Σαμαράς ανακάλυψαν
ήδη πως όποιος παίζει με τη φωτιά του λαϊκισμού καίγεται. Γιατί να που υπάρχει
πάντα κάποιος μεγαλύτερος ψεύτης από τον προηγούμενο, που μπορεί ανεύθυνα να
πλειοδοτεί στις πλάτες του δοκιμαζόμενου λαού, και που μπορεί να ισχυρίζεται
πως αυτός θα κάμει σκληρότερη “διαπραγμάτευση” ή ακόμη καλύτερα, “καταγγελία” ολότελα.
Το ψέμα περί την ύπαρξη χρημάτων, διαδέχεται το ψέμα περί την διαπραγματευτική
δεινότητα του ενός ή του άλλου ανεύθυνου νεανία της πολιτικής μας αρρένας.
Αλλά έτσι
πάλι ως λαός, με ευθύνη της ανερμάτιστης ηγεσίας μας, εμμένουμε στη νοοτροπία
του ραγιά. Διότι μόνο ο ραγιάς δεν έχει ο ίδιος ακέραιη ευθύνη για τη δική του μοίρα
την οποία πάντα καθορίζουν υποτίθεται άλλοι, οι αφέντες, απέναντι στους οποίους
ο ραγιάς κάνει μόνιμη αντίσταση, ακριβώς όπως ο Δον Κιχώτης τα έβαζε με τους
ανεμόμυλους προς ικανοποίηση της φαντασιοπληξίας του. Αυτός ο νεοελληνικός φαντασιόπληκτος
ραγιαδισμός της μετάθεσης ευθυνών και της δαιμονοποίησης των ξένων είναι
άλλωστε πίσω από τη νοοτροπία του τυπικού νεοέλληνα παρακμιακού καταληψία της
πεντάρας, που αντί να ανοίγει ένα βιβλίο να ξεστραβωθεί και να γίνει αυτεξούσια
και αυτοδύναμα χρήσιμος στον τόπο του, κάνει κατάληψη με φτηνές προφάσεις και
αστεία αιτήματα, γιατί φταίνε τάχα πάντα οι άλλοι που αυτός είναι ανεπρόκοπος,
όχι ο ίδιος και η τεμπελιά του. Μα είναι μετά τυχαίο που αυτός ο ξεβράκωτος καταληψίας
της πεντάρας, του ετεροκαθορισμού, και του ραγιαδισμού ανελίσσεται τελικά στην
ηγεσία κόμματος, που χτυπά την πόρτα της εξουσίας;
Αντίθετα ο
πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος, αυτός που δεν έχει απλώς αντισταθεί στον αφέντη
αλλά που έχει αποτινάξει το ραγιά από τα ενδόμυχα της ψυχής του, πορεύεται πάντα
με αυτοπεποίθηση με γνώμονα την αλησμόνητη ρήση του Καζαντζάκη: «Τρομάζεις όταν, ύστερα από πικρές δοκιμασίες,
καταλάβεις πως μέσα μας υπάρχει μια δύναμη που μπορεί να ξεπεράσει τη δύναμη
του ανθρώπου. Τρομάζεις, γιατί από τη στιγμή που θα καταλάβεις πως υπάρχει η
δύναμη αυτή, δεν μπορείς πια να βρεις δικαιολογίες για τις ασήμαντες ή άναντρες
πράξεις σου, για τη ζωή σου τη χαμένη, ρίχνοντας το φταίξιμο στους άλλους.
Ξέρεις πια πως εσύ, όχι η τύχη, όχι η μοίρα, μήτε οι άνθρωποι γύρα σου, εσύ
μονάχα έχεις, ό,τι κι αν κάμεις, ό,τι κι αν γίνεις, ακέραιη την ευθύνη». (Ν.
Καζανζάκης). Αν κάτι λείπει σήμερα από τον πολιτικό διάλογο στη χώρα μας είναι ο
ηρωισμός της ατομικής ευθύνης. Έτσι και στην πολιτική δεν ερχόμαστε σε άμεση
αντιμετώπιση με το πρόβλημα καθαυτό, μετωπικά, ως ελεύθεροι και άρα υπεύθυνοι
άνθρωποι, αλλά όπως κάθε ραγιάς ασχολούμαστε με τη μεσιτεία γύρω από το
πρόβλημα μεταθέτοντας την ευθύνη στον μεσάζοντα, που βρίσκεται ανάμεσα σε μας
και το πρόβλημα (τους ξένους, στους οποίους έχουμε εκχωρήσει το ρόλο του πάτρονα).
