Tuesday 21 January 2014

Ιεροεξεταστές και ορθός λόγος

Η σπασμωδική κυβερνητική απόπειρα απονομιμοποίησης του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης με μέσο τις υποτιθέμενες α-θρησκευτικές του πεποιθήσεις αποτελεί κάκιστο οιωνό. Επιβεβαιώνεται η θλιβερή ποιοτική μετεξέλιξη του ιστορικού κόμματος της πάλαι ποτέ “Φιλελεύθερης” “Νέας” “Δημοκρατίας” σε μια καρικατούρα κόμματος, σε ένα παρακμιακό, παλαιοσυντηρητικό, ανελεύθερο και αντιδημοκρατικό μόρφωμα, που αντί
να ψηλαφά τις ιδέες της νέας εποχής, γραπώνεται με νύχια και δόντια σε κενόλογα αραχνιασμένα φαντάσματα εθνοχριστιανοχουντοπατριωτισμού υπό τον πανικό της εκ δεξιών δημοσκοπικής πίεσης.

Το σκεπτικό πίσω από τους λόγους του κυβερνητικού εκπροσώπου είναι ότι “παν μη χριστιανός πολιτικός είναι παρίας”, και ελλοχεύει η εντύπωση πως η αποκάλυψη κάποιου ως τέτοιου είναι δυνατό να του επιφέρει πολιτική ζημία. Ο μη χριστιανός ορθόδοξος αποτελεί “ξένο σώμα” στην ελληνική (ορθόδοξη χριστιανική) κοινωνία. Δεν είναι “δικός μας” και ως τέτοιος πρέπει να κριθεί και απορριφθεί από το εκλογικό σώμα που “δικαιούται να γνωρίζει” τί πιστεύει ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Διότι προφανώς το τί πιστεύει δείχνει το τί είναι, και το τί είναι δείχνει πώς θα κυβερνήσει.

Η συνταγματικά κατοχυρωμένη θρησκευτική ελευθερία κάθε έλληνα πολίτη (που συνεπάγεται και το δικαίωμα να μην αποκαλύπτει κανείς τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις) δεν λαμβάνεται εδώ υπ’ όψη. Θεωρείται όχι απλά ανεκτό, αλλά επιβεβλημένο να εισαχθεί μια εξαίρεση σε αυτό το δικαίωμα για πολιτικούς, οι οποίοι (κατά το σκεπτικό αυτό) “υποχρεούνται” να εκθέσουν σε δημόσια θέα όχι απλά τις πολιτικές τους απόψεις, ή το πρόγραμμα που προτείνουν, αλλά τα ενδόμυχα της ψυχής τους και τις περί μεταφυσικής δοξασίες τους, είτε έχουν προβληματιστεί επί του θέματος είτε όχι. Με αυτή τη λογική το αν πιστεύεις στο “δικό μας Θεό” αποτελεί διαπιστευτήριο για τον αν είσαι “δικός μας άνθρωπος” και αν δικαιούσαι καν να διεκδικείς την “εξουσία μας” στις εκλογές. Αυτή η περιχαράκωση της κοινωνίας σε “δικούς μας” και “παρίες”, σε όσους σκέφτονται σαν εμάς, ή όσους τολμούν να σκέφτονται διαφορετικά, αποτελεί το πρωταρχικό θεμελιακό χαρακτηριστικό του φασιστικού τρόπου, του τρόπου που με αυθαίρετα κριτήρια χωρίζει τον κόσμο σε μαύρο – άσπρο, του τρόπου που αγνοεί και φοβάται την ανθρώπινη ποικιλία και διαφορετικότητα.

