Friday 14 February 2014

Ας αφήσουμε επιτέλους το παραμύθι για τη “ζήτηση”!

Οικονομολόγοι της αριστεράς, που έχουν επιστρατευτεί για να προσδώσουν (με επίκληση της αυθεντίας του Κέυνς) επίφαση επιστημονικοφάνειας στον αριστερό λαϊκισμό, ισχυρίζονται πως το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι η “ασθενής ζήτηση”. Η προπαγάνδα γύρω από το παραμύθι της ζήτησης πρέπει να σταματήσει. Δημιουργεί σύγχυση στο λαό και ρήγμα στην αναγκαία εθνική ενότητα πίσω από την απαιτούμενη προσπάθεια για ανόρθωση.
Όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου υποθήκευσε το μέλλον μας εκτοξεύοντας το δημόσιο χρέος με συνεχή ελλειμματική διαχείριση τη δεκαετία του ’80 και οδήγησε την οικονομία σε δύο παρολίγο χρεωκοπίες το 85 και το 89, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις σημερινής κατάρρευσης, και εκείνος τότε επικαλούνταν Κεϋνσιανές θεωρίες δήθεν περί “τόνωσης της ζήτησης” ως άλλοθι της πληθωριστικής σπατάλης και του λαϊκισμού. Και τώρα οι διάδοχοι του Ανδρέα στη ριζοσπαστική αριστερά αναμασούν τις ίδιες επιστημονικοφανείς σοφιστίες, τα ίδια ψέματα.

Όμως ήρθε ο καιρός να μιλήσουμε αλήθειες. Για πολλά χρόνια η ελληνική οικονομία φούσκωνε με εξωτερικό δανεισμό. Η φούσκα λάμβανε τη μορφή υπερβάλλουσας εγχώριας ζήτησης (δηλαδή ζήτησης που υπερέβαινε το εγχώριο εισόδημα). Η υπερβάλλουσα ζήτηση οδήγησε σε καταναλωτισμό και αύξηση αμοιβών, πέρα από τις πραγματικές δυνάμεις της οικονομίας. Ο μεν καταναλωτισμός οδήγησε σε αύξηση των εισαγωγών. Οι δε φουσκωμένες εγχώριες αμοιβές οδήγησαν σε μείωση της ανταγωνιστικότητας των ντόπιων προϊόντων και άρα μείωση των εξαγωγών και μαράζωμα της εγχώριας παραγωγής. Έτσι όσο άνοιγε η ψαλίδα του δημοσιονομικού ελλείμματος, άλλο τόσο άνοιγε η ψαλίδα του εμπορικού ελλείμματος. Όταν οι αγορές στις αρχές του 2010 κατάλαβαν ότι το χρέος έφτασε σε επίπεδο που (σε συνδυασμό με τον εκτροχιασμό του ελλείμματος) δεν μπορούσε πλέον να εξυπηρετηθεί, σταμάτησαν τη χρημοτοδότηση της ελληνικής κυβέρνησης. Τα ομόλογα έγιναν κουρελόχαρτα. Η χώρα είχε κατ’ ουσίαν πτωχεύσει. Ο αέρας (δανεικό χρήμα) που συντηρούσε τη φούσκα ξαφνικά εξέπνευσε. Η ελληνική οικονομία έμοιαζε με χόβερκραφτ ή ελικόπτερο του οποίου ο κινητήρας ξαφνικά έσβησε, χωρίς άντωση, σαν τρύπιο αερόστατο. Η απότομη προσγείωση (ξεφούσκωμα) ήταν αναπόφευκτη.

