Wednesday 19 June 2013

Δημοκρατία ενάντια στην Οικονομία:

Δονκιχωτισμός και Το Ηθικώς Άτοπο της Ανοικονόμητης Ηθικολογίας

Από τον καυγά του ΔΝΤ για το πρώτο μνημόνιο, μέχρι το κλείσιμο της ΕΡΤ, για άλλη μια φορά το “επίκαιρο” σκιάζει το καίριο. Όταν με ανεργία που περνά το 27%, ακούμε πως ο εμπορικός μας στόλος, που είναι πρώτος στον κόσμο, έχει 142 πλοία ελληνικών συμφερόντων υπό κατασκευή σε ... κινέζικα (!) ναυπηγεία, ενώ το Πέραμα κι ο Σκαραμαγκάς αργοπεθαίνουν
και οι στρατιές των ανέργων μας περιμένουν ματαίως την χιλιοαναβληθείσα άφιξη του τρένου της “ανάπτυξης”, δεν μπορεί να μην αναρρωτηθεί κανείς: γιατί έχει καταρρεύσει η παραγωγική μας βάση και τόσες δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας αποδήμησαν προς ανατολάς τις τελευταίες δεκαετίες (πολύ πριν στο λεξιλόγιο μας εισέλθει το μνημόνιο και η τρόικα); Πού άραγε χάσαμε το άλλο μεγάλο τρένο της ανταγωνιστικότητας;

Διότι δεν αρκεί να μένει ο δημόσιος διάλογος στην άχαρη λογιστική απαρίθμηση των άμεσων αιτίων κατάρρευσης της ανταγωνιστικότητας: γραφειοκρατία, διαφθορά, κόστος λειτουργίας, ιδία της ενέργειας, χαμηλή παραγωγικότητα, συνδικαλιστικός μαξιμαλισμός και ατέρμονη διεκδικητικότητα, ανελαστικότητα της αγοράς εργασίας, υψηλότατο εργατικό κόστος κλπ. Πρέπει επιτέλους να πάμε το δημόσιο διάλογο ένα βήμα πιο πέρα και να ψηλαφίσουμε τις απώτερες αιτίες πίσω από τις ελεγχόμενες πράξεις. Δεν έχει νόημα να προσπαθεί κανείς να διορθώσει στρεβλές πράξεις (ενίοτε με περισσή “αποφασιστικότητα”) αν προηγουμένως δεν θεραπεύσει νοσηρές ιδεοληψίες, που γέννησαν και θα ξαναγεννήσουν (αν δεν εκριζωθούν) τις ίδιες στρεβλές πράξεις.

Κύρια τέτοια ιδεοληψία είναι η εμμονή μας να ζυγίζουμε οικονομικές αξίες αγαθών και υπηρεσιών με γνώμονα τις ηθικές μας αξίες. Εκλαμβάνουμε ως (αναπόδεικτο) δεδομένο πως η πολιτική πρέπει να είναι πάνω από (και να ελέγχει) την οικονομία, όχι απλά θέτοντας πλαίσιο γενικών κανόνων, αλλά και παρεμβαίνοντας ευθέως στην αγορά, ρυθμίζοντας (“δημοκρατικά” - κανονιστικά) αξίες αγαθών και υπηρεσιών, “διορθώνοντας” έτσι τις υποτιθέμενες “ατέλειες” της αγοράς και αυξομειώνοντας τις αγοραίες αξίες κατά το δοκούν.