Είναι προφανές πως όποιος υπό τον δημοσκοπικό εκ δεξιών κίνδυνο επιλέγει να ανταγωνίζεται τους εκ δεξιών ακραίους στην ακρότητα τους, τους φασίστες και τους νεοναζί, τελικά καταλήγει υπαιτίως να γίνει ίδιος με αυτούς, εγκαταλείποντας το ηθικό υψίπεδο. Και είναι επίσης σαφές ότι είναι απόλυτο συνταγματικό δικαίωμα του κάθε πολιτικού (όπως και του κάθε απλού πολίτη) να πιστεύει ό,τι θέλει και να εκθέτει όποιες απόψεις επιλέγει ο ίδιος, που ο ίδιος κρίνει αφορούν τους πολίτες, πρωτίστως βεβαίως απόψεις που αφορούν την πολιτική. Το τί μουσική, ή τί άθλημα, ή ποια ομάδα αρέσει στον καθένα, μπορεί να επηρεάζει την εικόνα ενός πολιτικού, και ομοίως η θρησκευτική του κοσμοθεωρία μπορεί να επηρεάζει αυτή την εικόνα. Όμως εφόσον ζούμε σε μια ελεύθερη κοινωνία, όπου υπάρχει ελευθερία έκφρασης και ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης, δεν μπορεί κανείς να υποχρεώσει κανέναν να τοποθετείται σε θέματα που ο ίδιος δεν έχει επιλέξει.

Θα πει κανείς πως η προτροπή/πρόκληση του κυβερνητικού εκπροσώπου αποτελεί “πολιτική” και όχι “νομική” πίεση, και ως τέτοια αποτελεί άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης έκφρασης του κυβερνητικού εκπροσώπου χωρίς να συνιστά καταπάτηση των ελευθεριών του πολιτικού του αντιπάλου. Σύμφωνοι, όμως αποτελεί χτύπημα κάτω από τη ζώνη. Συνιστά απρέπεια, διότι ασκεί έμμεση πίεση που κατατείνει στην εν τοις πράγμασι συρρίκνωση των ατομικών ελευθεριών του αντιπάλου του. Μα πάνω από όλα κρίνεται η ίδια, ως πολιτική επιλογή που αποκαλύπτει τα βαθύτερα συντηρητικά και ανελεύθερα ανακλαστικά της παράταξης που εκπροσωπεί.

Όμως από την άλλη δεν έχουν δίκιο όσοι λέν πως δεν αφορούν τον πολίτη οι όποιες μεταφυσικές δοξασίες ή δεισιδαιμονίες στις οποίες πιστεύουν και προς τις οποίες υποτάσσονται οι επίδοξοι ταγοί του. Η σχέση ενός πολιτικού προς την αλήθεια, προς την επιστημονική γνώση, η επαφή του με την πραγματικότητα, και ο σεβασμός ενός πολιτικού προς τον ορθό λόγο αποτελούν κρίσιμο πρόκριμα για το αν κάποιος είναι άξιος να διεκδικεί την εξουσία από το λαό. Ενδεχομένως η παράνομη εισβολή και κατοχή στο Ιράκ το 2003 να μην είχε συμβεί αν στην ηγεσία των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου δεν ήταν δύο αναγεννηθέντες φονταμενταλιστές χριστιανοί (born again Christians) στο πρόσωπου του G.W. Bush και του T. Blair, για τους οποίους υπάρχουν ενδείξεις (και παραδοχές) ότι προέβησαν στην εισβολή γιατί “πίστευαν” ότι ήταν μια “θεάρεστη” επιλογή.

Οτιδήποτε δύναται να συσκοτίζει τον κοινό νού, οτιδήποτε μπορεί να αναστείλει ή να εμποδίσει τον ορθό λόγο, ιδία οι παιδαριώδεις περί μεταφυσικής δεισιδαιμονίες, αποτελούν κακά εφόδια και κακούς σύμβουλους για την εξουσία. Πολύ περισσότερο οτιδήποτε αποτελεί βάση ή αφορμή για αυθαίρετες κοινωνικές διακρίσεις, για αντιεπιστημονικές και επικίνδυνες επιλογές, οτιδήποτε ανορθολογικό, που δεν στηρίζεται στην εμπειρική παρατήρηση, θα έπρεπε λογικά να θέτει σε αμφισβήτηση την ικανότητα κάποιου να καταλάβει και να ασκήσει εξουσία, με ευθυκρισία, δικαιοσύνη, νηφαλιότητα. Πράγματι είναι δικαίωμα του καθενός να πιστεύει ό,τι θέλει, όμως ο καθείς πράγματι κρίνεται για τις δοξασίες του. Προπαντός αν αυτές οι δοξασίες τον ωθούν να διακινδυνεύσει την ισότητα των δύο φύλων, το δικαίωμα οικογενειακού προγραμματισμού, το δικαίωμα για διαζύγιο, τη σωματική ακεραιότητα νεογέννητων κοριτσιών και αγοριών, την ανάπτυξη επιστημονικής έρευνας από βλαστοκύτταρα, τα κληρονομικά δικαιώματα της γυναίκας, κλπ. κλπ.

