Ο “ηθικός” (συστημικός) κίνδυνος
από την κοινωνικοποίηση επενδυτικού ρίσκου
Όταν ξέσπασε η χρηματοπιστωτική
κρίση το 2008, όλοι έσπευσαν να αποφύγουν τα μεγάλα λάθη από το χειρισμό της
προηγούμενης συγκρίσιμης μεγάλης κρίσης του 1929. Τότε (το ’29) η κατάρρευση
του χρηματηστηρίου της Νέας Υόρκης οδήγησε σε ντομινό χρεωκοπιών τραπεζικών
ιδρυμάτων, συστημική κατάρρευση της πίστης και των αξιών διεθνώς και απονέκρωση
του διεθνούς εμπορίου. Χωρίς πίστη, κανείς δεν επένδυε, δεν κατανάλωνε, δεν
αναλάμβανε ρίσκο. Πέρασαν μερικά χρόνια προτού αποφασισθεί η παρεμβατική
πολιτική του προέδρου Ρούσβελτ (New Deal) που
ακολουθώντας τη διδασκαλία του Κέυνς (John Maynard Keynes) έθεσε το κράτος (και
την κρατική πίστη) στην υπηρεσία της οικονομίας για την αντιστροφή του κλίματος
και την αποκατάσταση εμπιστοσύνης.
Έτσι το 2008 η ενστικτώδης
αντίδραση από όλες σχεδόν τις κυβερνήσεις ήταν ομοίως Κεϋνσιανής στόχευσης
(δηλαδή με εργαλείο την κρατική-δημοσιονομική παρέμβαση και υποκατάσταση της
απονεκρωμένης ιδιωτικής πίστης από την κραταιά δημόσια πίστη). Μόλις λοιπόν (το
2008) διεφάνηκε το μέγεθος και τα συστημικά χαρακτηριστικά του προβλήματος
αποφασίσθηκε πάραυτα ότι έπρεπε να “σωθούν” οι τράπεζες από χρεωκοπία (σε
αντίθεση με ό,τι δεν έγινε το 1929) ώστε να αποφευχθεί η “συστημική” κατάρρευση
της πίστης στην οικονομία. Η ανάγκη διαφύλαξης της πίστης ήταν αδιαμφισβήτητη.
Όμως τα μέσα (διασώσεις τραπεζών) ήταν και παραμένουν αμφιλεγόμενα, πολύ
περισσότερο που στη βάση των αιτίων της κρίσης βρίσκεται η αλόγιστη πιστωτική
επέκταση και η ανάληψη αλόγιστων επενδυτικών κινδύνων (ρίσκου) από τις ίδιες
αυτές τράπεζες, τις οποίες τώρα καλούνταν οι φορολογούμενοι (με σημαντικές
θυσίες) να διασώσουν.
Η “διάσωση” τραπεζών, σήμαινε
διάχυση (κοινωνικοποίηση) του επενδυτικού ρίσκου, και άρα ουσιαστική ακύρωση
αυτού. Η ακύρωση (μέσω διάχυσης) του ρίσκου δημιουργεί τον περίφημο “ηθικό
κίνδυνο”. Η παρουσία ρίσκου αποτελεί το εγκυρότερο μέσο ορθολογικοποίησης των
επενδυτικών συμπεριφορών. Αν μία τράπεζα λογίζεται ως “υπερβολικά” μεγάλη ώστε
να αποτελεί συστημικό κίνδυνο - too big to fail - και άρα θεωρείται δεδομένη πάντα η διάσωση της σε
περίπτωση αποτυχίας, τότε αυτή η τράπεζα λειτουργεί χωρίς ρίσκο. Όμως άνευ
ρίσκου υπάρχει αποχαλίνωση και ανευθυνότητα, αφού έχει κανείς έτσι τα πάντα να
κερδίσει και τίποτε να χάσει. Άλλωστε στα θεμέλια του καπιταλιστικού συστήματος
(της οικονομίας της αγοράς) βρίσκονται δύο έννοιες που συμβαδίζουν χέρι – χέρι:
το κέρδος και το ρίσκο, το όφελος και η απώλεια, η επιβράβευση σωστών επιλογών
και η αμείλικτη τιμωρία εσφαλμένων επιλογών. Το σύστημα χρειάζεται αμφότερους
τους πυλώνες αυτούς για να λειτουργήσει. Συνδυασμός κέρδους χωρίς ρίσκο, ή
ρίσκου χωρίς κέρδος οδηγεί αναπότρεπτα σε αποτυχία του όλου συστήματος.