Όμως το θέμα
τελικώς δεν είναι τί λέει η Μέρκελ, ή η Λαγκάρντ. Το θέμα είναι πώς απαντά
κανείς επί της ουσίας στην έλλειψη ανταγωνιστικότητας, και στην υπερχρέωση. Αν
δεν υπήρχε μνημόνιο, αν το σκίζαμε το παλιόχαρτο σε ειδική τελετή στο
Ευρωκοινοβούλιο με τον εθνικό μας ύμνο να παιανίζει, αν μας χάριζαν ολόκληρο το
χρέος χωρίς καμία συνέπεια, αν επιπλέον μας έδιδαν και ένα γερό μπαξίσι (π.χ.
ένα διπλάσιο ΕΣΠΑ) σε επιβράβευση των διαπραγματευτικών μας ικανοτήτων και
αισθανόμενοι ρίγος και δέος απέναντι στο βλοσυρό ή αγέροχο ύφος των δεινών
διαπραγματευτών μας, αν δηλαδή κερδίζαμε τα πάντα σε μια τέτοια υποθετική διαπραγμάτευση,
θα είχε μήπως έτσι λυθεί έστω κατ’ ελάχιστο κάποιο από τα πραγματικά και ουσιώδη
προβλήματα της οικονομίας μας, τα οποία τώρα αρνούμαστε να δούμε κατάματα, ιδίως
το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας;
Η αλήθεια
δυστυχώς είναι πως κανένα πρόβλημα δεν μπορεί να λύσει οποιαδήποτε
διαπραγμάτευση. Διότι το πρόβλημα είναι εγχώριο, και άρα και οι λύσεις θα είναι
εγχώριες. Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας προϋποθέτει σκληρές αλλά αναγκαίες
μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό, εδώ από εμάς, και ο αναγκαίος ισοσκελισμός των
δημοσίων οικονομικών, προϋποθέτει μείωση των δαπανών και είσπραξη των φόρων,
εδώ στην Ελλάδα, και όχι στις Βρυξέλλες ή στο Βερολίνο, και τελικώς κανένα από
τα προβλήματα μας δεν μπορεί να λύσει κανείς άλλος για μας, αλλά μόνοι εμείς
οφείλουμε, χωρίς ετεροκαθορισμούς και εξαρτήσεις να λύσουμε για τους εαυτούς
μας.
Ως προς
την ουσία, λεν κάποιοι πως το μνημόνιο απέτυχε επικαλούμενοι τις συνέπειες της
λιτότητας (ύφεση, ανεργία, φτώχια). Δυστυχώς από το ότι οι παρενέργειες είναι
αρνητικές δεν έπεται κατ’ ανάγκη ότι η πολιτική είναι λάθος, ή ότι υπάρχει άλλη
πιο πρόσφορη. Η ύφεση, ανεργία και η φτώχια είναι στην πραγματικότητα συνέπειες
περισσότερο του ίδιου του προβλήματος (της υπερχρέωσης και της απώλειας
ανταγωνιστικότητας) και λιγότερο συνέπειες της εφαρμοζόμενης θεραπείας. Θα
έπρεπε να εγκαλούμε τις συμπεριφορές που οδήγησαν στην υπερχρέωση και την
απώλεια ανταγωνιστικότητας και όχι τις πολιτικές που επιχειρούν να περιορίσουν
το χρέος και να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα. Πολύ δε περισσότερο θα έπρεπε
να εναντιωνόμαστε στις πολιτικές που πρόκειται να αυξήσουν το χρέος και να
μειώσουν ακόμη περισσότερο την ανταγωνιστικότητα!
Κάποιος
σοφός είχε πει πως κάθε δύσκολο πρόβλημα έχει μια απλή λύση, η οποία είναι
πάντα λάθος. Και αυτό το λάθος διαπράττουμε σήμερα, αναζητώντας με τη φαντασία
μας ως στρουθοκάμηλοι απλές πλην ανέφικτες λύσεις, μέσω τάχα καλύτερης ή
σκληρότερης διαπραγμάτευσης, ή καταγγελίας, ή απαγκίστρωσης, ή ονειρευόμενοι νέους
φιλικότερους πάτρονες στο Παρίσι ή αλλού, αντί να συγκεντρώνουμε τις
προσπάθειες στο ουσιαστικό πρόβλημα. Δεν μιλούμε καν για τις βαθύτερες αιτίες που
οδήγησαν στην υπερχρέωση και την κατάρρευση της ανταγωνιστικότητας: το
λαϊκισμό, τον κρατισμό, τη φαυλοκρατία, αλλά ασχολούμαστε μόνο με την απέχθεια
που μας προκαλεί η προτεινόμενη θεραπεία. Δεν μιλούμε για το κάπνισμα που
οδήγησε στον καρκίνο, αλλά τα βάζουμε με τις παρενέργειες της χημειοθεραπείας
επιλέγοντας μάλιστα να αυξήσουμε την ημερήσια κατανάλωση καπνού από απείθεια
προς τον απεχθή γιατρό που μας καλεί να κόψουμε το κάπνισμα.