Η πτώχευση συνιστά θάνατο της πίστης. Αδυναμία πληρωμών συνιστά αδυναμία δανεισμού. Το ξεφούσκωμα της οικονομίας και η κατάρρευση της ζήτησης σε αυτή την περίπτωση δεν είναι επιλογή αλλά νομοτέλεια. Οι δάνειες χρηματικές εισροές, που πριν φούσκωναν, τώρα, που στέρεψαν τα δανεικά, αντιστρέφονται λόγω της υποχρεωτικής απομόχλευσης σε απορροές, που πλέον ξεφουσκώνουν τα εισοδήματα και την οικονομία, καθώς το έλλειμμα αναγκαστικά μετατρέπεται σε πλεόνασμα. Όσοι κόπτονται τώρα για τις υφεσιακές συνέπειες της λιτότητας αποκρύπτουν ότι η λιτότητα επιβλήθηκε από την κατάρρευση της πίστης και τον αποκλεισμό από τις αγορές. Ότι δεν ήταν θέμα επιλογής. Η λιτότητα είναι απλώς μια ενδιάμεση αιτία, ενώ η απώτερη και άρα πραγματική αιτία της ύφεσης είναι η απώλεια χρηματοδότησης, ο θάνατος της πίστης, η πτώχευση, και άρα σε τελική ανάλυση εκείνα που οδήγησαν στην πτώχευση, δηλαδή ο επί δεκαετίες υπερδανεισμός και η υπερχρέωση, και όσα γέννησαν ετούτα, δηλαδή ο κρατισμός, ο νεποτισμός, το πελατειακό κράτος, ο λαϊκισμός. 

Οι περισπούδαστοι οικονομολόγοι της αριστεράς ως λύση του προβλήματος προσφέρουν τις ίδιες τις απώτερες αιτίες του, δηλαδή περισσότερο λαϊκισμό (υπό κεϋνσιανικό προκάλυμμα) και περισσότερο κρατισμό. Είναι αφόρητα υποκριτικό την επομένη της πτώχευσης να καλούν σε “τόνωση της ζήτησης”, όταν ξέρουν ότι πλέον λόγω του αποκλεισμού από τις αγορές είναι αδύνατη η εξεύρεση αναγκαίων προς τούτο δανεικών πόρων. Διαστρέφουν επίσης την αλήθεια για τα “επάρατα” μνημόνια. Όταν η χώρα πτώχευσε και η οικονομία υπέστη ξαφνική “απώλεια στήριξης” (με τη διακοπή της ιδιωτικής χρηματοδότησης) οι εταίροι μας έδωσαν ένα “μαξιλάρι”, ένα “αμορτισέρ” ή “αλεξίπτωτο” για να μην γκρεμοτσακιστούμε απότομα, υπό τον αυτονόητο όρο ότι εντός ρητής προθεσμίας θα εξαλείφαμε το έλλειμμα, ώστε να μη χρειαζόμαστε την ελεημοσύνη τους στο διηνεκές.

Η περιοριστική πολιτική (λιτότητα) ήταν μεν αναπόφευκτη, έχει όμως και κάποιες ευεργετικές συνέπειες. Η αναγκαστική μείωση των εισοδημάτων (λόγω της δημοσιονομικής περιστολής) οδηγεί σε τόνωση της ανταγωνιστικότητας. Έτσι η παραγωγή ξαναπαίρνει μπρος. Ως φτωχώτεροι εισάγουμε λιγότερα ενώ ως φτηνότεροι εξάγουμε περισσότερα. Η συμπίεση της εγχώριας ζήτησης οδηγεί σε μείωση των τιμών και αποπληθωρισμό. Έτσι η επαχθής δημοσιονομική εξυγίανση οδηγεί  στην αναγκαία αποκατάσταση των μακροοικονομικών ανισορροπιών που οδήγησαν στο κραχ της πτώχευσης. Από νέα χαμηλότερη ισορροπία (στα μέτρα πλέον της πραγματικής οικονομίας) μπορεί σιγά σιγά (εφόσον γίνουν και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις) να ξαναμπεί μπροστά η μηχανή της ανάπτυξης με υγιείς βάσεις, χωρίς δανεικά.