Η δεύτερη φάση της κρίσης του
2008 (μετά τις τραπεζικές διασώσεις) ήταν φυσικά δημοσιονομική. Κυβερνήσεις που
διέσωσαν τις χρεωκοπημένες τράπεζες, οδηγήθηκαν με τη σειρά τους οι ίδιες σε
χρεωκοπία, καθώς ανέλαβαν βάρη υπέρτερα των δυνατοτήτων τους. Το νέο δίλημμα
ήταν η “διάσωση” πια των χρεωκοπημέων κυβερνήσεων (της Ευρωπαϊκής περιφέρειας),
από άλλες πιο εύρωστες κυβερνήσεις. Η προσέγγιση στην ουσία της παρέμεινε η
ίδια, ήτοι, της αποτροπής συστημικής κατάρρευσης της πίστης, με μοχλό τη διάχυση
των απωλειών και την κοινωνικοποίηση του ρίσκου, στα πλαίσια της περιώνυμης “αλληλεγγύης”
(κοινωνικής ή διακρατικής). Όμως ο περίφημος “ηθικός κίνδυνος” ομοίως ελλοχεύει
και με τη διάσωση κυβερνήσεων, όπως και με τη διάσωση ιδιωτικών ιδρυμάτων. Η “διάσωση”
πάντα λειτουργεί ως επιβράβευση εσφαλμένων συμπεριφορών, ενώ η πτώχευση
λειτουργεί καθαρτικά, αλλά ενίοτε (όπως έδειξε το ’29) και αποσταθεροποιητικά.
Οι κυβερνήσεις το 2008 προέκριναν
ως βασικότερη προτεραιότητα τη σταθεροποίηση του συστήματος, έναντι της
οικονομικής (δογματικής) ορθοδοξίας, θεωρώντας πως ο “ηθικός κίνδυνος” από την
παρέμβαση είναι θεωρητικός και απώτερος, ενώ ο κίνδυνος αποσταθεροποίησης από
τη μή παρέμβαση είναι ορατός και άμεσος. Ο εφιάλτης του ’29 επέβαλε στις μέρες
μας ανορθόδοξες προσεγγίσεις (που νομίζω πήγαν και πέρα από τις Κεϋνσιανές διδασκαλίες
του περασμένου αιώνα). Κι έτσι το νέο δόγμα έγινε η χωρίς πολλές σκέψεις “διάσωση”
οποιουδήποτε αφερέγγυου σε αυτό το ντόμινο έπαιρνε σειρά για διάσωση αφού
προηγουμένως είχε σηκώσει τις αμαρτίες και την αφερεγγυότητα του προηγούμενου “διασωθέντος”
σε τούτη την αλυσίδα της “αλληλεγγύης”. Σε αυτά τα πλαίσια ήταν το 1ο
μνημόνιο για την Ελλάδα, οι αρχικές εγγυήσεις στην Ιρλανδία, αλλά και η αρχική
πρόταση για την Κύπρο της 1ης Μαρτίου (με κάποιες παραλλαγές). Όμως
υπήρξαν και αντιστάσεις από κάποιους πιο ψύχραιμους, ιδίως από την πλευρά της
Γερμανίας (η οποία βεβαίως χρησιμοποίησε αρχικά την “αλληλεγγύη” προς την
Ελλάδα για να αποτρέψει κατάρρευση των Γερμανικών τραπεζών, και μόνο αφού αυτό
είχε διασφαλιστεί ανέκρουσε πρύμνα και ομιλεί τώρα για επιστροφή στην
οικονομική ορθοδοξία). Στα πλαίσια αυτού του “καβγά” πρέπει να γίνει κατανοητή
και όλη η ατελέσφορη συζήτηση για το κατεξοχήν εργαλείο διακρατικής
αλληλεγγύης, το ευρωομόλογο.
Με το δεύτερο μνημόνιο για την
Ελλάδα και το “κούρεμα” των Ελληνικών ομολόγων (μερική πτώχευση) ξεκινά η
μερική επιστροφή στην οικονομική ορθοδοξία (την οποία άλλωστε αποτύπωνε το
αρχικό σύμφωνο σταθερότητας και η ρήτρα περί μή διάσωσης). Η δε τελική λύση για
την Κύπρο αποτελεί επιστέγασμα αυτής της (επι)στροφής. Πέρα από τα τεράστια
παιχνίδια συμφερόντων που βεβαίως βρίσκονται πίσω από αυτές τις παλινωδίες,
στην καρδιά αυτών των επιλογών βρίσκονται θεμελιώδεις (φιλοσοφικοί σχεδόν)
υπολογισμοί οικονομικής λογικής. Πίσω από όλη αυτή την ανεκατωσούρα βρίσκεται
το δίλημμα ανάμεσα στην κοινωνικοποίηση ή την εξατομίκευση του ρίσκου. Το
θεμελιωδέστερο δηλαδή ερώτημα είναι αν ο καπιταλισμός λειτουργεί πιο
αποτελεσματικά στα πλαίσια “αλληλεγγύης” ή “άμιλλας”.