Ο κτηνοτρόφος ή ο αγρότης θεωρεί “ανήθικο” να πουλήσει το γάλα ή το λάδι του κάτω από μια ορισμένη τιμή και αξιώνει εμφατικά (καταλαμβάνοντας εθνικές οδούς) την κρατική παρέμβαση για τη “στήριξη” των τιμών παραγωγού (σε βάρος εννοείται του καταναλωτή και του φορολογούμενου). Ο γιατρός θεωρεί “ανήθικη” την υπέρτερη αμοιβή ενός ποδοσφαιριστή. Η αύξηση της τιμής της βενζίνης, του σιταριού (ή άλλων βασικών αγαθών) θεωρείται “ανήθικη” και ζητούμε παρέμβαση της πολιτείας με πλαφόν και αγορανομικούς ελέγχους, καταγγέλοντας την “αισχροκέρδια”. Το ίδιο κάνουμε στο θέμα της αμοιβής της εργασίας, όπου έχουμε την εντύπωση ότι χωρίς την “ηθικά επιβεβλημένη” κανονιστική παρέμβαση της πολιτείας ο κατώτατος μισθός κινδυνεύει να κατρακυλήσει στο μηδέν.

Αυτή η ιδεοληπτική ηθικολόγηση της οικονομίας οφείλεται σε μια ουσιώδη παρανόηση. Παραβλέπουμε πως η αγορά (ως μέσο προσδιορισμού συναλλακτικών αξιών) είναι ένας μηχανισμός απολύτως απρόσωπος και ασυνείδητος, άσχετα αν οι μέτοχοι αυτής είναι συνειδητά πρόσωπα - ότι είναι ένα φαινόμενο της φύσης, υπό την ίδια έννοια που η ίδια η ζωή (ακόμη και οι ενσυνείδητες ευφυείς μονάδες της) είναι προϊόν του απρόσωπου ασυνείδητου μηχανισμού της φυσικής επιλογής και εξέλιξης των ειδών και όχι κάποιου ευφυούς σχεδίου. Με αυτή την έννοια η αγορά δεν υπόκειται σε ηθικολογικό έλεγχο, ούτε σε πολιτική χειραγώγηση, αφού στην ηθική υπόκειται μονάχα η ενσυνείδητη πράξη.

Η αγοραία αξία (αγαθών και υπηρεσιών) δεν είναι κάτι αντικειμενικό, ή κάτι δεδομένο. Αξία (σε όρους νομισματικούς) αποτελεί την αριθμητική αποτύπωση σε δεδομένο χώρο και χρόνο του μέσου όρου επιθυμίας απόκτησης ενός προϊόντος (αγαθού ή υπηρεσίας), έναντι της διαθεσιμότητας αυτού του προϊόντος, σε σχέση με τη διαθεσιμότητα (και αντίστοιχη επιθυμία απόκτησης) όλων των εναλλακτικών αγαθών ή υπηρεσιών. Το τί επιθυμεί έκαστος είναι κάτι υποκειμενικό, που δεν υπόκειται σε άμεσο έλεγχο από κανονιστικές πράξεις του κράτους – άλλωστε αν ήταν στο χέρι του κράτους να ελέγχει τις τιμές και τις επιθυμίες τότε το κράτος θα είχε μηδενίσει την αξία (ζήτηση) π.χ. των ναρκωτικών. Η έξωθεν απαγόρευση δεν απαλείφει την ένδοθεν επιθυμία. 

Ο κανονιστικός προσδιορισμός του τιμήματος όμως από το κράτος δεν είναι χωρίς συνέπειες. Ανατρέπει την ισορροπία ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση και υπερακοντίζει δια της υπερτίμησης ή υποτίμησης, αντίστοιχα, είτε την προσφορά (με συνέπεια να έχουμε πλεονάσματα που καταλήγουν στα αζήτητα και τις χωματερές) είτε την ζήτηση (με συνέπεια τις ελλείψεις και το μαυραγοριτισμό). Το κανονιστικά επιβαλλόμενο τίμημα δεν μεταβάλει την αληθινή (“αγοραία”) αξία του προϊόντος, απλά δημιουργεί αθέλητες παρενέργειες. Για παράδειγμα, όταν το κράτος επιδοτεί το ενοίκιο πρώτης κατοικίας, στην πραγματικότητα δεν βοηθά τον μισθωτή, αφού το προσφερόμενο επίδομα απλώς υπερακοντίζει τη ζήτηση και ωθεί να ενοίκια προς τα πάνω, ο δε μόνος αληθινός κερδισμένος (σε βάρος του φορολογούμενου) είναι ο εκμισθωτής που εισπράττει “τσιμπημένο” νοίκι.