Άρα αν θέμε να αναστήσουμε την οικονομία μας, καθόσον η χώρα θα βρίσκεται σε φάση αναγκαστικής απομόχλευσης τα προσεχή χρόνια (εφαρμογής περιοριστικών πολιτικών απομείωσης του χρέους με πλεονάσματα) θα πρέπει να ξεχάσουμε τη φενάκη νέου δανεισμού και το παραμύθι για την “τόνωση της ζήτησης” και να στραφούμε στην μόνη απομένουσα εναλλακτική, δηλαδή στην προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων. Προς τούτο είναι ανάγκη (πέρα από την σταδιακή αποκατάσταση της αξιοπιστίας μας) να φτιάξουμε μια ανοιχτή, ελεύθερη οικονομία, φιλική και ελκυστική προς το κεφάλαιο και την επιχειρηματικότητα, ώστε να έρθει το κεφάλαιο και να ανθίσει η ρημάδα η επιχειρηματικότητα και να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας. Δεν υπάρχει άλλη υπεύθυνη ή φιλολαϊκή επιλογή, παρά από την φιλοεπενδυτική πολιτική. Οι αριστερές ρητορίες που αποστρέφονται τις επενδύσεις και το κεφάλαιο και διώχνουν και φοβίζουν τους επενδυτές με τους ανόητους (τάχα “φιλεργατικούς”) μαξιμαλισμούς, είναι γι’ αυτό ανεδαφικές και άρα ακραία αντιλαϊκές, αλλά προπαντός είναι ιστορικά χρεωκοπημένες.

Για τα βάσανα μας δε φταίει η “μειωμένη ζήτηση” (που μέχρι το κράχ ήταν παραφουσκωμένη), αλλά η ανταγωνιστικότητα (που διαλύθηκε εξαιτίας του αλόγιστου δανεισμού και της υπερβάλλουσας ζήτησης). Άρα αντί να επιτρέπουμε στους λαοπλάνους να επιχειρούν με σοφιστίες την αντιστροφή της πραγματικότητας, ας ολοκληρώσουμε τουναντίον με αποφασιστικότητα και ρεαλισμό την αναγκαία αντιστροφή του παραγωγικού μοντέλου. Από “μοντέλο ζήτησης” (δανεισμού - υπερχρέωσης - εισαγωγών - κατανάλωσης) να πάμε σε “μοντέλο προσφοράς” (απομόχλευσης - ανταγωνιστικότητας - παραγωγής - εξαγωγών - αποταμίευσης). Αφού δεν έχουμε δάνειους πόρους για  να τονώσουμε τεχνητά την εγχώρια ζήτηση και να ξαναγυρίσουμε στον αδιέξοδο ευδαιμονικό καταναλωτισμό, ας πάμε με επιθετικό οπορτουνισμό να εκμεταλλευτούμε την υφιστάμενη ζήτηση σε άλλες χώρες, εξάγοντας (προσφέροντας) σε αυτές διεθνώς ανταγωνιστικά προϊόντα, παράγοντας αληθινό πλούτο, που μόνο ο ιδιωτικός παραγωγικός εξαγωγικός τομέας της οικονομίας μπορεί να πετύχει εφόσον αφεθεί ελεύθερος.


Μετά από τόσο αγώνα και θυσίες για τη μείωση του δίδυμου ελλείμματος, το τελευταίο που χρειαζόμαστε είναι να ξαναγυρίσουμε στο μηδέν όπως μας καλεί με μνημειώδη ανευθυνότητα η ριζοσπαστική (λεγόμενη) αριστερά, ή η αντιμνημονιακή άκρα δεξιά. Έλεος πια με τα παραμύθια, τις αναξιοπρεπείς οιμωγές και επαιτείες και τις άδικες κατηγόριες προς τους ξένους! Δεν είναι δυνατό κάποιοι επαρμένοι ερασιτέχνες, μπαχαλάκηδες της στείρας άρνησης και του αναρχο-επαρχιωτισμού να πάρουν τη χώρα στο λαιμό τους στο όνομα της ανεύθυνης εξουσιομανίας και του άκρατου λαϊκισμού τους, με ψευδεπίγραφες αλλά καταστροφικές ωραιοποιήσεις, και με αναλύσεις της Χαλιμάς που θυμίζουν μόνο τον όμορφο αλλά απατηλό κόσμο του Lewis Carroll!

No comments:

Post a Comment