Η αλήθεια
είναι πως στρέφουμε την πλάτη μας ενάντια σε μία πολιτική επειδή δεν αντέχουμε
τις παρούσες παρενέργειες της, χάρην μιας μελλοντικής και αβέβαιης ελπίδας,
απλώς επειδή οι παρενέργειες είναι ορατές και βέβαιες ενώ οι κίνδυνοι από την
εγκατάλειψη της φαντάζουν μελλοντικοί και αβέβαιοι, η δε υπόσχεση της ελπίδας
ανεπαρκής και απόμακρη. Ανθρώπινο και εν τέλει αναμενόμενο. Υπάρχουν πολλοί
καρκινοπαθείς που επιλέγουν συνειδητά το θάνατο παρά τον πόνο και τη φθορά της
χημειοθεραπείας. Σεβαστό. Αντίστοιχα σεβαστή θα ήταν και η παρούσα “αντιμνημονιακή”
επιλογή του ελληνικού λαού, αν ο λαός ήταν ξεκάθαρος ότι επιλέγει συνειδητά τον
αξιοπρεπή αλλά βέβαιο θάνατο έναντι της αμφίβολης αλλά επώδυνης ελπίδας. Θα
ήταν όμως τραγικό αν στην επιλογή αυτή δεν έχει αφιχθεί από γνήσιο αξιοπρεπές
αυτοκτονικό ένστικτο, παρά από φρούδες και αστήρικτες ελπίδες που του έχουν
καλλιεργήσει επιτήδιοι λαϊκιστές, κοινοί τσαρλατάνοι με την υπόσχεση ανώδυνων
εναλλακτικών ομοιοπαθητικών ή άλλων ψευδοθεραπειών, ή επισκέψεων σε θαυματουργά
μοναστήρια!
Ο
απελπισμένος και στερημένος ηγεσίας ελληνικός λαός διατρέχει σήμερα το θανάσιμο
κίνδυνο να πέσει δεύτερη συνεχόμενη φορά θύμα των κοινών τσαρλατάνων της
πολιτικής, αλλά τούτη τη φορά το σφάλμα της ευπείθειας θα έχει τραγικές και
μόνιμες συνέπειες για τον τόπο, καθώς η εγκατάλειψη των αναγκαίων περιοριστικών
πολιτικών και των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων (και όχι βεβαίως το μένος και η
εκδικητικότητα των εταίρων μας) θα μας οδηγήσουν με μαθηματική ακρίβεια στην απόλυτη
κατάρρευση, τη λυβιοποίηση, τη δικτατορία και ίσως στον εμφύλιο.
Ας
αναρωτηθούν οι επίδοξοι “δεινοί διαπραγματευτές” πού βρίσκεται σήμερα ο
προηγούμενος ψεύτης που θριάμβευσε πριν όχι και τόσο χρόνο, και να βάλουν καλά
στο νου τους τί τύχη επιφυλλάσσει πάντα η ιστορία στους ψεύτες και δημαγωγούς, στους
Αλκιβιάδες των Σικελικών εκστρατειών, όταν την επαύριο της θριαμβευτικής νίκης
τους αποκαλύπτεται η γύμνια τους και αντί στη σωτηρία έχουν οδηγήσει στην
καταστροφή, όταν μαθεύεται πως τα γιατροσόφια τους ήταν απατηλά, και πως τα
ταμεία είναι ακόμη άδεια, ακριβώς όπως άδειες είναι και οι υποσχέσεις τους
σήμερα, ενώ τα μεγάλα προβλήματα θα μένουν ασυγκίνητα από τα μεγάλα λόγια των
μικρών ανδρών. Και ας αναλογιστούν επιτέλους τις ευθύνες τους και οι
μεταρρυθμιστές, οι οποίοι οφείλουν να συμπήξουν ένα αξιόπιστο μέτωπο ενάντια στη
λαίλαπα του λαϊκισμού, μέσα από ένα νέο υπεύθυνο κόμμα του φιλελεύθερου
κέντρου.
!!!!!!!!!!!! Πολύ καλό...Γύρνα πίσω, και μπες μπροστά!!
ReplyDeleteΕίπαμε, ο τόπος χρειάζεται εγχώριες λύσεις, όχι εισαγόμενα προβλήματα! Πάντως ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Πιο πολύ ευχαριστώ που τελικώς συγκλίνουμε επί της ουσίας. Άλλωστε εσύ είσαι μπροστάρης του Καζαντζάκιου ήθους. Αυτό ας μπει σημαία, και πίσω θα βρεθούν πολλοί να ακολουθήσουν.
ReplyDeleteΧαιρετισμούς,
Π.