Στο θέμα της αξίας της εργασίας κάνουμε την παρανόηση ότι η αμοιβή είναι τάχα θέμα ελεύθερης συνειδητής συμφωνίας μεταξύ του ισχυρού εργοδότη και του ανίσχυρου εργαζομένου, όπου η πολιτεία πρέπει να στηρίζει το ασθενές μέλος. Όμως στην πραγματικότητα η αξία της εργασίας ορίζεται από τον ίδιο τυφλό, απρόσωπο, ασυνείδητο και αδήριτο νόμο της προσφοράς και ζήτησης και καλώς ή κακώς δεν υπόκειται σε ηθικολογικούς υπολογισμούς. Πράγματι η κανονιστική (ηθικολογική) επιβολή κατώτατου μισθού πάνω απ΄ την αληθινή (“αγοραία”) αξία της εργασίας, οδηγεί στην συμπίεση της ζήτησης για εργασία, και έτσι η υπερτίμηση του συγκεκριμένου παραγωγικού συντελεστή (μέσω διατίμησης) δημιουργεί αδιάθετο υπόλοιπο (ανεργία). Για να πάρουν κάποιοι τεχνητά περισσότερο από ό,τι μπορεί να σηκώσει η αγορά, κάποιοι άλλοι θα μείνουν χωρίς δουλειά, αφού δε γίνεται να έχει κανείς και το σκύλο χορτάτο και την πίτα ολάκερη.

Δυστυχώς μια κανονιστική απόφαση από μόνη δεν δημιουργεί νέο πλούτο, απλώς διανέμει υφιστάμενο. Η αγοραία αξία είναι άρα ένα φυσικό μέγεθος έξω από την δύναμη κρατικής παρέμβασης ή δημοκρατικού ελέγχου. Διαφορετικά, με την ίδια λογική θα μπορούσαμε να επιχειρήσουμε δημοκρατική μεταρρύθμιση του νόμου της βαρύτητας ή του νόμου της διατήρησης της ενέργειας, ή να αναθεωρήσουμε νομοθετικά το νόμο της φυσικής επιλογής και εξέλιξης των ειδών, και σε περίπτωση που η φύση δεν πειθαρχήσει στις “δημοκρατικές” μας επιταγές να την εγκαλούμε ανοήτως ως αντιδημοκρατική, όπως περίπου εγκαλούμε ως τέτοια την “ατίθαση” αγορά.

Αν η κανονιστική παρέμβαση του κράτους στην αγορά εργασίας  απείχε προσεκτικά από την κανονιστική διατίμηση της αγοραίας αξίας της εργασίας (περιοριζόμενη στη θέσπιση αναγκαίων κανόνων προστασίας, υγιεινής και ασφάλειας) τότε η αγορά θα είχε πολύ μεγαλύτερη ελαστικότητα και θα μπορούσε πολύ πιο εύκολα και άμεσα να προσαρμοστεί σε νέες (π.χ. υφεσιακές) συνθήκες και να διευκολύνει ουσιωδώς την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας. Η προσαρμογή (ελαστικότητα) θα επέτρεπε στις ελληνικές επιχειρήσεις να μην εξαρτώνται από την (μειωμένη) εγχώρια ζήτηση, αλλά εφόσον είναι διεθνώς ανταγωνιστικές να μπορούν να κατακτήσουν ξένες αγορές και να αυξάνουν τον τζίρο και τις αμοιβές δια των εξαγωγών, παρά δια της εγχώριας κατανάλωσης.