Όταν “αλληλεγγύη” είναι δεδομένη
και η “διάσωση” είναι βέβαιη, η ασωτία (που οδηγεί στην ανάγκη διάσωσης)
γίνεται περίπου αναπότρεπτη και ο φαύλος κύκλος διαιωνίζεται. Αλλά υπάρχουν και
(νομιζόμενα έστω, ή πρόσκαιρα) πλεονεκτήματα: Η κοινωνικοποίηση του ρίσκου σημαίνει
πως αντί να χάνουν λίγοι πολλά, χάνουν πολλοί λίγα. Επίσης με την
κοινωνικοποίηση (κρατικοποίηση) των απωλειών, σημαίνει πως μπορεί κανείς υποτίθεται
να κάνει μια πιο ήπια “διόρθωση”, μέσω της φορολογίας, μάλλον παρά μέσω των
πτωχευτικών διαδικασιών.
Όταν όμως οι συστημικές
διαστάσεις του προβλήματος είναι τέτοιες που υπερβαίνουν ακόμη και τις
πεπερασμένες δυνατότητες των κυβερνήσεων, τότε οδηγούμαστε σε τραγικό αδιέξοδο,
το οποίο έχει ήδη γίνει εμφανές. Η δημοσιονομική (και ιδίως η φορολογική)
αφαίμαξη οδηγεί και αυτή σε ύφεση (όπως ακριβώς και η συστημική απώλεια πίστης λόγω
κρατικής αδράνειας, όπως έγινε μετά το 1929). Δηλαδή, φαίνεται πως πρακτικά,
είτε ακολουθήσει κανείς ανορθόδοξη παρεμβατική συνταγή (όπως το 2008), είτε ορθόδοξη
μή παρεμβατική (όπως το 1929) η συνολική διόρθωση (ο συνολικός πόνος της
προσαρμογής) δεν μπορεί ως δια μαγείας να μειωθεί ή να εξαλειφθεί. Τα υφεσιακά
αποτελέσματα και στις δύο περιπτώσεις είναι αναπότρεπτα (ενδεχομένως ισοδύναμα).
Η δημοσιονομική διάσταση της “αλληλεγγύης”
οδήγησε εξουθενωμένες (από τις διασώσεις των τραπεζών) κυβερνήσεις να
καταφύγουν σε υπερφολόγηση, όχι μόνο των εισοδημάτων, αλλά πλέον και του
κεφαλαίου (ακινήτων και τώρα και καταθέσεων). Αλλ’ έτσι η ιδέα της
συνταγματικής κατοχύρωσης της ιδιοκτησίας πήγε περίπατο και μαζί το περί αυτής αίσθημα
ασφάλειας. Φτάνουμε έτσι στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα από κείνο που
επιδιώκαμε εξ αρχής με τον παρεμβατισμό. Οι δημοσιονομικές “διασώσεις”
δημιουργούν στιγμιαία επίφαση ασφάλειας, αλλά οδηγούν μεσοπρόθεσμα σε
υπερφορολόγηση και σχετικοποίηση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και άρα
απώλεια της πίστης και επίταση της ύφεσης.
Αυτό που έγινε το δεύτερο
Σαββατοκύριακο στην Κύπρο αποτελεί μία θεμελιώδη (και ίσως αναγκαία) στρατηγική
στροφή. Η τελική απόφαση για την Κύπρο σηματοδοτεί τη συνειδητοποίηση πως είναι
αναγκαίο να τεθούν όρια στον “διασωστικό” παρεμβατισμό, ο οποίος έχει νόημα
μόνο όταν γίνεται επικουρικά και με μέτρο, δηλαδή χωρίς να αναιρείται η
καταρχήν αξατομίκευση του ρίσκου.
Είναι δέον να επαναπροσδιοριστούν
οι αναγκαίοι φραγμοί γύρω από το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, ώστε να χαραχθεί μία
απόλυτη – συστημικά αναγκαία – κόκκινη γραμμή. Διότι εάν υπάρχει έστω και η
ελάχιστη εντύπωση πως η ιδιοκτησία μπορεί μέσα από σχετικοποίηση των όρων της
να αποτελεί τον ύστατο “διασώστη” για δημοσιονομικά άσωτες (υπερχρεωμένες)
κυβερνήσεις, τότε ένα είναι βέβαιο: Οι κυβερνήσεις αυτές θα συνεχίσουν να είναι
άσωτες. Δε σημαίνει βέβαια πως το κράτος πρέπει να εγγυηθεί την ιδιοκτησία από
κίνδυνο απώλειας λόγω εσφαλμένων επενδυτικών επιλογών. Τουναντίον το ρίσκο
πρέπει να μένει με τον ιδιοκτήτη, αρκεί η ιδιοκτησία να αποτελεί άβατο για το
ίδιο το κράτος.
Το συμπέρασμα είναι σαφές: Η
αλληλεγγύη, ωφέλιμη αν σε μέτρο (ή αν πέραν της οικονομίας), είναι βλαπτική αν
χωρίς όρια, και τελικά δεν είναι πανάκεια, αν πνίγει την άμιλλα.
Χρειάζονται όρια.
No comments:
Post a Comment