Monday, 28 February 2022

Ενερητική Αποτροπή Τουρκικού Επεκτατισμού ως Προϋπόθεση Ειρήνης (8 Ιουνίου 2020)

Η πάγια εθνική θέση επικοινωνεί προσήλωση στο διεθνές δίκαιο και αποστροφή προς παίγνια ισχύος. Όμως το δίλημμα είναι παραπλανητικό. Η επίκληση διεθνούς δικαίου είναι και αυτή μια συνάρτηση ισχύος. Η ισχύς, ως έννοια πολυεπίπεδη, περιλαμβάνει πολλές άλλες πτυχές, όπως διπλωματική, οικονομική, δημογραφική, γεωπολιτική, στρατιωτική. Το πραγματικό ζητούμενο, είναι πώς μεγιστοποιεί κανείς όλες τις εκφάνσεις ισχύος της χώρας μας, ώστε ως σύνολο να εγγυάται αποτροπή της όποιας επιβουλής.

Η Ελλάς είναι μία ισχυρότατη χώρα. Δημοκρατική, φιλελεύθερη, με σταθερό πολιτικό σύστημα και κράτος δικαίου, με αξιόλογη οικονομία, μέλος των ισχυρότερων παγκοσμίως στρατιωτικών και οικονομικών συμμαχιών, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, με ισχυρότατο στρατό με υψηλό φρόνημα και εθνική σύμπνοια, με άριστες σχέσεις με τους περισσότερους (πλην ενός) γείτονες, και ιδιαίτερης σημασίας στρατηγική σχέση με το Ισραήλ, Αίγυπτο και Κύπρο. Με ισχυρό brand, που έχει ισχυροποιηθεί σημαντικά τελευταία. Δεν έχουμε λόγο να αισθανόμαστε ανασφαλείς, ή να πάσχουμε από σύνδρομο καταδίωξης. Όμως δεν μπορούμε να αγνοούμε την αληθινή, παρούσα και εντεινόμενη απειλή από Ανατολάς.

Σε γενικές γραμμές η Τουρκική ισχύς σχεδόν σε όλα τα επίπεδα αυξάνεται τις τελευταίες δεκαετίες ταχύτερα από την Ελληνική ισχύ. Ο πληθυσμός της Τουρκίας είναι σήμερα οκταπλάσιος και πολύ νεανικότερος της Ελλάδας και θα είναι εννεαπλάσιος σε δέκα χρόνια, ενώ ήταν τετραπλάσιος το 1974. Η οικονομία της Τουρκίας ήταν 1,4 φορές το μέγεθος της Ελληνικής το 1974 και είναι σήμερα 3,5 φορές μεγαλύτερη της Ελληνικής. Στην άμυνα η Τουρκία έχει σήμερα περίπου διπλάσιο στρατιωτικό προσωπικό (σε υπηρεσία ή εφεδρία), ενώ έχει δεκαπλάσιο αριθμό νέων που φτάνουν σε στρατεύσιμη ηλικία ετησίως, και ενώ σε πολεμικά μέσα (αεροπορία, ναυτικό, τανκς, πυροβολικό, κλπ,) η σημερινή σχέση ισχύος είναι γύρω στο 7 προς 10 υπέρ της Τουρκίας, όμως τα δεδομένα αυτά βαίνουν σε ταχεία ανατροπή, αφού οι αμυντικές δαπάνες της γείτονος είναι περίπου τετραπλάσιες της χώρας μας, με έμφαση στην ποιοτική αναβάθμιση (S400, F35, drones, αεροπλανοφόρο, κλπ).

Η συκγριτική επαύξηση της Τουρκικής ισχύος δεν θα ήταν πρόβλημα καθαυτή, αν η Τουρκία ήταν φιλική χώρα χωρίς τάσεις αναθεωρητισμού, όπως π.χ. Ιταλία, Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία, ΗΠΑ, που είναι μεν ισχυρότερες από τη χώρα μας, αλλά είναι σύμμαχες και αλληλέγγυες. Τουναντίον, η Τουρκία, αν και τυπικά σύμμαχος, διαχρονικά προάγει αναθεωρητισμό / επεκτατισμό σε βάρος της χώρας μας (και όχι μόνο) και δείχνει περιφρόνηση στο διεθνές δίκαιο. Είναι μια χώρα δικαιοπολιτικά υπανάπτυκτη, ανελεύθερη, υπό αυταρχικό καθεστώς, με εμβρυακούς μόνο δημοκρατικούς θεσμούς, που έχουν εδώ και καιρό απονεκρωθεί πλήρως.