Οι πολιτικοί μας ταγοί πρέπει να είναι και πνευματικοί ταγοί. Να ακολουθούν τις παγκόσμιες πνευματικές εξελίξεις της εποχής τους. Ποιοί άραγε από τους πολιτικούς μας διαβάζουν συστηματικά διανοητές, φιλόσοφους και επιστήμονες όπως ο Steven Hawking, ο Richard Dawkins, o Lawrence Krauss, ο Christopher Hitchens, o A.C. Grayling, ο Steven Pinker για να μην αναφερθούμε στους πιο κλασσικούς. Πόσοι από τους πολιτικούς μας σήμερα συνειδητοποιούν ότι οι επιστημονικές εξελίξεις των τελευταίων δεκαπέντε ετών υπερβαίνουν όλες τις προηγούμενες ανακαλύψεις των προηγούμενων τριών χιλιάδων χρόνων μαζί, και ότι η ανθρώπινη σκέψη έχει φτάσει σε επίπεδο τα τελευταία λίγα χρόνια που θα έκαναν ακόμη και τον Einstein ή τον Feynman να αισθάνονταν ίλιγγο! Ποιοί από τους πολιτικούς μας αντιλαμβάνονται τις φιλοσοφικές συνέπειες ενός “επίπεδου” σύμπαντος, το άθροισμα (εμφανούς και σκοτεινής) ύλης/ενέργειας του οποίου είναι μηδέν, το οποίο προήλθε από το μηδέν, ως τυχαίο κβαντικό συμβάν, και θα επιστρέψει στο μηδέν, πόσοι από τους πολιτικούς μας έχουν καν οσφρανθεί τον πνευματικό σεισμό που συντελείται γύρω μας, εφάμιλλο του οποίου η ανθρωπότητα δεν έχει βιώσει από τον καιρό του Κοπέρνικου, του Νεύτωνα ή του Δαρβίνου, όπου σήμερα για πρώτη φορά επιστήμονες (με επιστημονική θεμελίωση) λένε όχι απλώς πως δεν προαπαιτείται Θεός, αλλά πως δεν δύναται Θεός!

Πράγματι ο πολίτης μπορεί να κρίνει τους επίδοξους ταγούς του καλύτερα αν γνωρίζει τις βαθύτερες απόψεις των περί τον κόσμο και τη μεταφυσική, αλλά όχι για τους λόγους που είχε στο νου του ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, ο οποίος με τις ατυχείς δηλώσεις του εξέθεσε δυστυχώς όχι μόνο τον εαυτό του και την κυβέρνηση του, αλλά την ίδια τη χώρα.

Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει πολλά άλλα ελαττώματα που μπορεί να του προσάψει κανείς. Η επαφή του με την πραγματικότητα σε πολλά άλλα θέματα, πρωτίστως δε στο θέμα της οικονομίας είναι εξόχως προβληματική. Ο πολιτικός του λόγος ανέξοδος και καταγγελτικός, εσχάτως δε πολυσυλλεκτικός. Συντάσσεται με όλες τις συντεχνίες και υιοθετεί άκριτα όλα τα αιτήματα για να γίνει αρεστός σε όσο γίνεται περισσότερους. Είναι ρηχός διανοητικά, και έτοιμος να κολακέψει ακόμη και το “χριστεπώνυμο” πλήρωμα της εκκλησίας, προκειμένου να εκλεγεί, επιδιώκοντας επαφές και εναγκαλισμούς με την ιεραρχία, πέραν του ελάχιστα αναγκαίου. Βαδίζει στα χνάρια του Ανδρέα Παπανδρέου το στυλ του οποίου συνειδητά αντιγράφει, ακόμη και ως προς την εκφορά του λόγου του, τον οποίο λόγο επισταμένα υπεραπλουστεύει, συμβάλλοντας έτσι στην υποβάθμιση του δημόσιου βήματος. Είναι ακραία και επικίνδυνα λαϊκιστής, σε μια κρίσιμη εποχή που ο τόπος έχει ανάγκη πάνω από όλα από ευθύνη και αλήθεια. Δεν έχει τίποτε πρωτότυπο ή αυθεντικό να συνεισφέρει ως προς την πολιτική σκέψη. Αγνοεί τον ευρύτερο κόσμο και τις διεθνείς σχέσεις. Αναπαράγει απλώς έναν κλαυθμό που βωεί σε όλη τη χώρα λόγω της κρίσης, και αποτυπώνει ένα αίτημα για επιστροφή στις παλιές καλές (αμαρτωλές) μέρες. Εκφράζει μια ουτοπία, ενώ ο τόπος έχει ανάγκη ρεαλιστικής συνειδητοποίησης των νέων δεδομένων και στοχοπροσήλωσης στις πολιτικές που πράγματι μπορούν να οδηγήσουν έξω από την κρίση. Βρέθηκε τυχαία, σερφάροντας ένα κύμμα που ήρθε προς το μέρος του και τον εκτόξευσε, ψηλά, χωρίς όμως να έχει ο ίδιος το ανάλογο ύψος, ή το ανάλογο βάθος. Προφανώς αντικατροπτίζει μία κοινωνία σε κρίση, μία κοινωνία σε σύγχυση, όμως ο ίδιος δεν αποτελεί την πειστική απάντηση για την έξοδο από αυτήν.

Ίσως το έσχατο “αμάρτημα” του (το ότι αυτοαποκαλείται “άθεος”) δεν είναι το μέγιστο, όμως είναι κι αυτό ενδεικτικό μιας ρηχότητας και μιας τάσης να δείχνουμε και να φαινόμαστε κάτι χωρίς να είμαστε τίποτε, και χωρίς να έχουμε ψαχτεί. Διότι βεβαίως όσοι είναι πράγματι νεωτερικά σοβαρά σκεπτόμενοι, όσοι έντιμα απορρίπτουν τον ανορθολογισμό και τη μεταφυσική ελλείψει ικανών πειστηρίων, δεν καταδέχονται να αυτοχαρακτηριστούν “άθεοι”, για τον ίδιο λόγο που όσοι δεν πιστεύουν στις νεράιδες δε αισθάνονται την ανάγκη να αυτοχαρακτιριστούν ως “ανεράιδοτοι”. Δυστυχώς στη χώρα μας κάποιοι σε κατάσταση προεκλογικού πανικού ζητούν δηλώσεις φρονημάτων για εντελώς λάθος λόγους, αντί να επικεντρώνουν την πολιτική συζήτηση στα ουσιώδη, και άλλοι στεφανώνονται αυθόρμητα με κενές ταμπέλες για ανέξοδο εντυπωσιασμό, προκειμένου να συγκαλύπτουν τον ακραίο τους συντηρητισμό κάτω από μια λεοντή φαινομενικής επαναστατικότητας και δήθεν αντισυμβατικότητας, που τελικά εξαντλείται σε φτηνές και άκομψες ενδυματολογικές επιλογές, ανάλογου “βάθους”. Όλα για την εξουσία και για τη νομή της εξουσίας. Τίποτε για το λαό και τις ανάγκες του. Χωρίς καλύτερες επιλογές η χώρα παραμένει σε κρίση.

No comments:

Post a Comment