Η άνθιση της οικονομίας θέλει ελευθερία και ανταγωνισμό, όχι κρατικό έλεγχο και προγραμματισμό. H μετάβαση από τη μία αντίληψη στην άλλη, είναι ίσως η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει ο σύγχρονος ελληνισμός σήμερα, που θα κρίνει το μέλλον της χώρας και το αν θα τελεσφορήσουν και μακροημερεύσουν οι σημερινές θυσίες και μεταρρυθμίσεις. Στο μεταξύ καταδικάζουμε μια ολόκληρη γενιά νέων στην κόλαση της ανεργίας, στο όνομα υποτίθεται του δικαιώματος για εργασία, και αναβάλλουμε τη βιομηχανική ανασυγκρότηση της χώρας. Η ανοικονόμητη αυτή δονκιχωτική εμμονική ηθικολόγηση της οικονομίας είναι τελικώς τόσο ατελέσφορη και καταστροφική, ώστε ορθώς να κρίνεται ως ηθικά άτοπη και καταδικαστέα.

Η ευημερία μας δεν απορρέει ούτε από τις παροχές του παρεμβατικού κράτους, ούτε από το εθνικό νόμισμα, αλλά απ’ το παραγωγικό δυναμικό της χώρας. Θα έχουμε ευημερία αν μπορούμε να παράγουμε και να εξάγουμε προϊόντα και υπηρεσίες σε ποιότητα και κόστος που άλλοι θέλουν να αγοράσουν.  Την ευημερία μας δεν θα μας τη φέρουν οι “χουβαρντάδες” λαοπλάνοι πολιτικοί, που εκ νέου καταδημαγωγούν από τις πλατείες, ούτε οι κρατικίστικες πολιτικές τους με τις οποίες υπόσχονται να ξοδιάσουν ακόμη περισσότερα χρήματα των φορολογουμένων, που απλούστατα δεν περισσεύουν. Αντιθέτως, το άνοιγμα των αγορών και των επαγγελμάτων στον ανταγωνισμό, η εμπιστοσύνη στους αδήριτους νόμους της αγοράς, η αφύπνιση από το μακρό λήθαργο, η απεξάρτηση από τον κρατισμό και η “αποσοβιετικοποίηση” της οικονομίας μας και η βαθύτερη κατανόηση των πραγμάτων ως έχουν, παρά ως θα θέλαμε στα όνειρα μας να είχαν, αυτά αποτελούν τις προϋποθέσεις για την εθνική μας ανάταξη.

Σε τούτη τη μετάβαση, εν μέσω κρίσης, οι νόμοι της αγοράς και η παγκοσμιοποίηση ίσως μοιάζουν με πελώρια ασυγκράτητα κύματα που έρχονται κατά πάνω μας και προξενούν δέος. Σε μας απόκειται αν αυτά τα κύματα τα μεταχειριστούμε ως σύμμαχους ή ως αντίπαλους. Αν θα τα καβαλικέψουμε για να πάμε μαζί τους μακριά σερφάροντας, ή αν θα σταθούμε αμήχανα απέναντι για να αναμετρηθούμε ενάντιά τους αφελώς πιστεύοντας πως μπορούμε να τα αναχαιτίσουμε ως ανόητοι χάρτινοι κυματοθραύστες. Διότι αν η ναυτιλία μας μπορεί να στέκεται άξια πρωταθλήτρια απέναντι στην παγκοσμιοποίηση και απέναντι στο διεθνή ανταγωνισμό, ελεύθερη από τα κρατικά δεσμά, τότε ομοίως μπορούν και όλοι οι άλλοι κλάδοι, αρκεί να τους δοθεί ζωτικός χώρος να σταθούν στις δικές τους δυνάμεις, πέρα από την πνιγηρή δαγκάνη της φορομπηχτικής κρατικίστικης ασφυξίας, μακριά από την επικίνδυνη οφθαλμαπάτη της κρατικής αρωγής.

No comments:

Post a Comment