Για πολλά χρόνια η εθνική μας πολιτική βασίστηκε στον υπολογισμό ότι με διαλλακτικότητα, με επίθεση φιλίας και προπαντός με το δέλεαρ της Ευρωπαϊκής προοπτικής, θα μπορούσαμε να συμβάλλουμε στην μετατροπή της Τουρκίας σε κανονική, φιλειρηνική χώρα, ώστε δια της μετατροπής αυτής να επιφέρουμε την εξάλειψη του Τουρκικού επεκτατισμού και την ύφεση της έντασης. Το επιδιώξαμε για σχεδόν 20 χρόνια, χωρίς να είμαστε αφελείς. Όμως, αυτή η προσέγγιση έχει πλέον τελειώσει. Η Τουρκία έχει απομακρυνθεί οριστικά από την Ευρωπαϊκή πολιτικο-πολιτισμική τροχιά.

Είναι καιρός να υιοθετήσουμε μια νέα πλέον-πρόσφορη μέθοδο αποτροπής, για τις νέες συνθήκες. Και φαίνεται πως διακριτά το πράττουμε, έστω κι αν δεν το διατυμπανίζουμε. Η νέα τάση σκλήρυνσης της Ελληνικής στάσης είναι εμφανής. Η Ελλάς αρχίζει να προτάσει την ισχύ της, να καλλιεργεί ερείσματα και να οριοθετεί κόκκινες γραμμές, όχι διότι ξαφνικά είμαστε πιο φιλοπόλεμοι ή λιγότερο φιλειρηνιστές απ’ ό,τι είμασταν χθες, αλλά γιατί έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει σήμερα πιο πρόσφορος τρόπος για την προάσπιση της ειρήνης στην περιοχή.

Με την Τουρκία δεν έχουμε (παρ’ ελάχιστες) γνήσιες διμερείς διαφορές δυνητικά υποκείμενες σε επίλυση με πολιτική κατευνασμού και αμοιβαίων υποχωρήσεων (οριοθέτηση ΑΟΖ – υφαλοκρηπίδας κατά το Διεθνές Δίκαιο). Τουναντίον υφιστάμεθα σταθερά αυξανόμενες μονομερείς διεκδικήσεις και εντεινόμενο μονομερή επεκτατισμό εξ ανατολών που οφείλουμε να αντικρούσουμε. Κατευνασμός απέναντι στον αναθεωρητισμό απλά επιβραβεύει τις διεκδικήσεις και εντείνει τον επεκτατισμό. Όταν ο ένας (Τουρκία) προξενεί περιοδικά κρίση και κίνδυνο ανάφλεξης προβάλλοντας αυθαίρετες επιθυμίες απέναντι στις νόμιμες κτήσεις του άλλου (Ελλάδος), και όταν οι κοινοί σύμμαχοι (ΝΑΤΟ - ΕΕ) εξαναγκάζουν τα εμπλεκόμενα μέρη σε διαπραγμάτευση και συμβιβασμό προς αποφυγή της ανάφλεξης, είναι προφανές, πως όποιος συμβιβάζει επιθυμίες (“θα δεχθεί να λάβει λιγότερο απ’ όσα ζητά”) έναντι κτήσεων του άλλου (ο οποίος “θα δεχθεί να διατηρήσει λιγότερα απ’ όσα έχει”) έχει συμφέρον να προξενεί νέες κρίσεις, και να εξωθεί σε νέους συμβιβασμούς, αφού οι επιθυμίες ακόρεστες, ενώ οι κτήσεις πεπερασμένες. Με τη λογική σαλαμοποίησης και σε βάθος χρόνου ο επιτιθέμενος χωρίς μια πιστολιά, κερδίζει σταθερά έδαφος και ο αμυνόμενος χάνει σταθερά, προπαντός αν το επίδικο κάθε φορά αντικείμενο της εκάστοτε κρίσης είναι τόσο πενιχρό, ώστε να μή δικαιολογεί ολική σύρραξη. Αυτό ανοίγει την όρεξη για νέες αυθαίρετες διεκδικήσεις και άρα εντείνει τον επεκτατισμό, και συνεπώς επαυξάνει τον κίνδυνο τελικής σύρραξης, όταν ο αμυνόμενος συνειδητοποιήσει ότι έχει φτάσει στα όρια του. Υπό την έννοια αυτή, κατευνασμός και διαλλακτικότητα έναντι επεκτατισμού σχεδόν ποτέ δεν συνιστούν “υπεύθυνη στάση”, αλλά το αντίθετο.

Ας μήν ξεχνάμε, πως με πολιτική κατευνασμού χάθηκε η υπόθεση της ειρήνης έναντι των Ναζί, ενώ με πολιτική ενεργητικής αποτροπής κερδήθηκε έναντι των Σοβιετικών. Ασφαλώς στην περίπτωση γνήσιας διαπραγμάτευσης κατά το διεθνές δίκαιο (για οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ) πρέπει να είμαστε έτοιμοι να κάνουμε αμοιβαίες υποχωρήσεις και να δείχνουμε πρακτικό πνεύμα χωρίς εθνικιστικές φανφάρες (όπως πράξαμε με την Ιταλία). Αρκεί να μην εμπλέκουμε στην κουβέντα τις αυθαίρετες μονομείς διεκδικήσεις της Τουρκίας.

Η δυσπιστία άρα προς την πολιτική κατευνασμού, δεν αποτελεί έκφραση φιλοπόλεμης ή εθνικιστικής διάθεσης, αλλά προϊόν λογικής φιλειρηνικής στάθμισης, που καταδεικνύει ότι η πολιτική ενεργητικής αποτροπής με προβολή πολυεπίπεδης ισχύος είναι ο μόνος τρόπος ανάσχεσης του μονομερούς επεκτατισμού, και άρα διατήρησης της ειρήνης. Ενεργητική αποτροπή αναγκαία βασίζεται σε δύο στοιχεία: αφενός πεντακάθαρες και προ-επικοινωνημένες διεθνώς κόκκινες γραμμές με θεληματική απόφαση εμπλοκής στην παραμικρή περίπτωση παραβίασής τους και αφετέρου προβολή ικανής ισχύος που να εγγυάται αν όχι συντριβή, πάντως σημαντική φθορά του αντιπάλου, έτσι ώστε ο υπολογισμός κόστους/οφέλους για τον επιβουλέα να είναι πάντα απαγορευτικός.

Και ενώ μεν διαχρονικά Ελληνικές κυβερνήσεις μεριμνούν για το δεύτερο (την διατήρηση και επαύξηση της εθνικής ισχύος επενδύοντας το υστέρημα του Ελληνικού λαού στην εθνική άμυνα) όμως έχουν αποδειχθεί λογότερο αποτελεσματικές ως προς το πρώτο (πειστική επικοινωνία ως προς την απόλυτη ετοιμότητα προάσπισης ξεκάθαρων κόκκινων γραμμών). Έχουμε δώσει τις τελευταίες δεκαετίες (ιδίως μετά την τραγωδία της Κύπρου) την εντύπωση ότι σε κάθε περίπτωση κρίσης, είμαστε πάντα έτοιμοι να δείξουμε πρώτοι εμείς “υπεύθυνη στάση”, αποδεχόμενοι εν τοις πράγμασι νέες γκρίζες ζώνες, ή κάνοντας άλλες παραχωρήσεις, έχοντας περίπου αναγάγει την αποφυγή θερμού επεισοδίου σε φετίχ.

Οι σύμμαχοι, εν τω μεταξύ, που έχουν συμφέρον από την αποφυγή θερμού επεισοδίου, ασκούν υποτίθεται πιέσεις σε αμφότερους τους εμπλεκόμενους, αλλ’ ασκούν εντονότερες πιέσεις σ’ εκείνο το μέρος που είναι πιθανότερο (με γνώμονα την πρότερη πρακτική) να υποκύψει σε αυτές τις πιέσεις. Για τους συμμάχους προέχει η αποτροπή με κάθε τρόπο της εμπλοκής, παρά η επιβολή δικαιοσύνης.

Όμως η στάση της Τουρκίας έχει αρχίσει πλέον να ενοχλεί ευρύτερα, και μάλιστα τους κοινούς φίλους. Αυτό διευκολύνει την Ελλάδα να αρχίσει να σκληραίνει τη στάση της με πολύ προσεκτικά βήματα και με τις ευλογίες και στήριξη των Ευρωπαίων εταίρων. Για πρώτη φορά εδώ και καιρό η Αθήνα εκπέμπει αυτοπεποίθηση και το κυριότερο για πρώτη φορά φαίνεται να επικοινωνεί εκ των πρωτέρω τις κόκκινες γραμμές της. Η ελληνική κοινωνία αρχίζει να διαπιστώνει και να το παίρνει απόφαση, πως τον τουρκικό επεκτατισμό δεν μπορούμε να τον απευχηθούμε ούτε να τον κατευνάσουμε, μπορούμε όμως να τον αναχαιτίσουμε, αν είμαστε πρόθυμοι να εφαρμόσουμε πολιτική ενεργητικής αποτροπής. Και ίσως όταν καταλάβει η Τουρκία ότι η επεκτατική στάση της απέναντι μας έχει κόστος υπέρτερο του οφέλους, να αναγκαστεί επιτέλους να αναθεωρήσει τη στάση της αυτή απέναντι μας.

No comments:

Post a Comment